Further tags

Χρησιμοποιείται με προστακτική και δηλώνει έντονα σε κάποιον να φύγει.

Συνώνυμα: αμόλα

Ποιος είσαι συ που 'ρθες εδώ; Σε μας να κάνεις πλάκα; Άντε σπάσε ρε μαλάκα! Σπάσε!

(από Cunning Linguist, 14/04/08)

Σε άλλες γλώσσες: scram, fuck off (αγγλικά), schleich di (αυστριακά), casse-toi (γαλλικά), hau ab, verpiss dich (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.

Σχετικά: πίπα-κώλο

-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...

Got a better definition? Add it!

Published

Το μυστήριο του γάμου, κατά το βάφτιση -> βαφτίσια.

Να πούμε καθημερινή ρε φίλε, γιατί Σάββατο πρέπει να πάω στα βαφτίσια του ανηψιού μου και Κυριακή στα γαμήσια ενός φίλου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδεύω, εκμεταλλεύομαι.

– Παραλίγο να γίνω πλούσιος σήμερα στον ιππόδρομο! Μου είπε ένας τύπος εκεί για ένα άλογο που θα κέρδιζε σίγουρα, έπαιξα εγώ όλα μου τα λεφτά και τελικά βγήκε τελευταίο το ψωράλογο! – Πάλι κότσο σε έπιασαν ρε Γρηγόρη; Πόσες φορές σου έχω πει να μην τους ακούς αυτούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ.

- Ο Πέτρος πού είναι; Άργησε.
- Ε δεν τον ξέρεις; Θα σπρώχνει καμιά γκόμενα πάλι.

Nymphomaniac (από Khan, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.

-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!

Γιάννης Οικονομίδης, "Σπιρτόκουτο", 2002. Στο 6:15. (από patsis, 23/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.

Τι μπόχα είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)

  2. μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα

  1. Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!

  2. - Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλακείες, ανοησίες, μαλακίες.

- Τι είχε στις ειδήσεις σήμερα;
- Τίποτα, μπαρμπούτσαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified