Further tags

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κομμάτι ψωμί, που έχει κοπεί άγαρμπα με το χέρι και είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος (μεγαλύτερο από μια φέτα). Συναντάται στην Πελοπόννησο.

- Δώσε μου μια κουμούτσα ψωμί να κάνω παπάρα στη σαλάτα!

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τότε, στα παλιά χρόνια, που υπήρχε ακόμη η δραχμή, χήνα ήταν το χιλιάρικο (για τους νέους 1 χιλιάρικο = 2,93 ευρώ). Ήρθε το ευρώ, έφυγαν οι χήνες. Διότι δε σου πάει η καρδιά να αποκαλέσεις ένα σκάρτο τρίευρο χήνα, ούτε βέβαια είναι λογικό να αναφερθείς σε 1000 ευρώ (ήτοι 340.750 δραχμές) ως χήνα, ούτε καν ως χηνοφορβείο.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το χιλιάρικο (τότε στα παλιά χρόνια λέμε) είχε αξία, τέτοια που να δικαιολογεί την ύπαρξη υποκοριστικού. Άλλαι εποχαί, άλλα ήθη...

- Γέρο, πέσε καμιά χήνα διότι σήμερα έχει έξοδο μετά δημοσίων θεαμάτων με το Μαράκι και δε λέει νά 'μαι ρέστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί δραχμής, το πακέτο του ενός εκατομμυρίου σε πεντοχίλιαρα. Διακόσια πετσετάκια κολαριστά είναι λογαριαμός και παραπέμπουν από πλευράς όγκου και βάρους σε τούβλο, εξ ου και η ονομασία.

— Τα μέτρησατε κύριε Παμπλουτίδη τα χρήματα;
— Τι να μετρήσω παιδί μου; Τρία τούβλα είναι. Ίσα που μας βγάζουν το Σαββατοκύριακο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.

Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο (συνήθως το G3 για τους απλούς φαντάρους) στην στρατιωτική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την κλασσική προτροπή κάθε λοχία προς τους νεοσύλλεκτους:
«Τα όπλα σας να τα προσέχετε και θα τα αγαπάτε σαν τις γκόμενες σας, μην σας τα φάνε».

Πω πω άφησα ξεκλείδωτη την γκόμενα στον θάλαμο και θα φάω πάλι καμπάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στρατιωτική ζώνη που φοράνε οι φαντάροι (προέρχεται από τα αρχικά Α/Τ).

Δεν έχει νούμερο για να φοριέται από όλους ανεξαρτήτως πάχους και διαθέτει τρύπες για να προσαρμόζονται οι παλάσκες.

- Σφίξε την ΑΤ σου να πάμε για περίπολο...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης τσιγάρο. Εναλλακτικά αναφέρεται ως υποτιθέμενο φυτό που παράγει ως καρπούς τσιγάρα (χρησιμοποιείται για να κάνει κάποιος τράκα με χιούμορ).

  1. Κάνουμε μια τελευταία τσιγαριά και πάμε για ύπνο.

  2. Ανέβα ρε στην τσιγαριά και πιάσε μου ένα τσιγάρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.

Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.

Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...

Got a better definition? Add it!

Published

Οι λίρες στερλίνες. Λέξη των Ελλήνων φοιτητών της Αγγλίας.

Υποκοριστικό, τα λιρόνια.

- Κωλυόμενα τα βλέπω όλα. Είχαμε κατεβεί Μπράιτον το Σάββατο, πήγαμε καζίνο κι έσπρωξα χίλια πεντακόσια λιριά. Δεν υπάρχει σάλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified