Further tags

Η αφύσικη υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω της ανάγκης για ούρηση...

- Ξύπνησα νωρίς γιατί είχα κάτι κατουρόκαυλες...

Αγουροξυπνημένος μου φαίνεσαι Μπρους... (από Galadriel, 16/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (= εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.

- Πωω, αυτές τις μέρες τις θέλω όλες... Κοντεύει να μου στρίψει σου λέω!! - Μπα, εγώ ειμαι ντεκαυλέ τώρα τελευταία...

βλ. και ξενερουά, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της υγράνσεως του γυναικείου κόλπου κατά την σεξουαλικήν διέγερσιν, υποδηλώνει μεταφορικώς και με τρόπον ενθουσιώδη κάτι που είναι πολύ καλό, τέλειο. Συνώνυμα: (μες την) καύλα, τζετ, τζιτζί.

(Γιάννης) - Έχω βάλει τις μπύρες στην κατάψυξη και είναι μπουμπουνιστές! (Βαγγέλης) - Μούσκεμα είσαι!

βλ. και στάζω, τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω κάτι και παθαίνω φρίκη, ενίοτε γίνομαι έξω φρενών, νευριάζω πολύ.

Είδα χτες την πρώην μου αγκαζέ με ένα χούφταλο στην ηλικία του μπαμπά της και βάλε, και φρίκαρα τελείως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.

Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.

Για συνώνυμα δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κρύο. Τόσο που ψοφάνε τα πάντα.

Βγήκα χτες και το μετάνιωσα. Ψόφος κακός σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντυπωσιακό ηχητικά ρήμα το οποίο περιγράφει καταστάσεις όπου δύο άτομα περιστασιακά και χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω σχέσεις πηδιούνται. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπονοεί συγκεκριμένον παρτενέρ με την έννοια του «πηδιέμαι από δω και από κει».

  1. -Και τι λέει τώρα ρε Κωστή, τα 'χουν αυτοί οι δύο;
    -Όχι ρε Γιώργο, πας καλά; Απλά τραβογαμιούνται...

  2. Τη βλέπεις αυτή εκεί που τα 'χει πετάξει όλα έξω; Δεν ξέρω αν σου προκαλώ έκπληξη αλλά προφανώς και τραβογαμιέται από τα 12...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κρύο, ψοφόκρυο.

Σήμερα έχει πουτσόκρυο και φυσάει. Δεν πάω πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν έκφραση για να δηλώσει ότι γίνεται χαμός, πανικός.

- Έγινε της καραπουτανάρας στο γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπαίνω στη θέση μου.
  2. Ξεθυμαίνω, ξεχαρμανιάζω, ηρεμώ, χαλαρώνω, έρχομαι στα ίσα μου.
  1. - Πολύ γκομενάρα το έπαιζε, της έριξε όμως ο Τάκης ένα φτύσιμο και ίσιωσε!

  2. - Αγάπη μου, έχω υπερένταση... Δεν μπορώ να κοιμηθώ...
    - Να σου ρίξω ένα γαμήσι να ισιώσεις; (Ο σύζυγος ήταν ο Γκουσγκούνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified