Further tags

Το λέμε σε όποιον έχει χάσει το μυαλό του, είτε λόγω αφηρημάδας, είτε λόγω ασχετοσύνης, είτε τέλος πάντων λόγω της μαλακίας που τον δέρνει.

- Τι μέρα είναι σήμερα;
- Καλά τα έχεις χαμένα; Κυριακή είναι κι έχεις κανονίσει να μαζευτούμε σπίτι σου για το ντέρμπι!

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που αναφέρεται όποτε μια κατάσταση πάει στραβά σε βαθμό γάμησέ τα. Κοινώς, την κάτσαμε, τη γαμήσαμε τη βάρκα, γαμήθηκε ο Δίας και όλα τα παράγωγα.

- Περιμένω να μου πεις τι έγινε με το νέτο χθες.
- Άσε, έγινε μαλακία. Με πήρε ο ύπνος και την έστησα στο ραντεβού. Τώρα ούτε που μου το σηκώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται σε δύο περιπτώσεις:
1. Σε κάθε περίσταση ακαταστασίας, βρωμιάς, μπίχλας και όλα τα συναφή. Συνήθως περιγράφει ένα αντικείμενο ή έναν χώρο, ο οποίος είναι τόσο μπουδέλο, ώστε αν μπούμε κι εμείς μέσα τότε θα φρακάρει το σύμπαν.

  1. Όταν μια φωτογραφία ή ένα βίντεο έχει τέτοια θεόμουνα που οποιοσδήποτε θα ήθελε να μπει μέσα.

  2. Σε σπανιότερες περιπτώσεις, όταν ένα site, ένα κατάστημα ή μια εταιρεία γενικότερα, είναι τόσο υπερπλήρης σε όσα προσφέρει, που μόνο εμείς απουσιάζουμε.

1α. - Καθάρισε επιτέλους το δωμάτιό σου ρε Νίκο. Μόνο εγώ λείπω από εδώ μέσα!

1β. - Πρέπει να πάρεις καινούργιο σκληρό δίσκο. 500GB είναι λίγα.
- Όχι ρε, εντάξει. Απλά έχω μέσα ένα σωρό τσόντες, κάτι ασυμπίεστα βίντεο που τράβηξα με το Fraps και κάτι ταινίες που κατέβασα και πρέπει να τα μεταφέρω σε DVD. Τον έχω κάνει μπάχαλο, άσε. Μόνο εγώ λείπω από 'κει μέσα.

  1. - Γράψε στην αναζήτηση του FB: Eleana Xamogelaki και πήγαινε στις Photos.
    - Έχει πολλές, καμιά 500άρα.
    - Πήγαινε στο Album Summer 2011 και δες....
    - Πωωωω, τι καύλες είναι αυτές ρε μαλάκα; Μόνο εγώ λείπω από 'κει μέσα!

  2. - Φίλε τι βάζεις μέσα στο σάντουιτς;
    - Τι βάζω; Τον πατέρα μου και τη μάνα μου βάζω. Λουκανικούπα, λάχανο, καρότο, μαρούλι, ντομάτα, κρεμμυδάκι βραστό ή ωμό. Σου βάζω και σως να γλιστράρει...μόνο εγώ λείπω από 'κει μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει το κύριο θέμα συζήτησης ή/και πετάει δικαιολογίες ώστε να μην απαντήσει μια ερώτηση.

Μου χόρεψε τα αγγούρια μέχρι να μου απαντήσει αυτό που την ρώτησα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δένω / είμαι δεμένος / δέσιμο.

Τσουτσουριάστε. Αργκό της μαγείας!!! Όλοι αυτοί οι τύποι του ρήματος δένω, αναφέρονται στο δέσιμο με μάγια. Λύνω δένω τα μάγια; Γκάγκα; Γκέγκε.

Εκεί εξαντλείται η επαγγελματική αργκό, δλδ στους επαγγελματίες της προκατάληψης. Χαρτομάντες, γριές που ξορκίζουν, αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης αστρολόγους, και και άλλους πολλούς εμπριμέ. Από τη στιγμή που τα ευκόλως ευνομούμενα παραλείπονται, το δέσιμο για τους μυημένους αναφέρεται στην επιτυχή εκτόξευση μαγικών εναντίον κάποιου.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει και στους κατ' εξοχήν προληπτικούς; Και ποιοι είναι αυτοί; Απαντάω εγώ γιατί αργείτε χαρακτηριστικά! Οι τζογαδόροι. Η έκφραση έχει πάρει τον δικό της δρόμο και ανάμεσα στους τζογαδόρους που ψάχνουν να βρουν γιατί χάνουν! Η απάντηση απλή. Χάνουν γιατί κάποιος τους έδεσε!!!

  1. Ρε πούστηδες. Με έχετε δέσει για τα καλά. Έχω να πάω ταμείο πάνω από ένα μήνα.

  2. - Και τι λέτε Κυρία μου. Οι δουλειές θα πάνε καλύτερα;
    - Πώς να πάνε; Αφού είστε δεμένος!!! Αν δεν κάνουμε τις απαραίτητες ενέργειες, θα καταστραφείτε.
    - Και ποιες είναι αυτές;
    - Στην διπλή πανσέληνο του χρόνου, θα πρέπει να ξεπουπουλιάσουμε μια κότα μισιριώτικη, κατά προτίμηση λεσβία, και να την κάνουμε με πιλάφι και σος μιλανέζ. Από αυτό το φαγητό πρέπει να φάει ο ανταγωνιστής σας, εσείς, και ο παπάς της Φανερωμένης, στο Χολαργό. Εάν γίνουν αυτά, θα λυθούν και τα μάγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτική έκφραση συνήθως προς τερματοφύλακα που, παρά τις προσπάθειές του, καταφέρνει να έχει πάντα το τέρμα του γεμάτο, ή και γενικά προς άτομο που δεν μπορεί να πιάσει κάτι εύκολο.

Η κουβέρτα, που ούτως ή άλλος έχει μεγάλη επιφάνεια, κατά το πέταγμά της έχει την τάση να απλώνει και, σε συνάρτηση με το βάρος της, επιβραδύνει αισθητά κάτι που καθιστά το πιάσιμό της σχεδόν το μοναδικό ενδεχόμενο.

Λέγεται όταν το προς πιάσιμο εύκολο αντικείμενο είναι κινούμενο και όχι σταθερό.

Συναντάται επίσης σαν υπερθετικός βαθμός το «δεν πιάνει ούτε βρεγμένη κουβέρτα», αλλά και το λιγότερο γνωστό «δεν πιάνει ούτε μπουφάν».

Συνώνυμα: μανταλάκιας.

  1. Ρε τήταν εκείνος ο Χαπιάς με την Τότεναμ ρε; δεν έπιανε ούτε κουβέρτα! Πάλι καλά που παίζαμε μπακότερμα με Κοντρέρας!

  2. - Και γιατί δεν μου έδινες το περιοδικό χέρι με χέρι;
    - Ένα μέτρο απόσταση είχαμε, που να ξέρω ότι δε μπορείς να πιάσεις ούτε κουβέρτα και θα σου έπεφτε;

Δεν πιάνει ούτε κουβέρτα. (από PUNKELISD, 24/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.

Ρε ντίρλα, πιες ένα κιλό, όχι τρία κιλά στην καθισιά σου, έλεος ...είπαμε να το πίνεις, όχι να σε πίνει.

drunk (από georgegreek, 28/12/11)Σε έφαγε το αρνί Μιχαλάκη μου... (από Galadriel, 29/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια κατάσταση είναι πίκρα, ή όταν η παρέα είναι για τα πανηγύρια.

Γενικά χρησιμοποιείται σαν έκφραση απαξίωσης για κάποιον η κάποια που πετάει μπαρούφες.

Από γνωστό παραδοσιακό τραγούδι για το Νταβέλη.

Δημοσιογράφος στη λαϊκή, ρωτάει ηλικιωμένη για τα μέτρα λιτότητας που επιβάλει η κυβέρνηση, εάν είναι ευχαριστημένη και αυτή απαντάει:
-Μια χαρά είναι, καλά περνάμε!!!
Πετάγεται δίπλα μια γυναίκα με αγανάκτηση και τη μουρντάρει:
-Άρε κατακαημένη Αράχωβα... θα πεις περνάς καλά... φτου στα μούτρα σου.

(από GATZMAN, 23/12/11)Δεν το άκουσα το λήμμα αλλά έχει πλάκα το βίδεο όμως. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερά βρωμερό / αηδιαστικό χέσιμο. Τόσο, που ο επόμενος δεν μπορεί να πλησιάσει το μπάνιο για αρκετή ώρα. Τις περισσότερες φορές, συμβαίνει λόγω κακής ποιότητας τροφής, δηλητηρίασης ή απλά πολύ πικάντικου/καυτερού φαγητού.

Ο όρος φυσικά προέρχεται από το κόμμα / παραμιλιταριστική /τ ρομοκρατική οργάνωση του Λιβάνου, λόγω της προφανής ηχητικής ομοιότητας της λέξης και ταυτόχρονα της τρομερής επικινδυνότητας των δύο εννοιών. Για το λόγο αυτό, αυτού του είδους το χέσιμο διατηρεί το θηλυκό γένος του όρου (βλ. παράδειγμα).

- Ωραία τα μεξικάνικα χτες, αλλά το πρωί αμόλησα μια χεζμπολάχ που γκρίνιαζε όλη η γειτονιά από τη βρώμα.

- Ρε μαλάκες, ποιος εξαπέλυσε τη χεζμπολάχ μέσα στο μπάνιο μου; Πώς θα κάνω μπάνιο τώρα;

(από Vrastaman, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φασαρία, το σκηνικό, το επεισόδιο. Χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε σε κάποια κατάσταση πανικού, αναστάτωσης κτλ.

- Έμαθες για το τζάρτζαλο που έγινε στην πλατεία;
- Ναι, κάτι πήρε το αυτί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified