Further tags

Ένα τουτούνι βγάζει μούτρα σε περίπτωση υποστροφής: οι μπροστινοί τροχοί γλιστρούν και το όχημα θα κινηθεί με την μούρη προς το εξωτερικό μέρος της στροφής. Ο σωστός οδηγός θα τραβήξει το πόδι από το γκάζι ή, στα δύσκολα, θα τραβήξει χειρόφρενο. Συνήθως προκαλείται λόγω κακού στησίματος του εφτακινήτου, φθαρμένων ελαστικών, υπερβολικής φόρτωσης, ασχετοσύνης, ή απλά φορ τεχ λουλζ.

Σ.ς.: στην αντίθετη περίπτωση υπερστροφής το αμάξι θα πετάξει κώλο πράγμα που αντιμετωπίζεται με ανάποδο τιμόνι και κατάλληλα γκαζώματα.

- Τα πισωκίνητα τα προτιμούν καλοί οδηγοί (οι περισσότεροι παλιάς σχολής) που θέλουν να έχουν τον έλεγχο αν τυχόν μπούνε σε στροφή με περισσότερα χιλιόμετρα απ' όσο πρέπει (αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά αμάξια στημένα για λίγη υποστροφή). - Ετσι ακριβως ειναι συμπεριφορα του si μου. Βγαζει λιιιιγα μουτρα στην εισοδο αλλα με το που δωσεις γκαζι διορθωνει και απλα στριβει
(βρουμ)

- στο δρομο...δηλαδη πολυ κατω απο τα ορια του το αμαξι ειναι αρκετα ουδετερο-ελαφρα υποστροφικο..ακομα ομως και στο οριο του δυσκολα βγαζει μουτρα..πολυ δυσκολα..μηπως κατι παιζει με την ευθυγραμμιση σου....την εχεις τσεκαρει;;
(βρουμ βρουμ)

Υποστροφή (από Vrastaman, 18/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράφει κινητήρες πετρελαίου που κροταλίζουν περισσότερο από το κανονικό. Ενδεικτικό είτε αρρύθμιστου κινητήρα, είτε σοβαρότερης βλάβης.

Έχει να κάνει με τον τενεκεδένιο ήχο που κάνει το καπάκι στις φθηνές παλαιές κατσαρόλες, όταν αυτό χτυπάει επάνω της όταν βράζει το νερό / φαγητό.


Ο ίδιος όρος επίσης χρησιμοποιείται και για τα «απρόσωπα» αυτοκίνητα, δηλαδή εκείνα που έχουν φτιαχτεί κυρίως για να εξυπηρετούν απλώς τις ανάγκες μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο και όχι για, ή και για οδηγική απόλαυση.

Έχει να κάνει με το ότι μία κατσαρόλα είναι ένα απλό χρηστικό αντικείμενο που υπάρχει απλά και μόνον για να κάνει την δουλειά του και όχι για να προσφέρει διασκέδαση, απόλαυση ή χαρά (το φαγητό που μαγειρεύεται μέσα στην κατσαρόλα είναι άλλη ιστορία βέβαια...).

  1. Σαν κατσαρόλα ακούγεται το μοτέρ σου...

  2. Αυτό το αυτοκίνητο δεν έχει «ψυχή», σκέτη κατσαρόλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα παλαιό λολοπαίγνιο για το αυτοκίνητο.

Πρόκειται μάλλον για σκόπιμο μποστικό βαρβαρισμό, κατά τα ελεωφορείο, αρκούδως, ιπποδήλατο, υγρόν αγόραζε, βραδυόφωνο, τουλάστιχον, ανθηρόστομος, λουκλάνικο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων (βλ. πιχί εδώ). Κατά άλλους, αποτελεί τοπικό ιδιωματισμό νίντζα (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

- εχω κι εγω εφτακινητο...αμε.... ενα AX GTi 1.4 multipoint....το εν ελλαδι le mans....τρεχει πολυ....ειναι καλο...ειμαι και ομορφο αγορι...ναι...
(εδώ)

- Μετά από μερικές μέρες έδεσα το τρέϊλερ με το φουσκωτό στο εφτακίνητο και μετά από 2-3 ώρες βρεθήκαμε στην Αίγινα.
(εκεί)

- Κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου, ο στρατός είχε διανοίξει προχείρους οδεύσεις διά την κίνησιν των οχημάτων μέχρι και των πλέον αποκρήμνων κορυφών. Εις κάποιο ορεινόν χωρίον του Γράμμου, έφθασε μίαν ημέραν μία μικρά φάλαγξ οχημάτων, την οποίαν περιεκύκλωσαν οι ολίγοι κάτοικοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Μερικαί εκ των γυναικών δεν είχον ιδεί εις την ζωήν των αυτοκίνητον και ίσως ήκουον και την λέξιν διά πρώτην φοράν. Μία εξ αυτών το είπε: «εφτακίνητο» (διά την ακρίβειαν «ιφτακίντου»). Η λαϊκή γλώσσα δεν έχει λέξιν με πρώτον συνθετικόν την αντωνυμίαν «αυτός», ενώ έχει λέξεις με πρώτον συνθετικόν το «εφτά». Η αγράμματος λοιπόν αυτή γραία δεν συνέλαβε καλώς την λέξιν, δεν εγνώριζε βεβαίως την ετυμολογίαν την και ενόμισεν ότι κάπως πρέπει να ομοιάζη με λέξεις τας οποίας εγνώριζεν. Οι «πιτσιρίκοι», οι οποίοι ήδη είχον αναμιχθή με τους στρατιώτας και συνέλαβον ορθώς την λέξιν, ήρχισαν να την πειράζουν: «Μωρέ θειά, δεν του λιέν ιφτακίντου, αλλά αυτουκίντου». Τελικώς το είπε και αυτή: αυτουκίντου.
(παπαραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το μουνοπαγίδα (αλλά και τα πουτσοπαγίδα, γκομενοπαγίδα). Πρόκειται για κάτι που προσελκύει έγκαυλο άνδρα, και τον εμπλέκει σε μπελάδες, και αυτό είναι κυρίως δύο κατηγοριών:

  1. Γκομενέτα μουνάρες ή μεζέδες.

  2. Εντυπωσιακά οχήματα, και κυρίως μηχανές.

Πάσα: Vrastaman.

  1. Παντως το μηχανακι ειναι καυλοπαγιδα...
    οσοι το εχουν οδηγησει μετα το σκεφτονται πολυ σοβαρα...
    οποτε αν φοβαστε οτι μπορει να σας αρεσει μην το παρετε για βολτα.. (Εδώ).

  2. με σιλικονε προσοντα και αμφιλεγομενες επιδοσεις....εσχατως αρχιζει και εχει καποιες θετικες κριτικες απο καποιους οπως ειπαμε....ειναι παντως καυλοπαγιδα.... (από μπουρδελοσάη)

  3. to neo sex symbol-kavlopagida einai edw!!! (Από το φατσοβιβλίο).

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος ή κάτι που είναι πολύ τούμπανο, όπως πρησμένος σφίχτερμαν, γκόμενα με ωραίο σφριγηλό κορμί, και γενικά ό,τι τα σπάει.

  1. Η τεχνολογια καλπαζει τοσο πολυ που απλα μπορεις να περιμενεις ενα 6μηνακι μονο και παιρνεις ενα τουμπανειρο κινητο που κάνει καφέ. (Εδώ).

  2. ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.ΓΙΑ ΓΕΡΑ ΤΟΥΜΠΑΝΕΙΡΟ ΠΑΙΔΙΑ!!!!!! (Από Facebook).

  3. Πιασοκωλικο ΚΑΡΓΑ, φαι τουμπανειρο μπορω να πω παντως(σε ποσοτητα) απλα δεν ειμαι φαν. (Εδώ).

Από το καρναβάλι του Ρίο Τουμπανέιρο. (από Khan, 02/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γομολάστιχα στα Θεσσαλονικιώτικα.

Δώσε μου τη σβήστρα, έκανα ένα λάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Θεσσαλονικιώτικα, οτιδήποτε κρέμεται από το λαιμό ως κόσμημα. Το μενταγιόν.

Την είδα χθες και φορούσε ένα πολύ ωραίο κρεμαστό.

βλ. και κρεμαστάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουτζαντίβαρα είναι στα καλιαρντά τα βυζιά, επειδή αναδεικνύονται στο γυναικείο σώμα ως αντίβαρο για το μουτζό που είναι το αιδοίο (εδώ η ετυμολογία). Βλ. και το λήμμα κατσικανό για μια πιο καυλοπιπιλάτη ανάλυση.

«Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές, να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού no name (=δίχως όνομα).

Επειδή γραμμένο με κεφαλαία αποτελείται από γράμματα κοινά σε λατινικό κι ελληνικό αλφάβητο, εμφανίζεται (κι ενίοτε προφέρεται εντείνοντας μια κάποια σλανγκιά (;)) και σαν νονάμε.

Ίσως να φταίει που τα «anon», «anonymous» είναι κάπως φορτισμένα εδώ και καιρό, πάντως εμφανίζεται κατά κόρον σαν εσκεμμένα επιλεγμένο πλέον κι όχι αυτόματο νικ σε διάφορα σάιτια και νετικά φόρα.

Από εκεί μοιραία διέφυγε και στον προφορικό λόγο. Έτσι:

  • Αναφέρεται ενίοτε απαξιωτικά, σε οποιοδήποτε προϊόν (αν και κάπως συχνότερα για συσκευές, μαρτζαφλέρια κι ανταλλακτικά) άγνωστης κατασκευής και έως ύποπτης προέλευσης ή άγνωστης μάρκας που συχνότατα αποδεικνύεται πως είναι η αθάνατη, διαβόητη και υπεραγαπημένη από νεοφιλελεύθερους κατασκευαστές κι εμπόρους «μ’ έκαψες». Προσόν τους, τι άλλο, η ασυναγώνιστη τιμή.

Όχι βέβαια πως όλα τους είναι μούφες. Κάθε άλλο. Ενίοτε η σχέση ποιότητας-τιμής τα καθιστούν ιδανική επιλογή, ειδικά για ό,τι δεν φαίνεται. Εξού κι αποτελούν στόχο όχι μόνο κάθε φραγκοφονιά αλλά και κάθε χιπστερά που σέβεται το όνομά του.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο μωράκι ή ζωντανό υπονοεί χαριτολογώντας το ακόμη αβάφτιστο.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο υπονοεί κυρίως τον ασήμαντο, τον τυχάρπαστο, τον τίποτα, αυτόν που δεν τον ξέρει η μάνα του, τον εκάστοτε Πίου και χρησιμοποιείται συνήθως σαν αντιπαραβολή με κάποιον πασίγνωστο, αποδεδειγμένα ικανό και αποδεκτό απ’ όλους.

1.
«Βάλαμε δέκα ντουζίνες γκαζάκια στην υπηρεσία της επανάστασης και καταφέραμε να κάψουμε μόνο επτά αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον απογοητευτικό! Και να σκεφτείς πως ήταν το ντεμπούτο μας ρε λογοκρισία το...», φέρεται να έχει δηλώσει ο εγκέφαλος των αγνώστων σε γνωστή εφημερίδα. -«Φταίει ο λογοκρισία ο αρχηγός μας που είναι τσιγκούνης και αγόρασε νονέιμ γκαζάκια!» δήλωσε ένας από τους αγνώστους αφήνοντας να διαφανεί μια διασπαστική τάση στις τάξεις της «φλόγας» των γνωστών αγνώστων.

2.
Άκουσα ότι αυτός που την γαμάει τώρα είναι ο εγγονός του Μίσκου με τα μακαρόνια. Και από τότε τα έκοψα και παίρνω «Στέλλα» σιγά μην του παίρνω και τις καπότες … Πάρε νονέιμ ρε από το σούπερ μισή τιμή σχεδόν και ίδια ποιότητα.
(Ο συνειδητοποιημένος καταναλωτής αναφέρεται σε μια γνωστή Ελένη)

3.
Φίλε μου δεν είναι λογική αυτή. Δείχνεις σε έναν άπειρο που ζητά πληροφορίες να αγοράσει μια σχεδόν νονέιμ μούφα και να αρχίσει τις μόντες, χωρίς καν να του εξηγήσεις το σκεπτικό σου. Ειδικά αφού έχει διάθεση να δώσει και κάποια χρήματα και να πάρει κάτι καλό που θα τον βγάλει για χρόνια, αλλά ακόμα και αν θελήσει κάτι καλύτερο να μπορεί να το πουλήσει!

4.
-Αγοράκια δεν έχει αυτή;
-Ένα κι ένα.
-Δημήτρη και Μαρία;
-Όχι! Δήμητρα η μεγάλη και νονέιμο μικρός μέχρι το Πάσχα. (sic)

5.
Πώς να ασχοληθώ με τους δικούς μου παίκτες όταν ακούω ότι αγόρασε τον Μπελούτσι 12 εκ ευρώ; Εδώ ρε καρμίρηδες δεν δώσατε 6 εκ να πάρετε τον Ρουμπέρτο Κάρλος και έχετε πάρει κάτι νονέιμ που τους βγάζετε καλύτερους και από τον Μπέκαμ. Είμαι εναντίον των απατεώνων και των ηλιθίων και οι Ολυμπιακοί πληρούν και τα δυο κριτήρια.

6.
Στο Carrefour δίπλα στο Φάκτορυ στην Πειραιώς έχει Σόνυ, Σένσισερ και κάτι νονάμε 3 ευρώ έκαστο. Στον όροφο σε κάτι καλαθάκια. Ξεστοκάρουν διάφορα.

(Πλην του 4, όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάσης φύσεως λολ και καραλόλ υποκείμενο ή αντικείμενο που προκαλεί λόλες καθώς λολάρει πάνω από την Λολάνδη με το ροφλοκόπτερό του σπέρνοντας λολοκαύτωμα φορ τεχ λουλζ.

- Το αλλο λολαδι με το playstation, ηταν που ειχα δει φιλο μου να χρησιμοποιει ειδικο υγρο συντηρησης των CD γιατι χαλαγε η κονσολα.
(εδώ)

- ααααχαχαχαχαχαχα-κόψτε ρε έναν ''γιατρό'' που βρίζει χειρότερα από λιμενεργάτης...εσένα πρέπει να σε δει γιατρός λολάδι...για το φρενοκομείο είσαι σούμπιτος, πήρα τηλ. θα'ρθουν σε λίγο τα παληκάρια να σου περάσουν το σακάκι με τα μανίκια που δένουν από πίσω...
(εκεί)

- Εσυ θα σου αρεσε καθε χρονο που παιζεις ενα συγκεκριμενο ειδος παιχνιδιου να σε λεγαμε ολοι εδω μεσα λολαδι και οτι παιζεις μουφες;προσεχε λοιπον πως μιλας,και αν δεν σου αρεσει κατι δεν χρειαζεται να κατακρινεις ας μην σχολιαζεις καν!
(παραπέρα)

Lollandreou (από Vrastaman, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified