Further tags

«Και τρέχα γύρευε», ή «και άσ' τα αξεκαθάριστα».
Σε κάποιες περιπτώσεις το λέμε όταν κάτι δεν είναι αυτό που φαίνεται.

- Γιώργο, πολύ ψωλόκρυο ρε... Δεν μου τρίβεις λίγο την πλάτη να ζεσταθούμε;
- Kαλά ρε Αντώνη, πόσα κιλά μαλάκας είσαι ρε; Θα μας πάρει κάνα μάτι με το χέρι μου στον κώλο σου και άντε μετά να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες!
- Ε είπα να με τρίψεις, όχι να με γαμήσεις!
- Ρε σερτς γιορ τζομπ καλύτεραααα!!

Δύσκολο, πράγματι... (από Khan, 24/04/14)(από Khan, 08/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και εννοούμε «είναι τόσο προφανές, δεν το βλέπεις;»

- Ρε Σταύρακα, γιατί πας με τις μπάντες και σαν συγκαμμένος ρε; Μήπως σε γαμήσανε στη στενή που ήσουνα;
- Ε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια ρε Μήτσακα ναούμ;
- Έτσ' ε... άντε και εις ανώτερα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που νομίζουν ότι οι λέξεις βρυσιά και βρισιά είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά που αλλάζει και την έννοια των δύο λέξεων είναι τα γράμματα ι και υ.

βρισιές = ύβρεις
βρυσιές = χτυπήματα με βρύση.

(Ο Σάκης ο υδραυλικός,γύρισε σπίτι λίγο νωρίτερα και συνέλαβε τη σύζυγο του επ'αυτοφώρο,πάνω στον πούτσο του εραστή της.)

- Τώρα μωρή τι θες να σου κάνω... Να σε πλακώσω στις μπουνιές, στις κλωτσιές ή στις βρυσιές;
- Στις βρισιές φυσικά Σάκη μου... (δεν κατάλαβε)

Και Σάκης βγάζει μια βρύση από την εργαλειοθήκη του και... γκάπα γκούπα την αρχίζει στις γρήγορες.

Βρυς-οφ (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι.
Αφέντες και δούλοι, το ίδιο γίναμ' ούλοι.

- Είδες ενα σένιο γκομενάκι που τραβάει ο Ντιντής; Ίδια η Τζούλια Αλεξανδράτου είναι.
- Τι να πεις, μέχρι χτες ήταν μαμόθρεφτο και κρεμόταν απο τα φουστάνια της μάνας του και τώρα το παίζει Αντώνιο Μπαντέρας. Καλά, πού πάμε ρε;
- Μικροί μεγάλοι στα καφενεία..

(από prasas, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του Στάθη Ψάλτη σε ξυσαρχίδα δημόσιο υπάλληλο, από τη θρυλική 80s ταινία «Καμικάζι αγάπη μου» (αυτή που έχει μέσα και το θεϊκό τραγουδάκι «Άντε σπάσε ρε μαλάκα»).

Τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος τα ξύνει, δηλαδή αντί να δουλεύει κάθεται όλη την ώρα, τόσο πολύ που ο κώλος του πια κουράζεται και βγάζει ρόζους!

- Πω ρε φίλε, πολλή κούραση στη δουλειά, δεν την παλεύω...
- Ναι, αφού από την πολλή δουλειά, ο κώλος σου έχει βγάλει ρόζους! Με δουλεύεις ρε μαλάκα;

(από Cunning Linguist, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλόγως της περιπτώσεως:
1. Ο τύπος ο οποίος ζει και αναπνέει για να φτιάξει το «τέλειο κορμί». Όπου τέλειο κορμί εννοεί το τίγκα στο μούσκουλο (συνήθως με τη συνδρομή «βοηθημάτων» από τη Σου-Λι), ποσοστά λίπους στα χαμηλά μονοψήφια και μια φανατική ενασχόληση με μεθόδους αποτρίχωσης, solarium, λάδια και τάνγκα σε φωσφορίζοντα χρώματα. Απαντάται και σε θηλυκές (ο Θεός να τις κάνει), εκδόσεις. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, θα τον βρείτε κυρίως σε «ενημερωμένα» γυμναστήρια που προσφέρουν όλα τα προαναφερθέντα (υπόγειο «φαρμακείο», επιθυμητό αλλά όχι υποχρεωτικό!)

  1. Ο έχων καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ (βλ. επίσης γίνομαι κροκόδειλος) ή ουσιών (βλ. επίσης κόκκαλο) με συνέπεια να διπλώνει στα δύο (κόβεται) προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία του.
  1. Στο γυμναστήριο: Ρε συ καινούργιος είναι ο κομμένος που σηκώνει 200 κιλά στον πάγκο;

  2. Πήγαμε με τον Γιώργο προχτές σ' αυτό το καινούργιο μπαρ και μετά από τρία μπουκάλια ήτανε κομμένος. Πάλι καλά που δεν είχε σκαλιά στην έξοδο.

thodorabo, trob master (από jesus, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε διάλεκτο της περιοχής Παρνασσού, το έντονα ομιχλώδες και με υψηλό ποσοστό υγρασίας μετεωρολογικό φαινόμενο. Εντονότερο σε μεγάλα υψόμετρα και συχνά συνοδευόμενο από χιονόπτωση ή βροχή.

Το παράδειγμα είναι πραγματικό, εξ' ου και η καταγραφή της λέξης.

Κώστας (χιονοδρόμος) τηλεφωνεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού: - Τι καιρό κάνει πάνω παιδιά;
Υπάλληλος ΧΚΠ: - Άσ' τα φίλε, μουχλαντάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αίσθηση πραγματοποίησης καταναγκαστικών έργων, με τη μορφή ερωτικής επαφής με γυναίκα η οποία δεν αντιδρά.

- Είναι καλή στο κρεβάτι η Σοφία;

- Ναι, αμέ! Σαν να σπρώχνω το κάρο στην ανηφόρα ένιωθα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.

- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!

(από allivegp, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κατά την αποφώνηση εξαιρετικά απίθανης και άχρηστης πληροφορίας, την οποία το μυαλό των ακροατών είναι καταδικασμένο να συγκρατήσει μέχρι τέλους. Συνδέεται άμεσα με την κοινωνία του υπερπληθωρισμού της πληροφορίας και το γεγονός ότι ο εγκέφαλος του νεοέλληνα είναι εξαιρετικά πρόθυμος να αρχειοθετήσει άχρηστες πληροφορίες, τις οποίες και ανασύρει σε ανύποπτο χρόνο, και για ποικίλες χρήσεις (αστειατορισμός, εξυπνακισμός, τριχοφυΐα).
Η άχρηστη πληροφορία που παρατίθεται στο παράδειγμα με στοιχειώνει από την κηδεία της λέιντυ ντι.

(προηγείται νορμάλ συζήτηση, όταν κάποιος διακόπτει για να πει:)
- Το βρετανικό πρωτόκολλο απαιτεί όταν κηδεύονται γαλαζοαίματοι η πομπή να προχωράει με ρυθμό 50 βημάτων το λεπτό.
- Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.

Άχρηστες πληροφορίες επί κυβέρνησης Σύριζα. (από Khan, 03/02/15)40 Τρόποι Να Δέσεις Την Πασμίνα Ή Το Μαντήλι Σου (από soulto, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified