Further tags

Το λέμε όταν κάτι γίνεται βαρετό και μονότονο. Όταν δηλαδή αρχίζει και κουράζει, αλλά με αντικατάσταση των ζ με δ για να προκληθεί ο γέλωτας.

(...μετά από μια μακρά ανάλυση της αναγεννησιακής μουσικής)
- Και κάπου πάλι διάβασα πως το λαγούτο στην Αναγέννηση...
- Αρχίδει και κουράδει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιείται μια ενέργεια.

(στο τέλος ενός μαθήματος σκακιού)
- Στο τσακ μπαμ τις λύσαμε τις ασκήσεις, Johny...Topalov μας έγινες...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με έχουν γράψει όλοι, δεν μου δίνουν σημασία, ούτε καν ο Θεός!
Ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν τρως πόρτα.

- Δεν ήταν γραφτό μας να πάμε στο πάρτυ τελικά!
- Ναι ρε γαμώτο, μας έχει κλάσει κι ο Θεός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ψύχρα, απότομα, ωμά.

- Μαλάκα η τύπισσα τσατίστηκε τόσο με αυτό που της είπα που μου τό 'κλεισε στεγνά, στη μάπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική φράση που δηλώνει αμφισβήτηση ότι κάτι (που με αφορά) θα επιτευχθεί. Συνήθως, και πιο αόριστα, στον πρώτο πληθυντικό: σωθήκαμε.

  1. Και περιμένεις να σου δώσει λεφτά ο πατέρας σου για να πας στη συναυλία; Σώθηκες...

  2. Πιστεύει ακόμα ο μαλάκας ότι άμα βρεί γκόμενα όλα θα του παν μετά καλά. Σωθήκαμε.

Δες και μελλοντικός παρελθόντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.

Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.

  1. Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.

  2. Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.

  3. Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απουσιάζει ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η συνεκτικότητα. Για άτομα, δηλώνει και αναξιοπιστία. Χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σε καταστάσεις παρεΐστικης ευεξίας.

  1. — Σκέτο κωλοχανείο ήταν το γραφείο, ευτυχώς που την έκανα.
    — Τόσο χάλια;
    Ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Το αφεντικό αναλάμβανε ότι του καθόταν χωρίς να το σκεφτεί κάν, η γραμματέας καλή μόνο για πίπες, και έπρεπε εγώ να βγάζω το φίδι απ' την τρύπα συνέχεια.

  2. — Στον Φίφη το ανέθεσες;... Σωθήκαμε.
    — Γιατί ρε;
    — Ο τύπος είναι ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Άλλα του λες, άλλα καταλαβαίνει. Στον κόσμο του.

  3. Λέει άλλη μία γύρα;
    — Ρε μαλάκα, είμαστε ήδη λιάρδα να πούμε.
    — Έλα, μη μασάς, το πρότελευταίο...
    — Καλά ε, ό,τι νά 'ναι...

Δες ακόμη: λόγια της καραβάνας, οτινάνας, ράντομ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θεός του ύπνου στην ελληνική μυθολογία, χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ότι ο θεός αυτός κρατάει συντροφιά κατά τον ύπνο.

- Ρε Γιώργη που ήσουν εχθές πού 'χαμε πάει για ποτάκι;
- Τι ώρα πήγατε ρε μαλάκα;
- Ε θά 'ταν μία όταν φτάσαμε...
- Τι μία μου λες ρε, εγώ τότε ήμουν αγκαλιά με τον Μορφέα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έχω μειωμένη νοητική ή κοινωνική αντίληψη, είμαι βλάκας. Ακόμη: χάνω από κάπου. Συνώνυμα: δέν επικοινωνώ, δέν πάω καλά, είμαι στον κόσμο μου.

  2. Στη φράση τα χάνω: περιέρχομαι σε αμηχανία.

  1. Απο κάπου χάνει αυτή. Πενηνταδύο φορές της είπα πώς να πάει κι' ακόμα να το καταλάβει. Είπαμε, γκόμενες και προσανατολισμός δεν, αλλά του πούστη πια.

  2. Καλά ρε, χάνεις; Δεν είπαμε πέντε η ώρα θά 'σαι εδώ;

  3. Του φέραμε στριπτιζέζ στο πάρτι και με το που αρχίζει η τύπα να τα πετάει ένα ένα αυτός τά 'χασε. Ήτανε βλέπεις και η γκόμενά του εκεί.

Δες και χάνει το άτομο.

Σύγκρινε με χάνω τη μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μικρό κομμάτι σκατό που προκύπτει μετά από συνεχόμενες κλανιές και καταλήγει στο εσώρουχο, συνήθως χωρίς τη θέληση του κλάνοντος.

- Κλάσε κλάσε μαλάκα Παναγιώτη, θα βγει κάνα φασόλι και θα τρέχεις στην τουαλέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified