Further tags

  1. Αναγκάζομαι να εμφανιστώ κάπου ή να κάνω κάτι εντελώς τελείως απροετοίμαστος, αιφνιδιασμένος, σε μη κόσμια κατάσταση...
    Σιχαμερή παραλλαγή της έκφρασης με την τσίμπλα στο μάτι. Όπως δηλαδή μας βρήκε κάποιος ή κάτι πριν καλά-καλά προλάβουμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας και να καλοξυπνήσουμε και να είμαστε εμφανίσιμοι, το ίδιο συνέβη όχι απλώς πριν καλά-καλά πλύνουμε τον κώλο μας, αλλά την ώρα που ακόμα δεν είχαμε καλοχέσει...

  2. Ίσα που προλαβαίνω, στο τσακ.

1α. Γάμησέ τα, με το σκατό στον κώλο πήγα στα εγκαίνια, αχτένιστη, άβαφη, με τα ρούχα του σπιτιού, δεν πρόλαβα ούτε λεφτά να πάρω μαζί μου...
1β. Ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, δεν βιαζόμαστε, άσε με να ετοιμαστώ, με το σκατό στον κώλο θα έρθω;
2. Ίσα που προλάβαμε το αεροπλάνο, με το σκατό στον κώλο φύγαμε για το αεροδρόμιο...

βλ. και μου έχει γίνει χοτ-ντογκ, χελωνάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια συμβουλή ή ένα tip που κάποιος μας το σφυρίζει την κατάλληλη στιγμή, ανοίγοντας μας τα μάτια ή βγάζοντας από μια δύσκολη θέση.

Συνήθως η φιδιά είναι κάτι που γνωρίζουν λίγοι και μεταφέρεται εμπιστευτικά.

  1. Καλά που μου σφύριξε η γραμματέας τη φιδιά ότι δικαιούμαι αναδρομικά, αλλιώς δεν θα είχα πάρει χαμπάρι.

  2. Κάθισα σαν τoν μαλάκα της παρέας και ξανάδωσα Βιοχημεία, γιατί κανείς δεν μου είπε τη φιδιά ότι μπορούσα να την κατοχυρώσω από το ΤΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «τον πούλο», δηλαδή κάν 'τηνα, φύγε, κοπάνα την. Συναφές με το «παίρνω τον πούλο», αλλά πιο βολικό και πιο σύντομο.

Γραμμένο με κεφαλαίο, καθώς συνήθως στέκεται μόνο του.

  1. - Να ψάξουμε μήπως βρούμε τίποτα φτηνότερο;
    - Λε πουλ. Πάμε, ρε μαλάκα, εδώ κόβουν κώλους!

  2. - Να περιμένω να τελειώσεις, ή να φύγω;
    - Λε πουλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέρετε από τα συμπαθή χταπόδια. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τί θα κάνουμε σε κάποιον που μας έχει πειράξει για κάποιον λόγο.

Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε σγουρίσω!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν σημαίνει καμακώνω.

Είναι το στρίμωγμα, πιάσιμο.

- Μην μου λες εμένα τέτοια, γιατί άμα σε ζαμακώσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ψιλό αλεύρι. Υποδηλώνει τον διαλυμένο, τον πολύ κουρασμένο, αυτόν που είναι χώμα.

  1. Δεν θα 'ρθω απόψε. Φαρίνα είμαι...

  2. - Θα παίξουμε άλλο;
    - Ένα στα τρία μόνο, μαλάκα, φαρίνα είμαι.

  3. Είδα τον Αντώνη προχθές. Μάζευε μια βδομάδα τα βαμβάκια. Φαρίνα έγινε...

Ο Αντώνης (από panos1962, 05/11/09)Φαρίνα Γιώτης (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερπλήρης.

  1. Πω, πω, μαλάκα, πίτα είναι το λεωφορείο! Θα πάρουμε το επόμενο.

  2. Πήγαμε Σαββατοκύριακο Καλαμίτσι και δεν βρίσκαμε μέρος να βάλουμε τη σκηνή. Πίτα ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το κακό παίξιμο με το οποίο δίνουμε στον αγοραστή (τζογαδόρο) μπάζα που δεν την είχε σίγουρη, π.χ. στην πρέφα, αν παίξουμε με τον τζογαδόρο στην άκρη ένα λιμό και αυτός κρατάει Άσσο και ντάμα, «βάζουμε στη μέση» τον συμπαίκτη μας που πιθανόν κρατάει δίφυλλο ή τρίφυλλο ρήγα -και δίνουμε μπάζα στον αγοραστή.

Στο ξερό σου παίζεις, ρε συ; Τού' βγαλες το μάτι!

Να 'σαι καλά ρε άσχετε, μού' βγαλες μάτι.

Καλά ρε μαλάκα, γιατί δεν πιάνεις με τον ρήγα; Αναγκάζομαι να πιάσω τώρα με τον άσσο και αποκλείομαι στα σπαθιά, οπότε του βγάζω μάτι. Τι να σου πω...

Αν παίξω τον άσσο τού βγάζω μάτι, αν παίξω το σπαθί σε βάζω στη μέση, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...

Βγήκε Μάτι (από panos1962, 28/10/09)Moshe Dayan (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».

  1. Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.

  2. Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!

  3. Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.

Ferrari Enzo (από panos1962, 28/10/09)Ferrari Enzo ΠΕ (από panos1962, 28/10/09)

Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified