Further tags

Λέξη χωρίς νόημα που υποδηλώνει ακαταστασία, μπάχαλο, μπέρδεμα, κλπ.

- Πήγα να πληρώσω στην εφορία και με είχανε 50 λεπτά και περίμενα για ένα κωλόχαρτο, τέτοια γκαντεμιά δεν είχε ξαναγίνει. Το κτίριο ήταν άδειο, ήμουν μονο εγώ εκεί μέσα, και πάλι δεν μπορέσανε να εξυπηρετήσουν. - Καλά τώρα, σουμουντρούκουλου...

Βλ. και σχετικό λήμμα σκουρδουμπλούκου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω διακοπτόμενη λειτουργία του εγκεφάλου είτε λόγω δυσλειτουργικής διάταξης των σχετικών νευρώνων είτε λόγω κάποιου σκουρδουμπλούκου που μου 'χει κάτσει, είτε γιατί τόσο μου κόβει ρε παιδάκι μου.

Συνήθως αναφέρεται και σε περιπτώσεις όπου το δυστυχές υποκείμενο είναι τόσο μπερδεμένο που αντιμετωπίζει και προβλήματα στην ομιλία του και κομπιάζει, θυμίζοντας αυτοκίνητο που έχει τραβήξει σκουπιδάκια στη μηχανή. Δράμα δηλαδή και μη γελάει κανείς με τον πόνο του συνανθρώπου του. Ντροπής πράγματα...

- Εεεε, δηλαδή, εννοώ ότι...
- Τι ρε Νώντα;
- Ρε παιδί μου, αφού... Δηλαδή... Έεε...
- Εξ και ξερός ρε μαλάκα. Ρετάρεις και μας έχεις γκαστρώσει. Βγάλτο να τελειώνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει έλλειψη οργάνωσης και συγκέντρωσης σε κάποιο χώρο (συνήθως εργασίας).

- Έχουν βαρέσει διάλυση στην πολεοδομία, πήγα να κάνω τα χαρτιά μου και δεν έβρισκα τους μισούς υπαλλήλους που με παρέπεμπαν να δω!
- Δημόσιο, τι περιμένεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ανάποδο γαμώτο στην κυριολεξία (αν και τονίζεται στην λήγουσα αντί στην παραλήγουσα).

- Πώς είναι αυτή ρε; Σαν οτωμάγ είναι με αυτό το τζιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος μοντάρω. Πράξη η οποία σε βγάζει από μπελάδες, εξασφαλίζει λούφα, φορτώνει το φταίξιμο σε κάποιον άλλο, κτλ. Συντάσσεται με ρήματα τύπου βρίσκω, κάνω, κτλ.

- Ωχαδερφέμ τι σκοτίζεσαι τώρα, όλο και κάποια μόντα θα βρούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηδάω/γαμάω κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως μεταφορικά. Βλέπε και ψωλιά.

- Πόσο ήρθε ο αγώνας;
- Πέντε-μηδέν... Μας ψωλιάσανε κανονικά!

βλ. και τη γάμησες, την πουτσίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιεί κάποιος όταν βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση, συνώνυμο του «χέστα κι άστα».

- Έλα ρε, πως πήγες στο διαγώνισμα;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα!

(από Jim Blondos, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έπαθα κόψιμο. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, συνήθως αρρώστιας τύπου γαστρεντερίτιδα, ίωση και τα ρέστα και όχι για μια απλή τροφική δηλητηρίαση.

- Άσε σου λέω, τρεις μέρες τώρα μ' έχει πάει αίμα και πανί. Ή που κάθομαι στο θρόνο, ή που τον έχω αγκαλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι, αν και βρισκόμαστε εν μέσω μουνοθύελλας, πολύ απλά δεν πηδάμε...

Self-explanatory

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σταματάω (1) να είμαι εθισμένος ή (2) να μου αρέσει υπερβολικά ή (3) να επαναλαμβάνω μηχανικά κάτι.
Πολύ συνηθισμένη είναι η προστακτική β' προσώπου: ξεκόλλα!

  1. Προσπαθώ να ξεκολλήσω απ' την τηλεόραση, αλλά μάταιος κόπος...

  2. - Όλη την ώρα μέταλ ακούω ρε φίλε, όλα τ' άλλα είναι βλακείες!
    - Ε καλά, κι εγώ μόνο μέταλ άκουγα στην αρχή, αλλά σιγά-σιγά ξεκόλλησα και άρχισα να ακούω και άλλα είδη μουσικής...

  3. - ...και του λέω ξέρω 'γω τι κάνεις εκεί ρε φίλε; Και ξέρω 'γω ο μαλάκας καθότανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα ξέρω 'γώ να πούμε... Ρε, ακούς τι σου λέω;
    - Όχι, μετράω πόσα «ξέρω 'γω» έχεις πει μέχρι τώρα... Ξεκόλλα ρε μαλάκα με το «ξέρω 'γω», πες και τίποτε άλλο!

(από Khan, 19/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified