Further tags

Πρακτικό αστείο κατά το οποίο ο αστειάτωρ εναποθέτει την (συνήθως βρώμικη) πατούσα του στο πρόσωπο ανυποψίαστου και συνήθως αφηρημένου θύματος.

- Ποδομουτράκι να κεράσω;
- Άι σιχτίρ ρε μπίχλα... Παρ' την ποδάρα σου από τη μάπα μου...

έλληνας ποδομουτρίζει το μυ της πατούσας με θύμα μυ.   (από xalikoutis, 04/11/08)

Βλ. και ποδομουτροfighting το παραθαλάσσιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως γίνεται στην ιεραποστολική στάση με τον άντρα από πάνω και, λίγο πριν μπει ο άντρας, ο γυναικείος κόλπος έχει πάρει αέρα και μόλις τον χώνει ο μίστερ ακούγεται το γνωστό σε πολλούς μουνοκλανίδι.

Φανταστείτε το.

βλ. και μουνοκλάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρόνιο πρόβλημα που υπάρχει και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

Η νέα κυβέρνηση έχει κάνει πρόοδο στην εξωτερική πολιτική, αλλα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου πρέπει να απαλλαγεί απο το αγκάθι της διαφθοράς που μαστίζει αρκετά απο τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της.

Got a better definition? Add it!

Published

Η δυσκολία, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με πολύ κόπο και κούραση (ψυχική η σωματική).

Παραιτήθηκαν από το τμήμα 2 από τα 3 άτομα που εργάζονταν και τώρα όλο το αγγούρι θα το φάει ο καινούργιος που δεν έχει και την εμπειρία των άλλων 2.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά, όπως αν πέσεις σε κινούμενη άμμο και δεν μπορείς να κουνηθείς, καθότι παγιδεύεσαι. Το ίδιο συμβαινει και με αυτό το ρήμα που δείχνει την δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει κάποιος, το αδιέξοδο..

Μου έχει αναθέσει ο καθηγητής μια σημαντική εργασία που θα κρίνει τον βαθμό του πτυχίου μου, και εδω και 2 εβδομάδες, έχω βαλτώσει. Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι καλό, δεν έχω γράψει ούτε μια σελίδα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η σφαλιάρα, το χτύπημα στο πρόσωπο.

Τα έμαθες, τσακώθηκε ο Γιώργος με τον Κώστα για την ίδια κοπέλα, και όχι μόνο αυτό, ο Γιώργος βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε στις μάπες τον Κώστα όταν αυτός τον έβρισε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ζεστό δωμάτιο.

Δεν είχε ζεσταθεί πολύ το σαλόνι με το καλοριφέρ και τελικά όταν ανάψαμε και το τζάκι έγινε φούρνος! Ήμασταν με τα κοντομάνικα μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το ψέυτικο κλάμα, το προσποιητό, που ναι μεν ο «ηθοποιός» κλαίει και δακρύζει αληθινά, μέσα του όμως ξέρει πως έχει άδικο και το κάνει για να συγκινήσει το άλλο άτομο και να του συγχωρέσει τα όποια λάθη η φταιξίματα.

-... και όταν είπα στη Μαρία οτι τη χωρίζω γιατί με απάτησε με τον ταχυδρόμο, εκείνη έπεσε στα πόδια μου και έκλαιγε και μου έλεγε πως μόνο εμένα αγαπά και δε θα ξανακάνει κάτι τέτοιο.. -Φίλε μην την ακούς και μη δίνεις σημασία στα κροκοδείλια δάκρυά της. Αν σε πλήγωσε τώρα, θα σε ξαναπληγώσει και στο μέλλον...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified