Further tags

Σάντουιτς-Μολώχ τ. βρώμικο, από αυτά που δεν τρώγονται αλλά σαβουριάζονται.

Καμία σχέση με τα συνώνυμα πλην γκουρμεδιάρικα ciabatta.

  1. - Πηγαίναμε στα Everest για μια παντόφλα και ξαφνικά πετάγεται ένας κάγκουρας με RX8 και τα αραπησιάρικα στο τέρμα!
    (Cunning Linguist, εδώ)

2.
Η Σφολιάτα στην οδό Καρύτση είναι το καλύτερο κρυμμένο μυστικό για τη μακράν ανώτερη διαίτης παντόφλα σάντουιτς στην Αθήνα, με μπέικον, τυρί, ομελέτα, πατάτες, τυροκαυτερή, μουστάρδα και λίγο αλατάκι στο τέλος.

3.
Κάποιοι χρησιμοποιούν τη δικαιολογία της οικονομικής κρίσης, που ωθεί σε λιγότερο υγιεινές συνήθειες. Για άλλους φταίει το πολύ ξενύχτι που σε προκαλεί στις 4.00 τα ξημερώματα να ενδώσεις στο σάντουιτς - παντόφλα. Ενώ, για κάποιους τρίτους, σημαίνει: «Ό,τι δίαιτα έκανα... έκανα, τώρα θα απολαύσω τα πάντα χωρίς φόβο και πάθος».

(από σφυρίζων, 29/07/13)(από σφυρίζων, 29/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κλασική αργκό, παντόφλα είναι το πορτοφόλι.

Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα,
εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν τακτικά
της φυλακής οι πόρτες.

Από το άζμα του Βαγγέλη Παπάζογλου Κάτω στα Λεμονάδικα

(από Khan, 29/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενισχυτής σήματος εκπομπής στην αργκό των ραδιοερασιτεχνών.

Απαραίτητη καγκουριά κάθε σιμπή που σέβεται τον εαυτό του: με μια καλή παντόφλα θα τον ακούει ολάκερος ο ντουνιάς.

Ασίστ: GATZMAN, Κhan.

1.
cb χωρις «παντοφλα» δεν νοειται....Τα cb εχουν ισχυ 4-5 watts, με αυτη την ισχυ ειναι ακινδυνα γενικως. Αν τα εφοδιασεις και με μια ιταλικη παντοφλα της συμφορας και βγαλει 500watts, ειναι πιθανοτατο να γινει πολυ broadband!!!!

2.
Οι ανάγκες που αναφέρεις καλύπτονται από όλα τα CB. Η εμβέλεια που έχουν τα περισσότερα είναι γύρω στα 8-10 χλμ στις μπάντες AM/FM. Ενώ στην μπάντα SSB με μια καλή παντόφλα μπορείς να βγεις σε όλη την Ελλάδα (και ΟΧΙ μόνο).

3.
Το θεμα με την «παντοφλα» ειναι οτι εσυ που την εχεις σημαινει οτι εγω θα σε ακουσω μεν απο πολυ μακρυτερα αλλα δεν θα μπορω να σου απαντησω και να με ακουσεις αν δεν εχω και εγω

Παντόφλα εφτακινήτου (από σφυρίζων, 30/07/13)(από σφυρίζων, 30/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουτάλα (και ως χουλιάρι, το κουτάλι)

Ακούγεται κυρίως στην Αρκαδία.

- Γυναίκα, πιάσε την χουλιάρα κι ανακάτεψε γρήγορα μη κόψει το αυγολέμονο.
- Έλα Χριστέ! 40 χρόνια μαγειρεύω και θα με μάθεις εσύ να αυγοκόβω γιουβαρλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πασίγνωστο εξάρτημα / μανταλάκι / πιαστράκι που συναντούμε στις ταβέρνες και τα εστιατόρια, το οποίο συγκρατεί τις άκρες του τραπεζομάντηλου ώστε να μην το παίρνει ο αέρας (και το οποίο κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς ονομάζεται!!!).

Καθίσαμε να πιούμε ένα ουζάκι σε ένα μαγαζί στο λιμάνι, και είχε απίστευτο αέρα εκείνη τη μέρα! Μας σήκωσε 2-3 φορές το τραπεζομάντηλο και αναγκαστήκαμε να βάλουμε καμιά εικοσαριά μανταλακιστήρια γύρω από το τραπέζι για να πιούμε σαν άνθρωποι!

παρόμοιο απαραίτητο αξεσουάρ: ισορροπητήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο εσώρουχο, στριγκάκι.

Εκ του «τυροκόφτης». Ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις ταβέρνες για την κοπή της τυριού φέτα. Υπερέχει σε σχέση με τη χρήση μαχαιριού, γιατί προσφέρει μια καθαρή επιφάνεια κοπής χωρίς να κολλάει τυριά επάνω του κατά τον τεμαχισμό.

Καλά ε, αυτός που έφτιαξε το στριγκάκι, ταβερνιάρης θα ήτανε στα νιάτα του. Αυτό δεν είναι βρακί, είναι εργαλείο για δυσκοίλιες !

(από Gambertais, 15/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΛΚΝ έχει μεν τη λέξη αυτή, άρα μπορεί να θεωρηθεί λέξη δόκιμη κατά κπ τρόπο, όμως δεν εξηγεί αυτά που πρέπει και τα οποία θα προσθέσω πάραυτα εδώ.

Λυσάρι είναι το σχολικό βοήθημα που δίνει τη Λύση στο μέγα Πρόβλημα του πώς θα μάθει ο μαθητής. Άρχισε να γίνεται καθεστώς περί τα εβδομήνταζ αν δεν απατώμαι, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην νοείται τώρα πια σχολικό βιβλίο πάσης φύσεως χωρίς το λυσάρι του, αλλά και να θησαυρίσει ο βασικός εκδότης και, διορθώστε με, πιθανόν ο εμπνευστής αυτών, μίστερ Πατάκης (τουλάχιστον αυτός είδε καλά πόσο κερδοφόρα είναι). Το πράμα συνδυάστηκε θαυμασίως με τον ιερό θεσμό του φροντιστηρίου και των ιδιαιτέρων, κι όλο το κακό φούντωσε και καθιερώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα πχια δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τίποτε, καθότι που λέει ο λόγος η μισή ελλάδα ζει από τις δουλειές αυτές (η υπόλοιπη είναι μπάτσοι).

Η λέξη ετυμολογείται από τη λύση, καθότι αυτό το βιολί κυρίως άρχισε εξ'αιτίας των μαθς, τα οποία ουδείς σχεδόν κατάφερε να διδάξει έτσι ώστε να κάνει τον μαθητή να του τρέχουν τα σάλια αντί να βγάζει καντήλες.

Για μια διαφορετική ανάλυση του θεμάτου, βλ. λήμμα τσουκάλα.

Επιπεοσθέτως καταθέτω σχόλια σύσσλανγκων από διάφορα λήμματα, τα οποία σχόλια διαφωτίζουν το θέμα περαιτέρω:

α. Ως προς τις Εκθέσεις το λυσάρι λεγόταν και Παπανούτσος, γενικευτικά ή Παναπούτσος.

β. Ἡ γενικότερη ἐν προκειμένῳ ἔννοια εἶναι ἡ «φυλλάδα». Ἔτσι λεγόταν παραδοσιακά. Οἱ μαθηματικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο εἰδικότερον «λυσάρια», καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους «λυτάρια», πιθανῶς πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ ὁμόηχα «λυσσάρια», τὰ καυλωμένα δλδ ἐφηβάκια, ποὺ μόνο στὰ μαθήματα δὲν εἶχαν τὸ νοῦ τους. Οἱ φιλολογικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο «μεταφράσεις» ἢ σλαγκιστὶ «μετάφρες». Σ' αὐτὲς δὲν περιελαμβάνοντο τὰ φτηνιάρικα καὶ συντετμημένα λεξικὰ ἀνωμάλων ρημάτων τῆς ἐποχῆς, διότι ὅποιος ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ τὰ διαβάσῃ, ἦτο πολὺ «κυριλὲ» μαθητής.

  1. Δωρεάν ηλεκτρονικά βοηθήματα, λυσάρια, σχολικά βιβλία δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, εκπαιδευτικό υλικό, βιντεομαθήματα - τα-εχει-ολα

  2. Αχαΐα: Έστειλαν το «λυσάρι» των μαθηματικών χωρίς όμως το βιβλίο!

(διαδιχτυακά}

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντομη μορφή για δύο λέξεις:
1. Το πιστόλι.
2. Την βότκα Στολίσναγια (Stolichnaya).

Στα ποντιακά σημαίνει τραπέζι.

  1. - Τώρα το στόλι πού το βρήκες;
    - Ψεύτικο είναι ρε, για τη φωτογραφία.

  2. Από εδώ:
    Πήρα τη Στόλι τη νιου σάϊζ που είναι πιο μεγάλο το μπουκάλι..με συμφέρει να κεράσω..... :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified