Further tags

Είμαι ασυνεπής.

-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω.

- Τι έκανες χθες ρε φίλε;
- Άσε ρε, τα έξυνα μέχρι που ματώσανε.

(από Khan, 02/04/14)

Βλ. και το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.

Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!

Βλ. και μέγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.

- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνάθροιση κλανιάρηδων.

-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ήττα, η τάπα, η νίλα, η στραβή, το πακέτο, η παπάρα. Τρώγεται.

Πήγαμε 4 η ώρα το βράδυ μέχρι το κέντρο να βρούμε λουκουμάδες και φάγαμε τόγκα. Όλα κλειστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Εκφράζει τη δεξιοτεχνία, την επιδεξιότητα κάποιου σε κάποιον τομέα.

- Γιατί ο Ηρακλής απεικονιζόταν πάντα γυμνός και με ένα ρόπαλο στο χέρι;
- Γιατί;
- Γιατί γαμούσε κι έδερνε!

- Καλά, η Σούλα φτιάχνει ένα μουσακά να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Γενικά είναι πολύ καλή στο μαγείρεμα. Γαμάει και δέρνει στην κουζίνα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτείνω μέρος του σώματος ώστε να τονίζεται, συνήθως κατά τρόπο σφαιρικό, ή σφαιροειδή. Συνηθίζεται, οι περήφανοι κοιλαράδες να τουρλώνουν την κοιλιά τους, και οι γκόμενες τα οπίσθιά τους.

Κοίτα-κοίτα πως τον τουρλώνει! Φιρί φιρί το πάει να τον φάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη κατά την οποία γλυκαίνεσαι με το χέρι. Ο αυνανισμός.

Χάρυ Κλυνν: «Κάτι τέτοια παιδιά έχουν ψοφήσει τους ρέστους στο χερογλύκανο...»

βλ. και χειρογλύκανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified