Further tags

Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μηχανικής μεθόδου επαυνάνισις της πούτσης ή του μουνέττου, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος πλημμυρίς ερωτικού γλεύκους (βλ. ψωλόχυμα, μουνόχυμα).

Χαρακτηριστικό φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που εξακολουθεί να πάλλεται, να σφύζει και να δονείται.

1.
Ομιλούμε κύριοι η Ματμαζελίτσα είναι δια μέγιστη ΣΠΕΡΜΑΝΤΛΗΣΗ! @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo

2.
Σάλιο για γκόμενα δεν υπάρχει... μόνο η χήρα με τα πέντε ορφανά για τη σπερμάντληση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι, τελειώνω, αγαπητοί μου φίλοι και φίλες, χύνω!

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Άααα!... Άααα!... Κύριε φύλακα!... Το νου σας!... Προσέξτε!.... Θα κάνω! Τώρα.... τώρα αμέσως... ΑΑΑΑΑ!... ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!... ΚΑΝΩ! ΧΥΝΩ!... ΧΥΝΩ!... ΧΥΥΥΥΥΝΩ!... (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σφόδρα καυλοπυρέσσων, ο σπαρασσόμενος από την την κραταιάν του στύσιν.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Τέλος, ενώ της έγλειφε πάντοτε εν τη πραματικότητι ο φύλαξ, η Φλώσσυ εφαντάσθη ότι ο πεόμορφος κρουνός μετετοπίσθη και ότι, έχων γεμίσει τον λουτήρα έως τον λαιμόν της, εστάθη παλλόμενος προ του ανοικτού της στόματος, και ότι έχυνε εντός αυτού αύθονον παχύ σπέρμα ως αληθινή ψωλή, ψωλή μεγάλη ως πέος ίππου ή όνου, ενώ εκείνη, καυλοσφαδάζουσα και ηδονιζομένη σφόδρα εις την φαντασίωσίν της, όπως και εις την πραγματικότητα, εδέχετο το ψωλόχυμα εν τη φαντασιώσει της, όπως μια διψαλέα γη δέχεται εν καιρώ θέρους και κατά την διάρκειαν φοβερού καύσωνος, μίαν καταρρακτώδη βροχήν, πίνουσα και καταπίνουσα το ανεξάντλητον σπέρμα, όπως η πυρωμένη γη τον χειμαρρώδη όμβρον.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δεύτερος γύρος ερωτικής συνευρέσεως, «take two» που λένε και στο ψώλλυγουντ.

Εκ του Γαλατικού double, διπλό. Aπώτερο αντιδάνειο του δύο διά του λατινικού duplus).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
Ούτω µόλις απέσπασε ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας τά χείλη του από τό στόµα τής Φλώσσυ, χωρίς να αφήση τήν παίδα να συνέλθη πλήρως από τόν γλυκύτατον « ντουµπλέν », έχων µεθύσει από τό νεανικόν µουνόχυµα που εγεύθη, χωρίς να είπη λέξιν, παρ' όλον ότι η κόρη είχε χύσει δύο φοράς, έτσι γονατιστός όπως ήτο προ τών ανοικτών σκελών της, έκυψε και εκόλλησε τό στόµα του εις τό αιδοίον της.

2.
Θα κάνω σε λίγο ένα ντουμπλέν με κάτι Πολωνές. Μπορεί να ποστάρω φωτό.Σε κανα-δυο βδομάδες σκέφτομαι να αρδεύσω ξανά τα εύφορα εδάφη της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας θα μείνω Τσεχία σε 4 γκόμενες(στα σπίτια τους διαδοχικά) και μετά θα πάω Πολωνία να μείνω σε 1 γκόμενα και να συναντήσω μερικές ακόμα.Πιστεύω οτι μια βδομάδα είναι αρκετή για το άνω πλάνο όπου 7-8 γκόμενες θα βρουν την ευτυχία τους. Είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι Βαλκάνιος.

2.
Εάν ήμουν (πολύ) νεότερος ίσως να της πρότεινα έναν δεύτερο γύρο για το «ντουμπλέν», που έλεγε κι ο Εμπειρίκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ σφοδρές γαμιές με έγκαυλη ζέση.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειράντλησις: η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος πούτσης, ίνα εκτοξευθεί το λιπαρόν σπερµατικόν πίαρ. Κοινώς, η μαλακία.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
Άλλος (είναι ένας άνδρας στιβαρός) εις ήσυχον σημείον ενός πάρκου, υπό το φως ενός φανού κινών με σθένος την δεξιάν του, τρίβει το γυμνωμένον πέος του και μία διερχομένην νεάνιδα (που ερυθριά πολύ, μα στέκει και τον κοιτά) καλεί, με «Άαααχ!» και «Ωωωχ!» λαγνοβαρή, με επιμόνους φλογερούς εις την γαλήνην της νυκτός ψιθύρους, ικετεύων αυτήν να πλησιάση, και από κοντά να ιδή το εξογκωμένον πέος του, και, ωσαύτως, μέχρι τέλους, την τελουμένην επ’ αυτού χειράντλησιν του σπέρματός του

2.
Και όμως, εύκολα θα μπορούσαμε να κάνουμε λίγη αυτοκριτική, να πούμε «φτάνει, πια, η παροξυσμική, παρακρουστική, εθνική χειράντλησις σπέρματος».

3.
Ναὶ μέν, ὁ ὑπερφαὴς κῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν μεγάλων Μετεώρων, Προηγούμενος Ἀθανάσιος, κατερείπωσε τὸ σκέλεθρο τῶν ἀρβυλοπατημένων τοῦ δικομματισμοῦ... Καὶ ναὶ μὲν κι ἐμεῖς, οἱ ἐκεῖ πανεπιστημιακοί, δείξαμε τὴν ἐλεφαντίασιν τοῦ κεχηνότος μὴ ὑπουργείου τους, ἀλλὰ ξανά: γιατί τόση καὶ τέτοια ἡ μεμαλθακισμένη χειράντλησις, ἡ ἐκπορευομένη ἐκ τοῦ σεβαστοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μεθόδου επαυνάνισις της εν λαγνική εξάρσει παλλομένης πούτσης, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος σπερματική βροχή.

Φραπέλημμα του του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε η σιωπή τού κατάπληκτου ανδρός, και ο Μπερτιέ επρόκειτο να οµιλήση και µάλιστα ενθουσιωδώς όταν η γλυκεία παιδίσκη, νοµίζουσα ότι ο ζωγράφος δεν τήν εφαντάζετο αρκετά πεπειραµένην εις τήν τέχνην τής ψωλαντλήσεως, υπεγράµµισε διά µιας σαφούς διαβεβαιώσεως και µε τήν ιδίαν πάντοτε αµεσότητα και ελευθερίαν, τήν ικανότητά της εις τήν αυνάνισιν τών ανδρών. « Μαλακίζω καλά... Θα δήτε, θα ευχαριστηθήτε... Αφήστε µε να σας τήν τρίψω... Ή µήπως έκανα λάθος και δεν θέλετε; » (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζει ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος τους αναγνώστες εγχειριδίων, καθώς του Μπέκκερς και του Τισσώ, που θεωρούσαν τον αυνανισμό ως αιτία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, τύφλωση, κύρτωση κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο ποιητής προσπαθεί εναντίον τους να αποκαταστήσει τον αυνανισμό ως μια φυσική διαδικασία, είτε γίνεται κατά μόνας, είτε στο πλαίσιο προκαταρκτικών θωπειών, είτε, κατά μία ψαγμένη ψυχολογική άποψη, κι όταν ο εραστής χρησιμοποιεί ολόκληρο τον ερώμενο και το σώμα του ως αυνανιστικό βοήθημα προκειμένου το ίδιο το σεχ να γίνει εντέλει αφορμή για να παραδοθεί στις αυνανιστικές του φαντασιώσεις και ονειρώξεις.

«Καὶ ἀκόμη κάτι. Ἐσύ, ἔστω καὶ σήμερα, ὅταν χαϊδεύηις μιὰ γυναίκα, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εἰσδύσηις μέσα της, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀρχίσηις νὰ τὴν γαμᾶις, κάνοντας τὶς γαμικὲς κινήσεις σου μέσα στὸν κόλπον της, μήπως καὶ σὺ ὁ αὐνανισμοφόβος, δὲν κάνεις κατὰ ἕναν τρόπον, χρῆσιν αὐνανιστικὴν τοῦ ἔρωτος, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὴν φάσι τῶν θωπειῶν; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Μάθε ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι τόσο ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμη εἰσδύουν ὀρθοδόξως στὸ αἰδοῖον τῆς γυναίκας, ἢ, μᾶλλον, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλλίτερα καὶ πιὸ ἐκφραστικά, ὅταν εἰσδύουν στὸ μουνί της, (πρέπει να μάθεις Σέργιε νὰ λὲς τὴν ὡραία λέξι ΜΟΥΝΙ καὶ τὸ χαρίεν ὑποκοριστικὸ ΜΟΥΝΑΚΙ), ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ καὶ τότε ἀκόμη, δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ γαμοῦν (ἀγαπητέ μου, πρέπει νὰ μάθηις νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ τὸ ΓΑΜΩ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ ρῆμα), ὑπάρχουν λέγω ἄνθρωποι ποὺ καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκόμη, οὐσιαστικῶς δὲν γαμοῦν μὰ αὐνανίζονται - δηλαδὴ ψυχολογικῶς δὲν κάνουν τὸν ἔρωτα μὲ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 18-19)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες μπάφλας που αλληλοδιαπλέκονται λολαδερώς.

α) Μια άλλη ονομασία για την μπούφλα ή μπουφλίδι, δηλαδή για τη σφαλιάρα, χαστούκι, μπάφλα τέλος πάντων.

β) Μια λολαδερή ονομασία δίκην γκρηκλισμού για τη βάφλα, το waffle, που λένε και στο χωριό μου. Το (οΘντκ) λολ της υπόθεσης προκύπτει από την αμφισημία του τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος τρώει μπάφλα/ μπάφλες και συναφώς από την εικόνα ότι κάποιος τρώει σφαλιάρες σαν να τρώει εύγευστα wuffles.

1. Οοοο τρώω μπάφλες και παίζω προ.

2. Τρώει τις μπάφλες του ο νεοναζί..

(από Khan, 17/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Στον κόσμο τση μικρομπλογοτεχνίας, ένα τσίου λέγεται ότι τρεντάρει όταν κάνει το γύρο του διαδικτύου. Οι τάσεις αυτές καταγράφονται από το ίδιο το τοιουίτερ κι άλλα σάη που προσμετρούν, κατατάσσουν και παραθέτουν τιττυβίζματα με κοινή χασταγκαρισμένjη αναφορά («μένσιο»).

Απόδοση του αγγλικανικού trending. Βλ. επίσης: αμένσιοτο, γίνεται βάιραλ.

1.
Βρείτε μου άλλη χώρα της ΕΕ να έχει χάσταγκ #βουλή να τρεντάρει

2.
Ο #mixelogiannakis γιατί δεν τρεντάρει ακόμα; ΠΟΣΟ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΕΙΣΤΕ ΠΙΑ;

3.
Ελάτε βάλτε ένα χεράκι να τρεντάρουμε το #Boston_Syriza στο Τουίτα γιατί τα φασιστολελέ δεν μπορούν να τρεντάρουν ούτε στο Σουπερπαραντάις

4.
feel better Justin τρενταρουν τα καθυστερια.Στις Φιλιπινες πεθαναν 10000 ατομα και μεις ασχολουμαστε με το αν ξερασε ο bieber... #nocomments

Τι τρεντάρει τις τευταίες μέρες (από σφυρίζων, 16/12/14)(από σφυρίζων, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified