Further tags

Σοφρίτο σημαίνει χαμηλό τηγάνισμα. Θέλει αρκετή υπομονή, χρόνο και ιδιαίτερη φροντίδα.

Κάπου εκεί όμως σταματάει κάθε ομοιότητα με το σουφρέτο, σλανγκογαμοχαϊδευτικό της σούφρας.

- αχαχαχαχα!! το σουφρετο ειναι το μπρος ή το πισω;
- Το πισω γαμω την ασχετιλα σας μεσα...
(διάλογος από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψευδώνυμο χρήστη ιντερνετικού τόπου.

Εκ του αγγλικού nick < nickname < μεσαιωνικού ekename < [eke + name] όπου eke < IE aug- ~ ἄυξω- και name < ὄνομα.

Καμία σχέση με το Αραβικό nik ή με το έτερο ήμισυ της Ironick.

-το πιο ωραιο ηταν το νικ του μουνιλα...
(εδώ)

- Ευχαριστώ πολύ μάρα κουταμάρα :) (χιχι τι αστείο νικ :P) (εκεἰ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάρες αποκαλούνται τα κλασσικά μπαράκια, αμερικάνικου τύπου, με τους μεγάλους μακρόστενους πάγκους του στυλ Λούκυ Λουκ, που πετάει ο μπάρμαν το ουίσκι και φτάνει μετά από κανα δίωρο.

Η έκφραση γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '80, οπότε και επήλθε και ο εξαμερικανισμός των συνοικιακών, καθώς και των μπαρ του κέντρου της Αθήνας.

bar-> μπαρ-> μπάρα

(από μνήμης, σε εξώφυλλο του ΚΛΙΚ)
... παρουσιάζουμε τις καλύτερες μπάρες της πρωτεύουσας...

(από το νετ)
... Δημοφιλείς νέοι συνδυασμοί από τους κορυφαίους μπάρμεν στις πιο trendy μπάρες της Αθήνας. Παράγγειλέ τα - ή καλύτερα μάθε να τα φτιάχνεις κι εσύ! ...

(από electron, 15/08/10)(από electron, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το air-condition, λόγω περαιτέρω ολίσθησης του σλανγκοσημαίνοντος αρκουδίσιον. Ίσως και λόγω του ότι εν μέσω καύσωνος ευελπιστούμε να βρεθούμε σε περιβάλλον με πολικές, και, -γιατί όχι;-, με βολικές αρκούδες.

Επίσης, το ψέμα, η αρκουδιά, βλ. και αρκούδες.

Και τρίτη αρκούδα αναγκάστηκα να πάρω, μία για την κρεβατοκάμαρα, μία για το σαλόνι, και μία για την κουζίνα να μαγειρεύει η Σούλα, γαμώ την τρύπα του όζοντος, γαμώ!

.. (από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μου αρέσει τρελά, όταν κάτι μου κάνει κούκου, εν κατακαυλείδι, όταν κάτι κωλολέει.

Γυναίκα, αυτά τα κιοφτεδάκια μου μίλησαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεκτική του σημασία είναι το κωλόχαρτο ή τα προγενέστερα μέσα σφουγγίσματος του κώλου (για επαγγελματική περιποίηση, βλέπε και σφουγγοκωλάριος).

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για αντικείμενα συναφούς υφής (π.χ. χαρτιά, εφημερίδες, ρούχα, ψηφοδέλτια) που έχουν σκιστεί/χαλάσει/στραπατσαριστεί τόσο πολύ ή που είναι τόσο κακής ποιότητας, ώστε η μόνη χρησιμότητα που έχουν είναι το σφούγγισμα κάποιου κώλου πριν πεταχτούν στα σκουπίδια.

  1. (Αύγουστος και χαλλλλαρά στην παραλία...)
    - Πού το έχεις το Metal Hammer;
    - Μέσα στην τσάντα είναι, πάρτο!
    (Το ψάχνει και το ανασύρει από την τσάντα παπαριασμένο)
    - Ρε μαλάκα, αυτό έχει γίνει κωλοσφούγγι!
    - Ω ρε γαμώτο, θα πήρε νερά η τσάντα από κανένα κύμα...
    - Το γάμησες και ψόφησε!!
    - Γάμησέ το... Πωωωωω, κοίτα μια τουρίστρια............
    - Αυτά είναι......

  2. - Σου έφερα το πουκάμισο σου!
    - Πώς είναι έτσι;; Καλά ρε, σου δάνεισα το καλό μου το πουκάμισο για να κάνεις μόστρα στο πάρτι κι εσύ μου το έκανες κωλοσφούγγι;;
    - Έλα μωρέ, λίγο ράψιμο εδώ και λίγο Dry Clean εκεί...
    - Δεν φταις εσύ... Φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό...

  3. (πάλι στην παραλία, αυτή τη φορά με χαζογκόμενα)
    - Έχεις τίποτα να διαβάσουμε κουκλίτσα μου;
    - Ναι, πήρα το Ciao, θέλεις να δεις το μωρό του Σάκη και της Κάτιας Ζυγούλη;;
    - Έλεος με το κωλοσφούγγι! Πάω για βουτιά!

Η άποψη που έχουν οι φαντάροι για τα στρατιωτικά ρούχα... (από Cunning Linguist, 22/08/10)(από Khan, 22/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προικιά όπως μάλλον θα γνωρίζετε, είναι (ήταν αν προτιμάτε) το σύνολο των εσωρούχων, ρούχων, σεντονιών, υφασμάτων, πλεκτών, πετσετών, τραπεζομάντηλων και λοιπών αντικειμένων, που η νύφη έπαιρνε από τη μάνα της με το που αποχωριζόταν το πατρικό σπίτι.

Στην καγκουροσλάνγκ τώρα «προικιά» αποκαλούνται τα μαμίσια ανταλλακτικά, που έχουν αντικατασταθεί με aftermarket.

Για να το κάνω λιανά, στους μη κάγκουρες δίνω παράδειγμα. Είμαστε στο 2002, όπου φραγκάτος σαραντάρης κάγκουρας αγοράζει το θηρίο που λέγεται hayabusa. Σε μία εβδομάδα βγάζει τις μαμίσιες εξατμίσεις (τα δύο τελικά), και βάζει yoshimura (λιανική τιμή 2.000 ευρώ) μονό τελικό που δίνει 1457 ντεσιμπέλ παραπάνω, και slim look. Μετά, επειδή δεν του κάθεται το πίσω φτερό οπότε το αφαιρεί και βάζει ένα πιο μικρό aftermarket. Οι μαμίσιες εξατμίσεις, όπως και το μαμίσιο φτερό (αχρησιμοποίητα σχεδόν), αν δεν πουληθούν, κρύβονται στην αποθήκη. Μετά από διετία, ο κάγκουρας βαρέθηκε το hayabusa, και γουστάρει το δεκατεσσάρι της kawasaki. Οπότε πουλάει το θηρίο, όπως είναι (με τις αλλαγές), και με, ή χωρίς τα προικιά της (αν είναι με, συμβαίνει όπως ακριβώς με τις νύφες).

Συνήθως τα προικιά εμφανίζονται στη μεταπώληση, και κάποιες φορές ο όρος αναφέρεται και στο σύνολο των αξεσουάρ (μαμίσια αλλά και aftermarket), που δεν φοράει την συγκεκριμένη στιγμή η μηχανή (για παράδειγμα ένα σετ μπαγκαζιέρες, μία μεγάλη ζελατίνα -παρμπριζ για ταξίδια ή μια κουκούλα προστασίας από την βροχή).

-Πόσο πάει το πριόνι;
-8.000. -Πολλά... Βρίσκω με 7 χιλιάρικα το ίδιο...
-Όχι και το ίδιο. Έχε υπόψη σου, είναι καθαρό, κι έχει πάνω του της παναγιάς τα μάτια. Acrapovic, φίλτρο ελευθέρας, σωληνάκια υψηλής, καρίνα και σίδερα. -Ναι, αλλά τα extra, δεν τα πληρώνεσαι στη μεταπώληση.
-Δεν τα πληρώνεσαι καινούρια, αλλά για να τα βάλεις καινούρια πάει πάνω από δύο χιλιάρικα, και όπως βλέπεις, η παραπάνω αξία είναι ένα χιλιάρικο από την τιμή της αγοράς. -Ναι ρε φίλε, γιατί να δώσω τα παραπάνω, ενώ εγώ δεν γουστάρω τον πολύ θόρυβο;
-Η τιμή είναι με όλα τα προικιά της. Σου λέω είναι ευκαιρία. Άμα γουστάρεις βάζεις τα μαμίσια. Πάρτο, δεν θα χάσεις.
-Έτσι λέει ρε φίλο!!!! Μάλλον θα το κλείσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καυσόξυλο χαρακτηρίζεται ένα μουσικό όργανο, στις περισσότερες περιπτώσεις έγχορδο (όπως κιθάρα, βιολί κλπ.), που συνδυάζει κακή ποιότητα κατασκευής με κακής ποιότητας υλικά, παράγοντες που επηρεάζουν εξίσου τον παραγόμενο ήχο, την άνεση στο παίξιμο, αλλά και τη μακροζωία του οργάνου.

Οι επενδύσεις σε καυσόξυλα, κατεξοχήν πιο φθηνά σε κόστος, ασχέτως χώρας προέλευσης ή κατασκευής, πραγματοποιούνται τόσο από αρχάριους παίκτες, όσο και από πιο έμπειρους ή προχωρημένους, οι μεν επειδή δεν επιθυμούν να τα σκάσουν χοντρά όντας αρχάριοι, οι δε επιλέγουν να επενδύσουν στο φτηνό όργανο με την προοπτική της αναβάθμισής του από άποψη επιμέρους εξαρτημάτων (π.χ. αλλαγή ηλεκτρικών και μαγνητών στα ηλεκτρικά όργανα), που εν τέλει κοστίζει πιο φθηνά από την αγορά ενός κομπλέ οργάνου, συν τ' ότι επιτρέπει στον εκτελεστή να πουλήσει άποψη.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως ο ευθύς εξαρχής χαρακτηρισμός ως καυσόξυλο ενδέχεται να είναι εξαιρετικά υποτιμητικός για ένα όργανο, που μπορεί μετά από χρόνια παιξίματος να αναδείξει έναν τελείως διαφορετικό ηχητικό χαρακτήρα, καθώς τα όργανα παρουσιάζουν πολύ συχνά ιδιότητες αντίστοιχες με αυτές των παλιών κρασιών: όσο πιο παλιά, τόσο πιο καλά (χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κανόνα).

  1. Απλώς απ' οτι έχω καταλάβει για έναν αρχάριο ΒΙΟΛΙΟΥ που να μην θέλει καυσόξυλα πρέπει να δώσει1000-1500 ευρώ(για καινούργιο όργανο-μεταχειρισμένα λιγότερο). (Εδώ)

  2. Ζούμε στον αστερισμό της Τσέχας φίλτατε. Τσέκαρε εδώ, θα βρείς κάτι αρκετά καλύτερο σ'αυτά τα λεφτά (ίσως λίγο παραπάνω αλλά πιστεύω αξίζει). Η κιθάρα του Alex pak είναι καυσόξυλο στην καλύτερη, οπότε αν θες ν'ασχοληθείς καλύτερα πάρε κάτι που θα κρατήσει παραπάνω και θα παίζει αξιοπρεπώς. (Εκεί)

  3. Να ξαναθυμίσω εδώ οτι αναζητείται μπουζουξής. Αν θέλετε λαϊκά, καλό θα είναι να φέρετε και κάποιον φίλο σας με το μπουζούκι του (εγώ έχω ένα αλλά είναι καυσόξυλο). (Παραπέρα)

!!!! (από Mr. Cadmus, 27/08/10)(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ό,τι μεταφέρεται μαζικά σε κουβάδες, και είναι ωσεκτουτού πολύ κακής ποιότητας, ιδίως σε υπηρεσίες όπως ο στρατός κ.τ.ό. Κατ' επέκταση, ό,τι είναι κακής ποιότητας, σαν να έχει φτιαχτεί μαζικά και απρόσεκτα (σ.ς.: εξαιρείται το σπέρμα). Η έκφραση μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι το εν λόγω αντικείμενο είναι άξιο μόνο για να πεταχτεί στον κουβά των απορριμάτων.

  2. Αντιστρόφως, πανάκριβο υλικό που παραγγέλνεται από τα ελληνικά νοσοκομεία μόνο για να εισπραχθεί η προμήθεια, και προορίζεται για τον κουβά των αχρήστων.

  1. Είδα επίσης να φτιάχνουν, σε μαζικές περιστάσεις, και καφέ στην κυριολεξία κουβαδίσιο, δηλ. μέσα σ’ ένα πλαστικό κουβά, όπου η τύπα έβαζε καφέ κατευθείαν απ’ τη σακούλα, υπολογίζοντας με το μάτι. Η ακριβής διαδικασία μού ξέφυγε, πάντως ήταν κι αυτός καλός κι όχι κουβαδίσιος με τη μεταφορική έννοια.
    (Εντυπώσεις από Βιετνάμ στο sarantakos.com).

  2. Εκει πάνω λοιπόν το φαι έσκαγε από την ταξιαρχία μέσα σε κουβάδες από αυτούς που βάζουνε το αλάτι ή το γιαούρτι. Κοτόπουλο κουβαδίσιο, πατάτες κουβαδίσιες και όλα αυτά μετά από 45 λεπτά από το Σταιγκερ.
    (Φοράδα της Θητείας).

  3. δε μιλάω για ηθική. τα εκκλησιαστικά αλλού. Διότι ως γνωστόν, άλλο παπάδες κι άλλο θρησκεία. Υπάρχει κάτι εκεί. ένα ψέμα. ενα τεραστιο κουβαδίσιο ΨΕΜΑ!! ΨΕΜΑ ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ!!! ας μη μιλούν για θρησκεία οι παπάδες καλύτερα, ας περιοριστούν στο κουτάκι με τα ψιλά που βάζουν οι πιστοί. (Από (φοράδα)

  4. (Εχει ενδιαφέρον να πληροφορηθεί ο πολίτης, τι αποκαλούν οι εργαζόμενοι στα χειρουργεία «τα κουβαδίσια»: πανάκριβα αχρησιμοποίητα υλικά προορισμένα για τον κουβά των αχρήστων, παραγγελμένα μόνο για να εισπραχθεί προμήθεια). Αυτή η χυδαία καταλήστευση είναι αδύνατο να τιμωρηθεί ή να εκλείψει, διότι είναι... νόμιμη! Η σημερινή υπουργός Υγείας, ως Γενική Γραμματεύς Εμπορίου στην κυβέρνηση Σημίτη, εξειδίκευσε νόμο που όριζε ότι κάποια συγκεκριμένα ιατρικής χρήσης προϊόντα, συγκεκριμένων εταιρειών είναι «μη συγκρίσιμα», δηλαδή «εκτός πλαισίου διαγωνιστικών διαδικασιών»: τα δημόσια νοσοκομεία μπορούν να τα προμηθεύονται χωρίς μειοδοτικό διαγωνισμό!
    (Επιφυλλίδα Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή).

Κουβαδίσιοι κάβουρες, for old times\' sake! (από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πάμπολλες θεωρίες για την προέλευση της χαρακτηριστικής κοιλότητας που έχουν ορισμένες φιάλες κρασιού στο πάτο:

Αυτά βέβαια ισχυρίζονται κουτόφραγκοι οινολόγοι του κώλου που όταν εμείς κάναμε βακχικά αζμπέτε εκείνοι επιδίδονταν στην αυτοκοπροφαγία.

Μόνο το Ελληνικό σλανγκικό δαιμόνιο αφουγκράστηκε το raison d'être του περί ου ο λόγος βαθουλώματος και το εσλάνγκιξε «κλέφτη». Και για όποιον δεν κατάλαβε, πρόκειται για αποτέλεσμα λαμογιάς του κάθε καργιόλη εμφιαλωτή που θέλει να μας πουλήσει λιγότερο κρασί!

- Το «βαθούλωμα» στο οποίο αναφέρεστε - και το οποίο πολλοί ονομάζουν και «κλέφτη» - έχει πολλαπλούς ρόλους, διαφορετικής όμως σημασίας μεταξύ τους.
(εδώ)

- Μπουκάλι κρασιού 750ml. Διαφανές ή πράσινο. Με «κλέφτη» ή χωρίς. Συσκευασία: Κιβώτιο 12 τεμάχια. Τιμή: €7,68 (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified