Further tags

Συνήθως στην προστακτική. Εξακολουθώ να λέω ή να πράττω κάτι, παρά την αντίθεση κάποιου ή παρά την κοινή λογική.

-Σε λεω ρε μαλάκα η Κρήνη έχει τα καλύτερα μωρά.
-Καλά τραγούδα, δεν έχεις κυκλοφορήσει Χαριλάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγνωστο από που προήλθε. Σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά.

- Τι έγινε Ιγνάτιε, τελείωσες την υπόθεση;
- Χέσ' τα κι άσ' τα, μεγάλο μπέρδεμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος ξύνει απεριόριστα και ακατάπαυστα ενώ έχει να κάνει καμιά 500 δουλειές τότε λέμε ότι λούζει, άρα το λούσιμο είναι το υπέρτατο ξύσιμο. Με καλή θέληση ο καθένας μπορεί να γίνει λούστης αρκεί να το προσπαθήσει.

Συχνές φράσεις:

  • Λούσε δικέ μου
  • Άσε, σήμερα πάλι έλουσα
  • Μη λούζεις και κάνε καμια δουλειά
  • Είσαι λούστης
  • Τα ωραία μαλλιά, όμορφα λούζονται

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπατάλη Πατρικής Περιουσίας.

Προκάτοχος του λήμματος Εκ.Πα.Πε.. Έχει τον ίδιο ακριβώς ορισμό. Κατάσταση που αναφέρεται συχνά για σπουδαστές / φοιτητές που έχουν ξεπεράσει το χρονικό όριο σπουδών και συνεχίζουν ακάθεκτοι στην επένδυση της πατρικής περιουσίας.

- Ρε συ Μιχάλη πώς τα βγάζεις πέρα τόσα χρόνια σπουδές; ΣΠΑ.ΠΑ.ΠΕ.; ΣΠΑ.ΠΑ.ΠΕ.;

βλ. και Σ.ΚΑ.ΠΑ.Π., Σ.Π.Ε., Εκ.Πα.Πε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαώδης κατάσταση, άνω-κάτω, ό,τι νά 'ναι όπως νά 'ναι, αλαλούμ. Αναφέρεται κυρίως για χώρο αλλά και για μία κατάσταση.

  1. - Τι κουβαλάει αυτός στην καρότσα, του αυτοκινήτου του; - Πωπώ... Τσιτσέλε μαρινέλε!

  2. - Πρόσεχε μη τα ρίξεις πάλι, γιατί την άλλη φορά έγιναν όλα τσιτσέλε μαρινέλε.

Marinele Pen (από GATZMAN, 20/11/10)Τουκανισμός: Ο εραστής της Τσιτσιολίνας θεωρείται ως ο 2ος σημαντικότερος καλλιτέχνης της εποχής μας (εμπορικώς τουλάχιστον). (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω κάποιον έξω, ξεπροβοδίζω.

- Φεύγω...
- Κάτσε να σε ξεβγάλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρίπτομαι.

- Τι έγινε ρε με το γκομενάκι;
- Τίποτα ρε φίλε. Έφαγα σακούλα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.

  1. - Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
    - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.

  2. - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.

Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται στις ειδήσεις οταν αναφέρονται σε κάποιο έγκλημα, σε κάποια μεγάλη αιματοχυσία.

... η έφοδος των αστυνομικών κατέληξε σε λουτρό αίματος όταν στο σπίτι που έκαναν έφοδο αντάλλαξαν πυροβολισμούς με τους οπλισμένους δράστες..

και τώρα σε gel! (από MXΣ, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει την έντονη διαμάχη, τους συχνούς τσακωμούς μεταξύ 2 ατόμων.

- Είναι ακόμα μαζί η Ελένη με τον Κώστα;
- Βέβαια, παντρεύτηκαν πριν 2 μήνες! - Σώπα ρε! Εγώ τους θυμάμαι που τσακώνονταν κάθε μέρα σαν τον σκύλο με τη γάτα και δεν περίμενα να άντεχε πολύ αυτή η σχέση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified