Η ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση φαγητών, το υπερβολικό τσιμπούσι.
Στο τραπέζι που μας έκανε η Στέλλα υπήρχε και του πουλιού το γάλα, φάγαμε τον άμπακο, κάναμε πρωτοφαγιά.
Η ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση φαγητών, το υπερβολικό τσιμπούσι.
Στο τραπέζι που μας έκανε η Στέλλα υπήρχε και του πουλιού το γάλα, φάγαμε τον άμπακο, κάναμε πρωτοφαγιά.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να εκφράσουμε μεγάλη κούραση που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ενέργειες.
- Πάμε σινεμά απόψε;
- Α, πα, πα, όλο το πρωι έκανα δουλειές και τώρα έχω πάθει κολάπσους καταχάμους και το μόνο που θέλω είναι το κρεβάτι μου.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι γίνεται κάτι βιαστικά, πρόχειρα και χωρίς έλεγχο.
- Πέρασαν 3 μήνες και ακόμα να μου επιστρέψει ο Τάκης τα λεφτά που του είχα δώσει όταν μου ζήτησε. - Καλά ρε φίλε και εσύ έτσι αβασάνιστα πας και δανείζεις χρήματα; Αυτός είναι άνεργος 2 χρόνια, έπρεπε να το είχες σκεφτεί καλύτερα πριν το κάνεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.
- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει οτι κάποιος είναι λαμόγιο ή επιρρεπής στη λαμογιά (κοινώς, καβαντζοπουστας).
- Να πληρώσω τους καφέδες η τους κέρασε ο Μήτσος;
- Πλήρωσε τους γιατί ο άλλος την έκανε πάου νιάου!
Got a better definition? Add it!
Αποκριάτικη χοροεσπερίδα δια μαθητάς δημοτικών σχολείων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποτελεί την κορυφαία στιγμή όχι μόνο του Απόκρεω, αλλά και της χρονιάς για μαθητές εως 12 χρονών, τους αποκαλούμενους και ως «καρναβαλάκια» και τυπική αγγαρεία για τους γονείς αυτών. Η προέλευση της λέξης παράμενει άγνωστη.
- Ρε Μάκη θα πάμε να δούμε τον ΠΑΟΚ το απόγευμα;
- Άσε ρε Φώντα ναούμ, έχω να πάω το παιδί στο μπαλνταφάν. Ελπίζω να χει καμία καλή μάνα τουλάχιστον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η διαρκής κίνηση, η εγρήγορση. Η λέξη χρησιμοποιείται στον ενικό ή στον πληθυντικό, μόνη της ή σε εκφράσεις όπως είμαι στην τσίτα, βαράω τσίτες κτλ. Παράγωγο: τσιτάκιας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απρόσωπο ρήμα που σημαίνει ότι κάτι αξίζει, είναι γαμάτο, είναι καύλα. Με αυτήν τη σημασία μερικές φορές συναντάται και ως κωλολέει.
Δεύτερη σημασία: συμβαίνει, γίνεται κάτι.
- Καλά φίλε, ο ναργιλές κωλολέει!
- Γύρνα τον κι από εδώ ρε παρτάκια!
- Γεια σου Γιάννη!
- Γειάαα... Τι λέει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το συνεχές κλάσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Μαλάκα έκλασες;
- Άσε, αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν πορδοχαρά.
Got a better definition? Add it!
Η εισπνοή κοκαΐνης από τη μύτη.
- Τι γίνεται ρε, αυτή η γκόμενα χορεύει σαν τρελή όλο το βράδυ... Κώλο δεν έχει βάλει κάτω!
- Αυτή; Αυτή ρίχνει μυτιές, γι' αυτό την βλέπεις συνέχεια στην τσίτα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified