Further tags

Κλασική έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ασέβειας, ειρωνείας ή χλευασμού προς κάποιο πρόσωπο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πολύ ανώτερο από αυτόν που σηκώνει κεφάλι.

Συνώνυμες εκφράσεις:

- Έβγαλε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- Ξύπνησαν οι καπότες και γαμάνε μόνες τους
- Σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη
- Σηκώθηκαν τα σκατά και τράβηξαν καζανάκι
- Σηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα

- Πήρα το Fifa 12. Μπες στο PSN απόψε να σε παίξω.
- Τι να παίξεις ρε μπαγλαμά; Level 20 κι έχω σαρώσει όλα τα trophies. Σηκώθηκαν τα πόδια τώρα να χτυπήσουν το κεφάλι.

(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμμεσα συνώνυμο του αρχιδόκαμπος με την εξής διαφορά. Ενώ ο αρχιδόκαμπος αναφέρεται σε ένα μέρος γεμάτο άντρες, ο χαρακτηρισμός «αγγουριές» αφορά όσους άντρες είναι διαθέσιμοι για sex.

Συνήθως συνοδεύεται από λέξεις που αφορούν εκτάσεις. π.χ. «Οικόπεδο με αγγουριές» ή «Έκταση με αγγουρίες».

- Κορίτσι «για σπίτι» η Λίτσα.
- Σοβαρά;
- Τι σοβαρά ρε μαλάκα; Λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα! Δεν τα έχεις μάθει για το ξέκωλο; Όπου βλέπει οικόπεδα με αγγουρίες πάει και κάθεται πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν με τη συμπεριφορά μου εκνευρίζω κάποιον σε υπέρτατο βαθμό.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσουμε την απειθαρχία σε κάποια αρχή, πχ δάσκαλο, αστυνόμο κτλ.

Συνώνυμο: δίνω κρίση.

- Εγώ λέω αρκετά με την Αγγλικού. Πολύ αυστηρή μας το παίζει και μου την σπάει. Λέω να πάμε να τη δώσουμε μια καλή ταραχή αύριο.
- Ναι να την βάλουμε να κάτσει στην καρέκλα που γέρνει. Θα ρίξουμε χοντρά γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».

Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.

1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!

2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...

Σχετικό: φουρφούκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βλέπεις ένα έργο στο σινεμά ή στην τηλεόραση και από κάποιο σημείο και μετά σε παίρνει ο ύπνος, τότε λες ότι από εκείνο το σημείο «σε είδε» το έργο, αντί να το δεις εσύ. Ήτοι το φως που εκπέμπει η οθόνη και το οποίο πίπτει επί των κλειστών βλεφάρων σου θεωρείται ως ένα είδος όρασης στην οποία παραδίδεσαι κοιμώμενος.

(Σε όλους μας έχει συμβεί κάτι ανάλογο, ειδικά όταν θελήσαμε να χαλαρώσουμε βλέποντας κάτι ο,τινανιστικό στην τηλεόραση ενώ εμείς ξαπλώσαμε στο κρεβάτι / καναπέ, ή όταν υπερεκτιμήσαμε τις δυνάμεις μας ότι μπορούσαμε να δούμε μέχρι τέλους, χωρίς να κοιμηθούμε, ταινίες υπερκουλτουρίασης από τους διάφορους Τζουζέπε Λουγκρατόρε που το τσουλάνε το τράβελινγκ «οδηγώντας μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά»).

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. - Βρε βρε, γιατί είσαι στο κρεβάτι με το τζιν;
    - Ουπς, έβαλα να δω ένα επεισόδιο με τα Φιλαράκια, αλλά τελικά με είδε αυτό...

  2. - Ρε συ πρέπει να δούμε την νέα ταινία του Μπέλα Ταρ!
    - Να την δούμε καλά θα ήταν... Το θέμα είναι να μην μας δει αυτή...

  3. - Δε μου λες, η σκηνή που ο Κλιντ βλέπει από ψηλά τις δυο συμμορίες να αλληλοσκοτώνονται σου άρεσε;
    - Φίλε μου, είδα το καουμπόικο μέχρι το πιστολίδι στο σαλούν. Από εκεί και πέρα με είδε αυτό.

(από GATZMAN, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από το προφανές, η μαλακία αναφέρεται επίσης και στις περιπτώσεις:

  1. Όποτε ένα αντικείμενο είναι χαμηλής αξίας, περιττό, ελαττωματικό ή γενικά για τον πούτσο.

  2. Σε οποιαδήποτε κακοτυχία ή αναποδιά μπορεί να μας συμβεί.

1α. Τι μαλακία είναι αυτό το Wii ρε ψηλέ; Βάλε PS3 να παίξουμε κάνα Fifa.

1β. - Ωραία η ταινία κορίτσια;
- Sorry ρε παιδιά, αλλά μιλάμε για σκέτη μαλακία. Τουλάχιστον πάμε να μας κεράσετε κανένα ποτάκι να ρεφάρουμε.

  1. - Τι έγινε πήρατε την κούπα στο 5x5 την Κυριακή;
    - Όχι ρε φίλε, μαλακία έγινε μη μου το θυμίζεις. Χάσαμε 6-5 στα πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται στην Κρήτη –πρέπει να αλλάξω γεωγραφικό διαμέρισμα, νομίζω...– και ολόκληρο είναι: «μου αγγίζει (ενν. τα νεύρα)».

Συνώνυμο του «μου τη δίνει», «με εκνευρίζει», «μου την παίζει» –κι αυτό το τελευταίο πάλι σε αποκλειστική χρήση στη μεγαλόνησο.

Περικλής: Είδα τη Λίλιαν χθες με το νέο αμόρε, καμαρωτή-καμαρωτή! Μού 'γγιξε ρε μαλάκα!
Φίλος Πέρι: Υπομονή, ντουντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε είδους κατάσταση που προμηνύει ότι σύντομα θα παιχτεί μαλακία, δηλαδή κάτι θα στραβώσει άσχημα.

Δε φέρει ουδεμία σχέση με το «θα τραβήξω μαλακία» ή «μυρίζει σπέρμα».

- Μίλαγα στη γκόμενα και στο άκυρο μου γύρισε την πλάτη.
- Ωχ, νομίζω ότι είναι γκόμενα του φουσκωτού που έρχεται τώρα απ' την τουαλέτα και σε κοιτάζει αγριεμένος! Μυρίζει μαλακία! Παίρνουμε πούλο τώρα όπως είμαστε.

(από HardcoreGR, 08/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδόσφαιρο, η μπάλα, η μπαλίτσα λέγεται και έτσι λαμβάνοντας την υποκοριστική γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -ετο (λ.χ. σκοπιά- σκοπέτο, γκόμενα- γκομενέτο- νέτο, πόρνη- πορνέτο κ.τ.ό.), ώστε να συμπίπτει και με το ευγενές θέαμα του χορευτικού μπαλέτου. Λειτουργεί δηλαδή και ως ευφημισμός ή ως και καλούα ξεκάρφωμα όταν λ.χ. οι αγγουριές με τις μπύρες λένε ότι πάνε να δούνε μπαλέτο, εννοώντας μπάλα, ενώ το δόκιμο μπαλέτο είναι και καλά θέαμα για γυναίκες.

Βέβαια, ενίοτε το ποδόσφαιρο γίνεται κυριολεκτικά μπαλέτο, όταν λ.χ. υπάρχουν πολύ χαριτωμένες ντρίπλες, που θυμίζουν χορογραφία (βλ. και χαρακτηρισμό ποδοσφαιριστών ως «μπαλαρινών» στο παράδ. 1), ή όταν η σφυρίχτρα είναι σφυρίχτερμαν. Συναφώς, αποτελεί και παρατσούκλι του ποδοσφαιριστή Σεμπάστιαν Λέτο.

Τρίβιο: Ο Dmitri Shostakovich είχε χαρακτηρίσει το ποδόσφαιρο «μπαλέτο των μαζών» (δες).

1.Μια νύχτα στα …μπαλέτα!
Εκρηκτικές στις αρχές του Β’ ημιχρόνου οι “μπαλαρίνες” του Παναθηναϊκού, συνέτριψαν με σκορ 3-0 τον ΠΑΟΚ σε μια απίστευτη αγωνιστική… (Εδώ).

  1. Στην τηλεόραση μπαλέτο,
    όχι τα Μπολσόι,
    μπάλα πώς το λένε,
    Ζιντάν, Φαν Νιστελρόι.
    (Ημισκούμπρια, βλ. μήδι).

  2. Είδαν μπάλα και μπαΛέτο (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified