Further tags

Κυριολεκτικά λυσσάω για (να φάω) ψωμί, δηλαδή πεινάω πολύ αλλά δεν έχω λεφτά να αγοράσω ούτε ψωμί να φάω. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει οικονομικές δυσκολίες (βλέπε και κάνω το σκατό μου παξιμάδι). Επιπλέον, μπορεί να δηλώνει και την εθελούσια πείνα για λόγους αδυνατίσματος.

Ουσιαστικό: η ψωμόλυσσα.

  1. - Καλά, τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ψωμολυσσάνε κι εσύ παραγγέλνεις δυο πιάτα και δεν τρως τίποτα; Τι μαλάκας είσαι;

  2. - Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
    - Σπίτι... Αφού μου έχουν καθυστερήσει τους μισθούς κι έχω ψωμολυσσάξει να πούμε, για ταξίδια κι έξοδα είμαι τώρα...

  3. - Ρε αναίσθητε, εγώ κάνω δίαιτα και ψωμολυσσάω κι εσύ πήρες γλυκό να φας μπροστά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι μια ευκαιρία την κατάλληλη στιγμή.

  1. - Η γκόμενα με κοιτάει συνέχεια... Λες να γουστάρει;
    - Έτσι μου φαίνεται ρε μαλάκα... Άντε, χώσου!

  2. - Και πώς το έκλεισες το live ρε μορφέα;
    - Έτσι όπως άραζα στο μαγαζί, πήρα γραμμή δυο τύπους να λένε ότι ψάχνουν ακόμα ένα συγκρότημα για να κλείσουνε live... Ε, χώθηκα αμέσως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αρέσει αυτό που τρώω, ευχαρίστηση για φαγητό.

Πω ρε φίλε, ντερλίκωσα, έφαγα δυο σουβλάκια, το ευχαριστήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως προτάσσεται το ρήμα πουλάω. Λέγεται για μικροαπατεωνιές και ψιλοεξαπατήσεις, όταν κάποιος μας πλασάρει σαβούρα για καλό πράμα ή όταν κάποιος λέει μεγάλα λόγια για να φαίνεται σημαντικός χωρίς να είναι.

Πολλά μας τα 'πε. Μας πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω στα όριά μου. Η φράση μάλλον προέρχεται από τα κοντέρ των αυτοκινήτων και συναφείς μετρητές, όπου οι μάξιμουμ τιμές συνοδεύονται και από το κόκκινο χρώμα, όπως στην εικόνα.

Ίσως όμως να προέρχεται και από το ξαφνικό κοκκίνισμα στο οπτικό πεδίο (redout) που μπορούν να πάθουν οι πιλότοι κατά την πτήση, λόγω της αρνητικής βαρύτητας.

- Αυτόν τον καιρό τρέχω σε δεκαπέντε δουλειές κι έχω χτυπήσει κόκκινα! Ελπίζω να ξεμπερδέψω γιατί δεν την παλεύω για πολύ ακόμα...

(από Cunning Linguist, 04/04/08)

βλ. και στο έντεκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναδική ευκαιρία.

Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.

- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι απίστευτα μακάβριος. Η ετυμολογία είναι αυτονόητη.
Copyright: Παναγιώτης Μαυριώτης. (Εναλλακτική ορθογραφία: μακμεθαύριος).

- Πώωω ρε συ...καλά και τού 'κοψε το κεφάλι στην ψύχρα; Τι ταινίες μακάβριες είναι αυτές που βλέπεις;
- Άσ' τα, μη σου πω και μακμεθάβριες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπούκ λουκούμ είναι η εξευτελιστική ήττα, είτε μιας ομάδας, είτε ενός ατόμου σε κάποιο αγώνισμα.

(Ύστερα από παρτίδα τάβλι)
- Πόσο ήρθε τελικά;
- 5-2. Ο Νίκος έφαγε ένα τσιμπούκ λουκούμ ξεγυρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.

- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάθροιση γέρων σε έναν τόπο. Βέβαια το σε ποιες ηλικίες ανήκουν αυτοί οι «γέροι» εξαρτάται από την ηλικία του παρατηρητή...

— Μπαίνουμε σε αυτήν την καφετέρια;
— Όχι ρε, είναι χάλια! Έχει μαζευτεί όλη η γερουσία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified