Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.
- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...
Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.
- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...
Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):
(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...
(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).
- Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
- Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
- Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...
- Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!
Δες και -ιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην ουσία πρόκειται για το περίφημο ελληνικό πρωινό (greek breakfast). Ιδανικό για το στομάχι και για το στομαχάκι, καθότι είναι τόσο λιτό ώστε όλη μέρα τα υγρά κυκλοφορούν θορυβωδώς στο στομάχι και καταλήγει κανείς να τρώει τον αγλέουρα κατά τις 11 το βράδυ πια, λόγω μεγάλης πείνας. Δυστυχώς δεν έχει ακόμα περάσει στους καταλόγους room service των ξενοδοχείων, όπου εξακολουθούν ακόμα να σερβίρονται μόνο τα continental και english breakfasts, άντε και κανα δανέζικο pastry, δεν ξέρω γιατί.
Έκφραση την οποία πρέπει να καταθέσουμε εδώ, πού αλλού, καθότι πρέπει να μείνει στην ιστορία, δεν υπάρχει θέμα. Παρόλο που έχει ευρεία εφαρμογή, προέρχεται από αυστηρά συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο. Ήταν η συνηθισμένη κουβέντα ενός κλητήρα που, όποτε ερχόταν στη δουλειά ενός φίλου για να φέρει την χαρτούρα που έπρεπε, καθόταν στο γραφείο του φίλου αυτού, παράγγελνε έναν καφέ, και μόλις ο καφές ερχόταν έλεγε:
- Μμμμ, ωραία. Λοιπόν. Καφεδάκι. Τσιγαράκι. Τουαλέτα, και φύγαμε.
Η έκφραση είναι ιδίας λογικής με εκείνη την παλιά (από μια διαφήμιση άζαξ για τα τζάμια ή κάτι τέτοιο) που έλεγε: "Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε". Βέβαια η τελευταία αυτή έκφραση έβριθε σεξουαλικών υπονοουμένων, άλλο θέμα αυτό. Το καφεδάκι κλπ είναι μια απλή, απροκάλυπτη, μεστή περιγραφικότητας έκφραση, που χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό ο οποίος, αν δεν τα κάνει όλ' αυτά μαζί, δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η μέρα του πράγματι ξεκίνησε.
- Σίμο...
- Έλα μου.
- Τα τελείωσα όλα. Τί άλλο έχουμε ακόμα;
- Καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα -και φύγαμε.
- Λοιπόν, έχω ετοιμάσει τις βαλίτσες, τα πάντα, έξω έχω αφήσει μόνο ό,τι είναι να φορέσουμε στο ταξίδι, και τέλος. Με το που θα ξυπνήσουμε, καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα και φύγαμε!
- Μωρό μου, είσαι τέλεια!
Got a better definition? Add it!
Μένω άναυδος / άφωνος / ενεός.
Κι εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά γυρνάει και μου λέει ότι έχει φάει κόλλημα μαζί μου και μένω καρότο.
Βλ. και παθαίνω πλάκα, μένω κάγκελο / καγκελώνω, μένω κούκλα, μένω μαλάκας, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Το τρίτο το μακρύτερο το παίρνουμε όταν, βασικά, δεν παίρνουμε τίποτα και μένουμε στον άσσο. Ή, στην καλύτερη περίπτωση. παίρνουμε κάτι πολύ λιγότερο απ'αυτό που ελπίζαμε.
Αν το τρίτο το μακρύτερο είναι το καβλί, τότε το πρώτο είναι, ασφαλώς, το αρχίδι # 1 και το δεύτερο το αρχίδι # 2. Δεν διευκρινίζεται αν η έκφραση εξακολουθεί να ισχύει αν κάποιος είναι μονάρχης ή αν, σπανιότερα, έχει τρεις αρχιδοπούλες.
Το τρίτο το μακρύτερο πάντοτε το παίρνουμε. Π.χ. δεν το τρώμε, δεν το τσιμπάμε κ.ο.κ. Επίσης, δεν το δίνουμε.
Συγγενείς έννοιες είναι: πήραμε έναν πούτσο, πήραμε τ' αρχίδια μας, πήραμε τα τρία μας, γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα κλπ.
- Δε μας χέζεις ρε και συ κι ο Τζίγγερ ... όχι πρωτάθλημα θα πάρουμε ... όχι κύπελλο θα πάρουμε ... όχι νταμπλ θα πάρουμε ... τελικά, το τρίτο το μακρύτερο πήραμε πάλι κι ο γαύρος ακόμα γελάει ...
- Ρε συ, το είδες το λόττο; Τεσσάρι, νομίζω, πιάσαμε ... πήραμε τίποτα; - Πήραμε, πώς δεν πήραμε ... το τρίτο το μακρύτερο πήραμε ... έντεκα ευρώ ... δεν ξαναπαίζω ρε μαζί σου ... γκαντέμαρχε ...
Got a better definition? Add it!
Published
γ' εν. γαμπρίζω, ζευγαρώνω
Η γάτα μας αυτό τον καιρό γαμπρίζει. Δεν μαζεύεται σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Αόριστος του ζουφιάζω. Κουρνιάζω.
Η γάτα ζούφιασε στη φωλιά της. Κοιμάται εδώ και ώρα.
Got a better definition? Add it!
Πέθανε.
Πήγα να δω τί έκανε ο παππούς και τί να δω, ντακόρδιασε. Τον κηδέψαμε προχθές.
Got a better definition? Add it!
Σουτάρω τη γκόμενα που μ' έπρηξε τ' αρχίδια!!!
Χωρίς πολλά πολλά, με συνοπτικές διαδικασίες, αφού έχει εξαντληθεί η υπομονή μου και περιμένω τόοοοσο καιρό, ήρθε επιτέλους η ευκαιρία!...
Η έκφραση ολόκληρη είναι... «δίνω τα βάγια και σημαιούλα στο πέτο!».
Προέρχεται απο την Κυριακή των Βαΐων, όπου ο παπάς μάς δίνει τα βάγια, ενώ στο προαύλιο οι κυρίες της Φιλοπτώχου μάς καρφιτσώνουν σημαιούλα στο πέτο (παλιά, τώρα βγαίνουν αυτοκόλλητες).
Παίρνεις λοιπόν κάθε των Βαΐων ικανή ποσότητα φυλλαρακίων (τα βάγια) και έχεις και πορεύεσαι για όλο το χρόνο!.....
Προσοχή!
Είναι η τελευταία κίνηση! Έχουν προηγηθεί συγνώμες, μεταμέλειες, δεν θα το ξανακάνω και τέτοια.....
Έχεις χαρακτηριστεί ήδη μεγάλος λαλάκης, αν δεχτείς πίσω γκόμενα που έχει πάρει βάγια!
Για σημαιούλα, μη σκοτώνεσαι να βρείις, δεν χρειάζεται... απλώς το κάνει πιο επίσημο. Τώρα μεταξύ μας, ούτε βάγια χρειάζονται...
Με δυο τρία «γαλλικά» γίνεται η δουλειά σου όταν έρθει εκείνη η ώρα!.....
-Το τράβηξε πολύ η Μαρίνα αδερφέ... όχι το καφενείο, όχι η παρέα, όχι το γήπεδο, μια το ένα, μια το άλλο... μ' έφερε στό αμήν!... Τι κατάλαβε; πήρε τα βάγια και ησύχασε!...
Got a better definition? Add it!
Βαρυστομαχιάζω απο το πολύ ποτό ή φαΐ, μπουχτίζω. Συνώνυμα: πρήζομαι, σκάω.
Στον σωματικό έλεγχο γέροι, γονείς με παιδιά, γυναίκες, όλους τους ανάγκαζαν να δώσουν τα μπουκάλια λες και ήταν εκρηκτικά. [...] Για να μην είμαστε άδικοι τους έδιναν την επιλογή να το πιουν. Ένας που το έκανε την έβγαλε στην τουαλέτα [...]. Νταλάκιασε ο άνθρωπος τόσο νερό μαζεμένο. (από το διαδίκτυο)
Αχ τη δροσιά του να 'χεις. [...] Νταλάκιασα με τα ποπ κορν. (από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!