Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...
Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.
- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;
- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;
Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...
Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.
- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;
- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;
Βλ. και λούτσος
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστική παραλλαγή του τίτλου τραγουδιού «Έρωτά μου αγιάτρευτε».
Έκφραση που θα μπορούσε να αναφωνηθεί όταν γινόμαστε μάρτυρες της διέλευσης σε κοντινή απόσταση, μιας αιθέριας υπάρξεως -λ.χ ενός Λίλιαν. Υπονοούμε φυσικά ότι ο μόνος τρόπος για να θεραπευθεί ο tweety μας είναι η συνεύρεση με την εν λόγω ύπαρξη.
- Ρε για δες ένα γκομενάκι που έχει σταματήσει μπροστά από τη βιτρίνα του ρουχάδικου!
- Αχ.... πέοντά μου αγιάτρευτεεεε...
Got a better definition? Add it!
Τα αρχίδια. Μπορεί να τα υποκαταστήσει σαν λέξη σε όλες τους τις σημασίες, δίνοντας εκφραστικά ένα διαφορετικό, συνήθως ηπιότερο, αποτέλεσμα.
Μερικές συνήθεις χρήσεις του όρου, πιο συγκεκριμένα:
Μπορεί να σημαίνει απλά τους όρχεις.
Ως συνώνυμη των απαξιωτικών για αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση μούφα, μάπα, πίπα, κόφα, απάτη.
Στην έκφραση αδιαφορίας «στα μπομπόλια μου» ως απόλυτα ισοδύναμης της «στ' αρχίδια μου».
Για να καταδείξει ανδρισμό ή και αποτελεσματικότητα. Βλ. νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να, γκόμενα με αρχίδια, μηχάνημα μ' αρχίδια.
Η λέξη έγινε ευρύτερα γνωστή από το βιντεάκι του «Σαλονικιού στο Άμστερνταμ», το οποίο προβλήθηκε, εκτός από αλλού, και στην εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου Αλ Τσαντίρι Νιουζ. Από αυτό, άλλωστε, το βιντεάκι και τα σίκουέλ του, έχει αυτονομηθεί η έκφραση «μπομπόλια Ευρώπη!».
Η ετυμολογία της, όμως, δεν είναι εξίσου σαφής. Μπορεί εμείς εδώ στο slang.gr να είμαστε ό,τι να 'ναι αλλά, μερικές φορές πάνω στην τρέλα μας και από μεράκι, κάνουμε ρεπορτάζ - απλά δεν καταλήγουμε οπωσδήποτε κάπου... Τουλάστιχον εμείς το δηλώνουμε!
Ακολουθούν raw data που βαρέθηκαν να περιμένουν διασταύρωση στο word:
Πολλοί το θεωρούν σαλονικιώτικο ή βορειοελλαδίτικο ιδιωματισμό, προφ λόγω του Μητσάρα, πρωταγωνιστή στα βιντεάκια (άσχετο: λαμπρό δείγμα νεο-μπαγιάτη κττμγ). Ωστόσο, με λίγο γούγλε-γούγλε, εντοπίστηκε σε εφημερίδα του Ελληνικού Γορτυνίας αλλά και σε γλωσσάρι κερκυραϊκών όρων.
Επισταμένη τηλεφωνική και επιτόπια έρευνα σε πηγές μας, επανέλαβε την άγνοια των Μακεδόνων περί της προέλευσης του λήμματος και την πίστη τους ότι πρόκειται για νοτιοελλαδική υπόθεση. Εις εξ αυτών χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ακουγόταν πολύ σε παρέα συμφοιτητών του εξ Ηλείας.
Παράλληλες κυριολεκτικές σημασίες που εντοπίστηκαν στο ίντερνετ παραπέμπουν σε σαλιγκάρια (ξηράς και θαλάσσια), μπαλάκια γενικώς, βρασμένο καλαμπόκι (μάλλον ενν. οι κόκκοι αυτού), μικρά κομματάκια φελιζόλ σε λούτρινα ζωάκια, οι κόκκοι σταριού στα κόλλυβα, οι κόκκοι του χοντροκομμένου αλατιού, οι οποιοιδήποτε σπόροι.
Άλλοι τύποι της ίδιας λέξης είναι μπουμπόλια, μπορμπόλια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, αν όχι σε όλες τις σημασίες, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές.
Τέσσερα γνωστά λεξικά συν ένα λεξικό της αργκό που λαθρανάγνωσε ο γράφων στον Παπασωτηρίου για χάρη του σλανγκεπώνυμου πλήθους, την λέξη την έχουν γραμμένη κυριολεκτικά. Σο, τζίφος κι από κει.
Borbolya στα ουγγαρέζικα σημαίνει τον θάμνο barberry/berberry, μερικά είδη του οποίου έχουν πράγματι σφαιρικούς καρπούς. Bo-bol είναι slang της καραϊβικής για την οικονομική διαφθορά (σ.σ. εδώ φαίνεται τι σκάλωμα έφαγε ο γράφων με το παρόν λήμμα...).
Ακολουθώντας δυο φιλοσοφικές αρχές όλος-χρόνος φαβορίτες του γράφοντος, ήτοι την Occam's razor και αυτή της ήσσονος προσπάθειας, καταλήγουμε στο απρόσμενα απλό συμπέρασμα ότι ο όρος προέρχεται είτε από την μπάλα είτε από την μπόλια, με κάποιους περίπλοκους γλωσσικούς μηχανισμούς. Πιο πολύ δεν το ψάχνω, μη με αγριοκοιτάτε. Έχω και ζωή, ξέρετε.
- Το μαλακιστήρι τον ξα σου θα του ρίξω πολύ ξύλο καμιά ώρα, να ξέρεις.
- Αμ εγώ τι θα του κάνω; Μόνο στα μπομπόλια μην τον βαρέσεις κι έχουμε άλλα. Τον έχω χρεωμένο απ' τη θεία μου το τσογλανάκι για το καλοκαίρι.
- Τι είναι αυτά ρε; Δημόσια τουαλέτα το λένε αυτό οι βρωμιάρηδες;
- Είδες; Ένα διαχωριστικό μόνο, στην άκρη του δρόμου και το κανάλι γίνεται ο κατουρώνας ολονώνε.
- Μπομπόλια Ευρώπη...
[και λοιπές χρήσεις, ως εκ του ορισμού]
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη σαν μπουρί τρύπα. Χρησιμοποιείται συνήθως για το μέγεθος της κωλότρυπας.
Το χέσιμο - Ο κώλος που χέζει.
- Άμα την βάλω κάτω, θα της ανοίξω τον κώλο, μπουργάνα θα της τον κάνω.
- Τι έγινε βρε συ εχθές; - Βγήκαμε με την Άννα, μετά πήγαμε σπίτι της, την πήδηξα, και της έκανα τον κώλο μπουργάνα.
- Τι έγινε, πώς είσαι;
- Ασ' τα, εχτές έφαγα 10 κομμάτια σπανακόπιτα και με πήγε μπουργάνα.
Got a better definition? Add it!
Ένας πολύ σεξιστικός τρόπος για να χαρακτηρίσει κάποιος την γυναίκα. Κατ' επέκταση και κάθε παθητικό ερωμένο /-η. Σχηματίζεται κατά τα σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο, τεφροδοχείο, ουροδοχείο, και γενικώς τα δοχεία όπου τοποθετούνται απερριμμένα υλικά. Μεγεθυντικό: τράπεζα σπέρματος. Συχνά, ο όρος χρησιμοποιείται για να καυτηριαστεί μια φαλλοκρατική συμπεριφορά, σε εκφράσεις του στυλ «με έκανε να αισθάνομαι σπερματοδοχείο». Αλλά και αντιστρόφως την παρτόλα.
Κυριολεκτικά, είναι το μπροστινό μέρος του προφυλακτικού, το ειδικά διαμορφωμένο ώστε να δέχεται το σπέρμα. Όταν το φοράμε, είναι καλό να το πιέζουμε με τον αντίχειρα και τον δείκτη, ώστε να μην παγιδεύεται εκεί αέρας και μετά σπάσει και ψαχνόμαστε.
Ενώ θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζει κυρίως το αιδοίο, χρησιμοποιείται συχνότατα για το στόμα. Σπανιότερα για τον πρωκτό. Δεν έχω ακούσει να χρησιμοποιείται για τα ρουθούνια ή τα αυτιά.
Η πατσαβούρα γκόμενα /-ος, που χρησιμεύει μόνο για εκτόνωση και όχι για ευχαρίστηση. Σεξιστική χρήση του όρου.
Επίσης, χρησιμοποιείται η έκφραση «μπερδεύω το σταχτοδοχείο με το σπερματοδοχείο» ως συνώνυμο του μπερδεύω την βούρτσα με την πούτσα ή του «μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση».
Οποιοδήποτε αντικείμενο θέλουμε να βρίσουμε ως άχρηστο.
Στο Δ.Π. υπό Bubis.
β) Από μικρή, κάθε φορά που σοβάρευε ο δεσμός και αρχίζαμε τις κουβέντες για το μέλλον, για γάμους, δαχτυλίδια και τα σχετικά, άρχιζα να βλέπω τα βράδια τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά.
Πέφταμε στο κρεβάτι, γινόταν η τυπική διαδικασία που με έκανε να αισθάνομαι αυτό που λέω εγώ σπερματοδοχείο, γινόμουν ράκος γιατί αυτός γύρναγε και κοιμόταν, εγώ ήθελα να μείνω μόνη μου, στο γάμο δεν μπορείς να απαιτήσεις από τον άντρα σου να φύγει από το σπίτι μετά το πήδημα, οπότε σηκωνόμουν, αφού πρώτα προσπαθούσα να ηρεμήσω και να μη σκέφτομαι άσχημα πράγματα, όμως το σπέρμα γλίστραγε ανάμεσα στα πόδια μου και με εξόργιζε που είχα μετατραπεί σε ένα απλό έπιπλο για αυτόν, ένα κομοδίνο, που δεν έκανε προσπάθεια να με γοητεύσει, που είχα μείνει ένα κέλυφος χωρίς ψυχή και μυαλό και οι κουβέντες όλες ήταν πότε θα φάμε, θα βγούμε, τι έχει η τηλεόραση και να φανταστείς πως δεν τα είχα στ’ αλήθεια ζήσει όλα αυτά.
Από εδώ.
γ) Για ποια φοινικικότητα, τουρκικότητα και αραβικότητα μιλάς; Η Κύπρος δεν είναι ένα πολυεθνικό σπερματοδοχείο αλλά ένα Ελληνικό νησί που δέχτηκε πολλούς κατακτητές.
Από εδώ.
Κράτα το προφυλακτικό από μπροστά όταν το βάζεις, κλείνοντας με τα δάχτυλα το σπερματοδοχείο ώστε να φύγει ο αέρας.
Από εδώ.
α) ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩ Η ΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΥΤΣΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΜΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.ΤΩΡΑ ΘΑ ΧΥΣΩ ΡΕ ΓΑΜΙΟΛΑ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙΣ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΕΓΩ ΑΛΛΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ. Από εδώ (για ενήλικες).
β) Ο πρωκτός ως σπερματοδοχείο.
- Ο πρωκτός χωράει αρκετούς χυμούς και η πολλάπλη εκσπερμάτωση είναι κάτι που μπορεί να τον μετατρέψει σε δοχείο σπέρματος. Είναι κάτι που μου αρέσει και θα ήθελα να ακούσω γνώμες...
- Δε μπορώ να καταλάβω... γνώμες πάνω σε τι; Πάνω στο αν χωράει πολλούς χυμούς; Πάνω στο αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σπερματοδοχείο; Τι ακριβώς να πούμε πάνω σ' αυτό; Ο καθένας τον διαχειρίζεται όπως θέλει.
Από εδώ (για ενήλικες).
Γιατί να θυσιάσει κι άλλο χρόνο για μια πατσαβούρα, ένα σπερματοδοχείο ; Από εδώ.
Ανώνυμε δε καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς, το κείμενο και η ιδέα είναι δικά μου, όπως και δικό μου είναι το blog στο οποίο καλα θα κάνεις να μην ξανααφήσεις τα υπονοούμενά σου, εκτός και αν μας εξηγήσεις τι εννοεί το σπερματοδοχείο που χρησιμοποιείς για εγκέφαλο. Καλημέρα και ευχαριστώ που με διαβάζεις :D
Από εδώ.
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.
Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.
Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.
Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.
Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...
(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...
Got a better definition? Add it!
Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.
Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...
- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κορδέλα που φοράει στο μέτωπο της η γυναίκα που έχει πολλά μαλλιά και έτσι δεν την εμποδίζουν να απολαύσει το... τσιμπούκι της.
Εκείνη: Αγάπη μου; Μου πηγαίνει αυτό που φοράω στα μαλλιά σήμερα;
Εκείνος: Και γαμώ τις τσιμπουκοκορδέλες!
Got a better definition? Add it!
Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.
Συνήθως απονέμεται σε:
Εκ του αρχ. σχίζω.
Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.
Got a better definition? Add it!
Όχι, δεν πρόκειται για το κομμάτι σάρκας στου πετεινού την κεφάλα, αλλά για ΤΟ κομμάτι σάρκας του αιδοίου! Τα μουνόχειλα!
Γιακουμής: Πού πήγες διακοπές εφέτο;
Παναής: Πήγα στη Χαλκιδική! Μαλάκα moon storm στα μπαράκια!
Γιακουμής: Αχ, τι μου θύμησες ρε ξεφτιλόμουνο...
Παναής: Για λέγε!!
Γιακουμής: Όταν ήμουν φαντάρος, είχα γνωρίσει μια παντρεμένη και όταν έλειπε ο άντρας πήγαινα και την ξεφτίλιζα στον μπούτσο!! Μιλάμε η γκόμενα είχε μια μουνάρα, 4 κιλά λειρί!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified