Further tags

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω.

  1. - Τι γίνεται με τον πιανίστα, αρχίσατε τις πρόβες;
    - Αγγούρια... Αν και τα είχαμε συμφωνήσει πριν έναν μήνα, τώρα που τον παίρνω τηλέφωνο να κανονίσουμε μου κάνει νερά...

  2. (από το διαδίκτυο) Πληγωμένο κυκλάμινο από Αθήνα.
    Δημήτρη τον τελευταίο καιρό το αγόρι μου έχει αρχίσει να κάνει νερά, μου επαναλαμβάνει συνεχώς ότι δεν τον πειράζει αν πάω με άλλον άντρα αρκεί να το ξέρει.

βλ. και μουαρέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω οργασμό.

Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.

  1. Ο θετικός: "Ναι ... Ναι ... Ναι ..."
  2. Ο αρνητικός: "Όχι ... όχι ... όχι ..."
  3. Ο αντιφατικός: "Ναι ... Ναι ... Όχι ... Όχι ... Ναι ... Όχι ... Ναι ..."
  4. Ο ερωτηματικός: "Τί σου κάνω, μάνα μου; Τί σου κάνω; Τί σου κάνω;"
  5. Ο χριστιανικός: "Παναγιά μου! Παναγιά μου! Παναγιά μου!"
  6. Ο οθωμανικός: "Αμάν ... Αμάν ... Αμάν ..."
  7. Ο ανεξίθρησκος: "Αμάν Παναγιά μ' ... Αμάν Παναγιά μ' ... Αμαν Παναγιά μ' ..."
  8. Ο τουριστικός: "Oh my God! Oh my God! Oh my God!"
  9. Ο χρόνου προσδιοριστικός: "Τώρα ... τώρα ... τώρα ..."
  10. Ο τόπου προσδιοριστικός: "Εκεί ... Εκεί ... Εκεί ..."
  11. Ο τρόπου προσδιοριστικός: "Έτσι ... έτσι ... έτσι ..."
  12. Το Ολυμπιακό ιδεώδες: "Πιο βαθιά ... πιο δυνατά ... πιο γρήγορα ..."
  13. Ο βωβός: " ... "
  14. Ο βουκολικός: "Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'!"
  15. Ο οργασμός της αγελάδας: "Μμμμ ... Μμμμ ... Μμμμ ..."
  16. Ο απαιτητικός: "Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο!"
  17. Ο διεισδυτικός: "Πιο μέσα! Πιο μέσα! Πιο μέσα!"
  18. Ο κοπτοραπτικός: "Σκίσε με! Σκίσε με! Σκίσε με!"
  19. Ο οδυνηρός: "Ωχ! Ωχ! Ωχ!"
  20. Ο ιαματικός: "Πάρτα μωρή άρρωστη"
  21. Ο περιγραφικός: "Χύνω! Χύνω! Χύνω!"
  22. Ο διακριτικός: "Τελείωσες, μωρό μου;"
  23. Ο απολογητικός: "Γκννν ... ωχ ... σόρυ, σόρυ ρε γαμώτο"
  24. Ο δολοφονικός: "Έτσι και τελειώσεις μέσα, σε σκότωσα"

Βλέπε άνωθι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω κατεβάσει ρολά και είμαι έτοιμος για ύπνο. Συνήθως το άτομο που έχει λήξει δεν έχει επαφή με το περιβάλλον και δεν μπορεί να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του. Χρησιμοποιείται κυρίως στον παρακείμενο.

Μπάμπης: - Ρε, κοίτα αυτό το γκομενάκι!!! Τρελά μπαλκόνια η τύπισσα!!!
Μήτσος: - Μμμ.. Τι έγινε;... Τι είπες ρε;..
Νίκος: - Άσ' τον βρε βλάκα ήσυχο, δεν βλέπεις ότι έχει λήξει;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της εμπλοκής. Όταν κάτι δεν λειτουργεί.

- Γιατί δεν δουλεύει το PC;
- Έχει πάθει κοκομπλόκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που θέλει να εκφράσει τις περιορισμένες και ευτελείς επιθυμίες των γυναικών και μέμφεται τους προβληματισμούς του γυναικείου φύλου.

- Με έπρηξε η γυναίκα μου να πάει να αγοράσει φόρεμα την περασμένη εβδομάδα και τώρα με πρήζει να την πάω στον Πλούταρχο για να το φορέσει...
- Αγόρι μου πάρ 'το απόφαση. Της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της καλής, της εξυπηρέτησης. Χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να υποδηλώσει την εξυπηρέτηση που μπορεί να κάνει ένα παλικαράκι (από τα λίγα).

- Ρε Μήτσο θέλω λάσπη, πες μια του Τάσου.
- Τάσο κάνε μια παλικαριά και φτιάξε λίγη λάσπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινή, πλέον, έκφραση που αποτυπώνει την τεράστια αγωνία του Έλληνα να μην πιαστεί κορόιδο. Είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή κλασικών ρητορικών ερωτήσεων όπως:

Η απάντηση που προφανώς περιμένει αυτός που ρωτάει μάλλον επιθετικά αν η κατσίκα μασάει ταραμά –και όλα τα υπόλοιπα– είναι «όχι, βέβαια» ή, ακόμη καλύτερα, μια απόλυτη σιωπή. Τότε νιώθει ο ερωτών ότι τάπωσε τον μαλάκα που πήγε να του τη βγει και επιβεβαιώνει στον εαυτό του και την παρέα ότι αυτός είναι και ο πρώτος μάγκας.

Το πρόβλημα του Έλληνα, όμως, είναι ότι ο κάθε Έλληνας θεωρεί για πάρτη του ότι εκείνος είναι ο πρώτος μάγκας –και κανένας άλλος. Και, συνεπώς, έχει έτοιμη την αποστομωτική απάντηση στην ερώτηση που υποτίθεται ότι θα έβαζε τελεία και παύλα στην κουβέντα –τάπα στην τάπα, δηλαδή. Έτσι λοιπόν:

– Μασάει η κατσίκα ταραμά;
– Μασάει... Και φτύνει και τα κουκούτσια...

Που σημαίνει: «Μαλάκα, περνιέσαι για ξύπνιος, αλλά αυτό που λέω εγώ θα γίνει και θα πεις κι ένα τραγούδι».

Ή ακόμη και: «Άμα έρθουμε στα ζόρια, όλα τα καταπίνουμε –και πάλι καλά που δεν φάγαμε και τα κουκούτσια».

Συνώνυμες εκφράσεις:

Σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;
– Σπινιάρει... και κάνει και τούμπες...

και

– Πατινάρει το σκουλήκι στο τζατζίκι;
– Πατινάρει... και πετάει και πάγο...

  1. Τι λε ρε ταρίφα, 100 ευρώ γι' αεροδρόμιο; Σε τα μας, ρε φιλάρα; Μασάει η κατσίκα ταραμά;

  2. – Δεν γίνονται αυτά τα πράματα ρε Γιώργο... Να μας φέρει και Σάββατο και Κυριακή για απογραφή... για μαλάκες μας περνάει; Μασάει, ρε, η κατσίκα ταραμά;
    – Μασάει, Θανασάκη μου, μασάει... και φτύνει και τα κουκούτσια... Εγώ θά 'ρθω γιατί οι κάρτες έχουν πάει στο κόκκινο κι έχω ανάγκη τις υπερωρίες...

Ρωτήστε με για (από spydel, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά παρότρυνση του Χ. Ιακώβου προς τον Π. Δήμα να σταθεί κυριολεκτικά κάτω απ' τη μπάρα σταθερά για να γράψει το ρολόι και να μετρήσει η προσπάθεια.

Μεταφορικά σημαίνει συνέχισε σταθερά την προσπάθεια, μην υποχωρείς, πάρ' τους τα σώβρακα δικέ μου, η νίκη είναι δική μας, δεν περιγράφω άλλο.

- Δεν αντέχω άλλο πια. Θα παραιτηθώ να ησυχάσω. Δε γαμιέται ο μαλάκας, μου 'χει ζαλίσει τ' αρχίδια...
- Έλα ρε, κάτσε κάτω απ' τη μπάρα, μη μασάς. Μην αφήνεις τον Σκορδοπούτσογλου να σε χαλάει έτσι. Σε δυό χρόνια παίρνει σύνταξη και θα τελειώσει το μαρτύριο.

(από xalikoutis, 06/11/08)(από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος των μποντιμπιλντεράδων που έχει γίνει γνωστός και στο ευρύτερο κοινό. Σημαίνει ότι μετά από μια περίοδο προσπάθειας να αυξήσω την μυική μου μάζα (βλέπε είμαι στον όγκο) τώρα προσπαθώ με κατάλληλη διατροφή και πρόγραμμα άσκησης να χάσω όσο λίπος μπορώ, προκειμένου να αναδειχτούν οι μύες που απέκτησα.

Κλασσική περίοδος γράμμωσης για τους μποντιμπιλντεράδες είναι πριν τους αγώνες. Για τους κοινούς θνητούς πάλι είναι το καλοκαίρι, λόγω παραλίας και κοντομάνικων...

- Πάμε να φάμε κανένα βρώμικο;
- Τι λες ρε, ξέχνα το! Είμαι στη γράμμωση τώρα και τρώω μόνο πρωτεΐνη... Να, έχω μαζί μου ένα ταπεράκι με αυγά βραστά, θες ένα;
- Άσε, να λείπει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified