Further tags

Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).

Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;

Ωραίες κρέπες. (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.

  1. Μαλάκα καλά τη σακουλεύτηκα ότι θα μας την πέσουνε για ξύλο σήμερα, γιατί όλη η παρέα τους είχε φύγει από νωρίς από το μαγαζί...

  2. Καλά, δεν τη σακουλεύτηκες ότι μπορεί να γινότανε σκηνικό με τη γκόμενα και πήγες χωρίς φράγκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης αποτυχία, ο εξευτελισμός. Ενδεχομένως σχετίζεται με τη φράση τον ήπιαμε (τον καφέ ή τον καφεδάκο) ή τον ήπιαμε σκέτο, με υπονοούμενο σεξουαλικής επαφής ακούσιας.

- Πολύ δύσκολα τα θέματα στις εξετάσεις...
- Άστα, τρελό πιώμα! Δεν περνάμε με την καμία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε πολύ όρεξη και γενικά είμαστε πεσμένοι σωματικά ή ψυχολογικά.

Επίσης: Είμαι ντάουν.

  1. Νίκο φρόντισε μην έρθεις πάλι... νταουνιασμένος στο club. Να περάσουμε καλά αυτή τη φορά.

  2. Ήρθε η Μαρία χθες... δεν ξέρω ρε παιδί μου... πολύ νταουνιασμένη την είδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω, κάνω κατάσταση και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», με την πονηρή έννοια...

  1. - Ρε Κώστα με κοιτάει τόση ώρα... θα πάω να της μιλήσω! - Έτσι ο Μιχαλάκης... Άντε ρε... Παίξε και λίγο μπάλα!

  2. - Ρε συ πάμε να παίξουμε μπάλα με αυτά τα δύο μωράκια; - Πήγαινε να παίξεις εσύ την μπαλίτσα σου... Βαριέμαι εγώ...

  3. - Γιάννη τι έμαθα χθες; Μπαλίτσα με τη Νάνσυ εεε;; - Τι μπαλίτσα ρε... Έναν αναπτήρα ζήτησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γράφω κάποιον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δηλαδή:

  1. Στα παλιά μου τα παπούτσια
  2. Στα αρχίδια μου
  3. Στον πούτσο μου

Εγώ όταν μιλούσα... εσείς με γράφατε εκεί που δεν πιάνει μελάνι!

(από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν γίνεται τη στιγμή που πρέπει ή θα αργήσει πολύ για να γίνει ή και ακόμα μπορεί να μη γίνει ποτέ.

  1. - Ρε μάνα δε σου είπα να πλήνεις το jean μου;
    - Αύριο θα βάλω πλυντήριο ρε Γιώργο...
    - Ναι καλά... του Αγίου πούτσου ανήμερα!...

  2. - Τι γίνεται ρε συ με το αμάξι... ακόμα συνεργείο ε;...
    - Ναι ρε άσε... 4 μήνες έκλεισε το γαμημένο...
    - Καλά και πότε λες να το πάρεις;
    - Ξέρω γω με τους μαλάκες... του Αγίου Πούτσου ανήμερα!

(από Khan, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξέρουμε ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.

- Μαρία οι πελάτες ζήτησαν ένα κουταλάκι!
- Τώρα κύριε Κώστα μισό λεπτό!...
- Τώρα όμως!... Όχι του αγίου πούτσου ανήμερα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται όταν κάποιος πωρώνεται για κάποιον λόγο.

- Έπαιξες το καινούργιο PRO;
- Ναι ρε φίλε, έχουμε χύσει κυλοτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified