Further tags

Η πιστή αντιγραφή.

Το λέγαμε στο δημοτικό όταν βαριόμασταν να ζωγραφίσουμε κάτι και το «ξεπατικώναμε» βάζοντας ρυζόχαρτο (που είναι σχεδόν διάφανο) πάνω σε μια ήδη ζωγραφισμένη εικόνα και, απλούστατα, ξαναζωγραφίζαμε πάνω από το ρυζόχαρτο την από κάτω εικόνα. Και μετά την παρουσιάζαμε στον δάσκαλο ως δικιά μας.

Λέγεται όμως, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για όποιον τσαρλατάνο παρουσιάζει κάτι ως δικό του ενώ είναι πιστή αντιγραφή ξένου προϊόντος ή καλλιτεχνήματος.

- Ωραίος ζωγράφος ο Άγγελος, ε;
- Πρώτον δεν είναι ζωγράφος. Ξεπατικωτούρες κάνει, μετά τα προβάλλει σε μεγέθυνση και τέλος τα βάφει με αερογράφο. Και δεύτερον δεν είναι ωραία αυτά που ξεπατικώνει. Είναι καρακιτσάτα.

(από ironick, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ερειπωμένο, το ετοιμόροπο, το σαράβαλο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά και για ανθρώπους (σπανιότερα).

Τρεις ετυμολογίες ερίζουν για την πατρότητα της λέξεως.

  1. από το Ομηρικόν επίθετον καρφαλέος που σημαίνει ξηρός, χωρίς χυμούς, οπότε και

Κάρφος=το μικρό και ξερό κομάτι ξύλου
Κάρφη και καρφίον=το ξύλινο καρφί
Καρφόω=καρφώνω
Κάρφαλος=το άχρηστο ξερό ξύλο

Στην πιο πάνω ετυμολογική ερμηνεία η αντικατάσταση του κ με το χ (κ-γ-χ, ουρανικόληκτα) και του φ με το β (π-β-φ, χειλεόφωνα), είναι συνηθισμένη στην γλώσσα, οπότε και προκύπτει το χάρβαλος εκ του κάρφαλος.

  1. Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λέξη χάρβαλον είναι μεσαιωνική και παράγεται με αντιμετάθεση των συμφώνων από την λέξη χάλαβρο, η οποία με την σειρά της ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο χαλαβρός, που είναι παράλληλος τύπος του χαλαρός.

  2. Κατά τον Δ. Σκαρλάτο, χάρβαλο = ξεσκισμένο ύφασμα και την ετυμολογεί (με αντιμετάθεση) από το μεσαιωνικό χάραυλον = βράχος απόκρημνος φαγωμένος υπό των κυμάτων.

  1. - Το είδες το σπίτι του Νώντα;
    - Ναι, σκέτο χάρβαλο είναι.

  2. - Ρε συ, το αυτοκίνητό σου έχει καταντήσει χάρβαλο πια.

  3. - Πονάνε τα γόνατά σου, η μέση σου, τα χέρια σου. Χάρβαλο κατάντησες, καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος όρος για το ποτήρι στο οποίο σερβίρεται η μπύρα χύμα από το βαρέλι. Ναι, ναι, εκείνο το μεγάλο με το χερούλι.

Κατ' επέκταση, η βαρελίσια μπύρα σε ποτήρι.

Η λέξη ψιλοεπιβιώνει στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, στις δεκαετίες του '60 και του '70, το μόνο μέρος στην Ελλάδα που μπορούσε κανείς να πιει μπύρα από βαρέλι ήταν στη Θεσσαλονίκη - και εκεί μόνον στο διάστημα που διαρκούσε η Διεθνής Έκθεσις. Στην Έκθεση κυκλοφορούσε και μια ποικιλία μαύρη μπύρα - η μαύρη μπύρα ήταν σχετικά άγνωστη τότε στην Ελλάδα. Έτσι, για τους μπαγιάτηδες μιας ηλικίας, κρίκερ και μαύρη μπύρα (ΦΙΞ, εννοείται) είναι συνώνυμα του Σεπτέμβρη στη Σαλονίκη μιας άλλης εποχής.

Η λέξη κρίκερ, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, είναι παραφθορά του Krüge ή Krüger που είναι ο πληθυντικός της γερμανικής λέξης Krug. Τώρα, στα Γερμανικά Krug, αντιλαμβάνομαι, είναι γενικά ο αμφορέας και δη ο πήλινος και, σε ό,τι αφορά τη μπύρα, οι Γερμανοί λένε Krug ή Bierkrug το πήλινο ποτήρι. Το κάπως πιο γνωστό σε μας Stein είναι, ας πούμε, ένα είδος Krug με καπάκι από καλάι. Αυτό το γυάλινο ποτήρι που εμείς λέγαμε κρίκερ, στη Βαυαρία τουλάχιστον το λένε Seidel ή, αν είναι του ενός λίτρου, Mass.

Από σέντρα του vikar εδώ και κοντινή πάσα-σχόλιο του ΑΛΛΟΥ.

- Έλα, παιδί μου, δυο σάντουιτς γύρο απ' όλα, δυο πίτα σουβλάκι χοιρινό απ' όλα με χωρίς ντομάτα και δυο Άμστελ ...
- Μπουκάλι;
- Ε, ε... τι ... όχι, όχι ... κρίκερ, κρίκερ ...
- ...
- Κρίκερ, ρε παιδί μου ... χύμα ... απ' το βαρέλι ... - (άσε μας, ρε μπαρμπόιλ) ... Μικρό ή μεγάλο ποτήρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγαριλίκι. Απαντάται και ως γάρο (ουδ.)

- Να στρίψουμε καναν γάρο μπας και σκεφτούμε καλύτερα την υπόθεση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ πρόχειρο, κακής ποιότητας και ταλαιπωρημένο χαρτί που θυμίζει το χαρτί μέσα στο οποίο ο μπακάλης της γειτονιάς θα τυλίξει πρόχειρα αυτό που αγοράζουμε, το βούτυρο, το τυρί, κλπ.

Λέγεται για έγγραφα (χειρόγραφα ή τυπωμένα) που, ενώ θα περιμέναμε να δείχνουν αξιοπρεπή και περιποιημένα, είναι στραπατσαρισμένα και μας κάνουν να νιώθουμε ότι ο αποστολέας του μας γράφει κανονικά ή είναι τσαπατσούλης.

- Τι έγινε, σου έστειλαν απάντηση από την εταιρεία;
- Καλά, έπρεπε να το δεις. Έφτασε ένας φάκελλος και μέσα υπήρχε ένα τσαλακωμένο Α4, μπακαλόχαρτο σκέτο, με τρία ονόματα επάνω και τίποτ' άλλο, γραμμένα στο χέρι με ορνιθοσκαλίσματα, χωρίς καμία άλλη διευκρίνηση. Αυτή ήταν η επίσημη απάντησή τους.

από το διανέτ:
«Ένα ... μπακαλόχαρτο έστειλε η ΕΑΣ Λαμίας για να ενημερώσει τον κόσμο για την εκδήλωση στη Λαμία με τον πρόεδρο της ΠΑΣΕΓΕΣ Τζανέτο Καραμίχα και μάλιστα σε αυτό ξέχασε έστω και για τους τύπους να βάλει πάνω ακόμη και την.. σφραγίδα της Οργάνωσης!!! Για τέτοια κατάντια μιλάμε, τη στιγμή που από την ένωση περνούν χιλιάδες ευρώ και εκατομμύρια...»

Lauren Bacall-όχαρτο (από Vrastaman, 23/04/09)(από Vrastaman, 23/04/09)Τρέμε ΤΕΙ Ζαμπονοκοπρικής! (από Vrastaman, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά με τις άλλες σημασίες που καταχωρήθηκαν για το λήμμα, ο ρουφιάνος σημαίνει και το ματάκι της πόρτας του κελιού, το οποίο ο σωφρονιστικός υπάλληλος (δεσμοφύλακας, υβριστ. ανθρωποφύλακας, καρακόλι) μπορεί να χρησιμοποιεί κατά βούληση για να ελέγχει τους κρατουμένους του κελιού. Το ματάκι είναι το όργανό του στην συλλογή πληροφοριών για τον ιδιωτικό (;) χώρο κάποιου ή κάποιων ανθρώπων, εξ ου και ρουφιάνος.

Πηγή: Χρόνης Μίσσιος

- Χαρά στην αισιοδοξία του τον καλλιτέχνη... Έξι μήνες στο κελί μαζί του περάσανε κάπως υποφερτά. Μετά αυτός βγήκε.
- Ζωγράφιζε μέσα;
- Ναι, ναι. Μια φορά θυμάμαι σχεδίασε μια μουνάρα στην μέσα μεριά της πόρτας να μας κλείνει το ένα μάτι και το άλλο ήταν ο ρουφιάνος. Τα καρακόλια δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σκατά αστείο είχε ξαφνικά η μούρη τους όταν μας τσεκάρανε...

Αρκάς, Κακές παρέες. (από patsis, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπάλα (στρογγυλή, λόγω σχήματος) και θεά (και καλά), λόγω τού ότι, πολλές από τις δραστηριότητες που σχετίζονται μ' αυτήν, έλκουν μετά μανίας ευρείες μάζες του πληθυσμού που εκδηλώνουν για αυτές ακραία συναισθήματα, συναισθήματα που αρμόζουν σε μια οντότητα, με θεία υπόσταση (π.χ: υπερβολική λατρεία και εκτίμηση, πάθιασμα, ιερό φανατισμό για την ομάδα τους, κλπ).

Κάποιες από τις αναφερόμενες δραστηριότητες είναι:

- μανιώδης παρακολούθηση ματς (στην τηλεόραση, στο γήπεδο, κλπ).

- αθλητική ενημέρωση για σχετικά θέματα (διάβασμα εφημερίδων, παρακολούθηση ενημερωτικών εκπομπών στην τηλεόραση, στο ράδιο, κλπ). Να μη χαθεί οξεία.

- παθιασμένη συζήτηση μεταξύ οπαδών για θέματα που αφορούν αθλητικά ματς, σχολιασμός φάσεων, κλπ.

- ένθερμη συμμετοχή σε αθλητικά ματς (σε γειτονιές, σε γήπεδα, κλπ), με στόχο την ατομική και την ομαδική διάκριση.

  1. Μπορεί, βέβαια, να μην είναι ένθερμη οπαδός κάποιας ομάδας, ωστόσο δεν κρύβει ότι τη μαγεύει η στρογγυλή θεά.
    Δες

  2. Γέροι, νέοι, παιδιά, εσχάτως κι εκατομμύρια γυναίκες, κι όμως θα καταφέρουν να βυθιστούν για 30 ημέρες στη μαγεία της στρογγυλής θεάς, αίροντας συνειδητά κάθε χυδαία εμπορευματοποίηση, πιστοί στη φυσική ομαδικότητα και λαϊκότητα του ποδοσφαίρου.
    Δες

  3. - Αύριο είναι το ντέρμπι των αιωνίων.
    -Κατάλαβα. Την ώρα του ματς, θα νεκρώσουν τα πάντα. Η προσοχή του πλήθους θα στραφεί στις κινήσεις της στρογγυλής θεάς.

(από GATZMAN, 03/05/09)(από GATZMAN, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified