Further tags

Κρατάω αναλυτικά αρχεία, στοιχεία, λεπτομέρειες, κωδικούς, αριθμούς κλπ για κάποιον. Παλαιότερα γίνοταν σε φάκελο, τώρα γίνεται σε ηλεκτρονική επίσης μορφή (ηλεκτρονικό φακέλωμα).
Χρησιμοποιείται για διευκόλυνση συναλλαγών και ταυτοποιήση στοιχείων, καθώς και για μέριμνα προστασίας σε αεροδρόμια. Οι πολέμιοι, υποστηρίζουν ότι καταστρατηγούνται τα ατομικά δικαιώματα, οι προσωπικές ελευθερίες και το προσωπικό απόρρητο.

- Πήγα να πάρω ένα δάνειο από την τράπεζα, αλλά δεν το ενέκριναν γιατί δεν ήμουν τακτικός στις πληρωμές σε προηγούμενο δάνειο που είχα.
- Καλά και πώς το βρήκαν; - Είσαι σοβαρός; Φακελωμένο με είχαν, μέχρι και το παραμικρό ευρώ που χρωστούσα θυμόντουσαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρώνω, γίνομαι κουλ.

-Ρε έχω πολύ άγχος με την εξεταστική!
-Κούλαρε σου λέω, καλά θα τα πας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφική ταινία, κατά προτίμηση ευρωπαϊκής ή ασιατικής καταγωγής, στην οποία κανείς δεν καταλαβαίνει την υπόθεση αλλά όλοι θαυμάζουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα για να φαίνονται ψαγμένοι σινεφίλ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει το αντίστοιχο κινηματογραφικό κίνημα.

Χαρακτηριστικοί πουτοπάει σκηνοθέτες:
Θ.Αγγελόπουλος
Γουονγκ Καρβαι
Ντ. Λιντς
Λουις Μπουνιουέλ
κτλ

-Καλή η ταινία;
-Άσε ρε φίλε με τη γκόμενα που έμπλεξα. Αυτές της αρχιτεκτονικής όλο κατι πουτοπάει κινέζικα βλέπουν. Δεν κατάλαβα Χριστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι είναι χάλια, μάπα, γενικά όταν δεν περνάω κάπου καλά.

- Πώς πέρασες χθες βράδυ;
- Άσε, πηλός ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω αρκετές ποσότητες αλκοόλ.

- Γκλαγκανίσαμε το πρώτο μπουκάλι και μετά χτυπήσαμε και δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρέχει παντού, έχει πολλές δουλειές και προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Βγαίνει από τον γνωστό λαστιχένιο ήρωα Ιταλικών κόμικς.

- Έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις... Εξεταστική την παρασκευή, πάρτυ το σουκού, και φιλοξενώ την αδελφή μου που ήρθε για δουλειές. Τιραμόλα θα γίνω αυτή τη βδομάδα!!

Ο Τιραμόλα - δεκαετία του \'70 (από poniroskylo, 08/12/08)

Σύγκρινε: Βέγγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική λέξη η οποία προδίδει την άρνηση ενός ατόμου να κάνει κάτι που του ζητάει άλλος.
Επίσης παράγγελμα στο στρατό που αναιρεί το προηγούμενο πριν προλάβει να εκτελεστεί.

- Έλα ρε, θα μου δώσεις το xbox για καμιά βδομάδα τώρα που διαβάζεις;
- Άκυρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι που γίνεται βιαστικά, στο πόδι.

-Όταν σχολάσουμε πάμε σε καμια ταβερνούλα;
-Μπα δεν πεινάω πολύ... Αν είναι να τσιμπήσουμε κάτι τσακ μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που δεν παλεύεται. Βλέπε δεν την παλεύω.

-Πώς περνάς στο Στρατό;
-Απαλεψιά σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση. Η επιθυμητή κατάσταση (όσον αφορά το ίσιωμα) του στρατιωτικού κρεβατιού.

Στρώστε και τεντώστε καλά τις κουβέρτες σας, τις θέλω αεροδρόμια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified