Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) + -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.
Ώπα, καρκαλέτσι!
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι ή λεσβία που δεν έχει βγει από τη ντουλάπα, δεν έχει κάνει άουτινγκ και παραμένει κρυφός/ή, δηλαδή μη ορατός δημοσίως ως γκέι ή λεσβία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ναφθαλίνη, για να μην τον/ην φάει ο σκόρος.
Έκανε ένα ατελές άουτινγκ και τώρα πάλι ναφθαλίνη.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Got a better definition? Add it!
Το λουμπάγκο που παθαίνουν δουλόφρονες οσφυοκάμπτες από τις πολλές υποκλίσεις.
Μια στον Πούτιν, μια στον Ερντογάν, έχουν πάθει δουλουμπάγκο οι πολιτικοί μας.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.
Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.
Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι ο κακόκεφος, ζαλισμένος.
− Συνήλθε από τη νάρκωση; − Ακόμα μισοκούντελος είναι. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η απερισκεψία, η κουτουράδα.
Μια ζωή όλο κουτραμπανιές κάνει.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος ο οποίος φέρεται ηγεμονικά ταυτίζοντας έναν θεσμό με το πρόσωπό του. Βλ. και Μαρία Αντουανέτα.
Got a better definition? Add it!