Further tags

Το αραλίκι, το χουζούρι, η τεμπελιά.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως (rahat), που με τη σειρά της είναι δανεισμένη απο τα αραβικά.

- Πως περάσατε Θεσσαλονίκη;
- Χαλαρά ρε, φραπεδιά, ραχάτι και γκομενίτσες όχι πολλά πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Κανονικές συνθήκες.

(προφορά: κάπα σίγμα)

Υπό Κ.Σ. η Μαίρη σήμερα έχει άδεια και θα βρεθούμε από το μεσημεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Μαστουρώνω και είμαι σε εγρήγορση.

- Ξενερώσαμε χτες με τον Σάκη, όλοι ήμασταν ντάγκλα και αυτός είχε μαστουρμπιάσει και μας τα ζάλισε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια λέξη που προσδιορίζει την μεγάλη ποσότητα φαγητού.

Πήγαμε εχτές στην Πεντέλη για σουβλάκια και ο Τάκης έφαγε τον αγλέουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.

Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.

Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ

- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...

Το κρασάκι του Τσου (από Galadriel, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηγαίνω κάπου με τα πόδια.

- Θα πάρουμε το αμάξι να πάμε στην Άννα.
- Εγώ λέω να πάμε με το νύχι, κοντά είναι.

Βλ. και πεζό δύο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες (χωρίς αυτό να αποκλείει και αληθινά περιστατικά - μακριά από μας) και είναι τεχνική όπου η γυναίκα κάνει ταυτόχρονο στοματικό σεξ σε 2 άντρες.

- Είχε χτες μια τσόντα με μαύρους στο συνδρομητικό, άστα να πάνε. Ήταν μια και τους είχε τρελάνει στα διτσίμπουκα!

βλ. και δίμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρέψιμο.

-Ήμασταν με τον Χρήστο στο εστιατόριο και πάτησε μια ρέψα και γίναμε ρεζίλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση άγχους, βιασύνης που τη βιώνει κάποιος όταν δεν προλαβαίνει και είναι οριακά να χάσει π.χ μια πτήση, ένα δρομολόγιο, μια καλή ευκαιρία αγοράς κλπ.

- Γαμώτο, θα χάσω την πτήση! - Μπα, τώρα σε έπιασε κωλοσφιξούρα; Από χτες σου είπα να ετοιμάσεις βαλίτσα αλλά δεν με άκουγες!

Συνώνυμο: κωλοπιλάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified