Further tags

Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.

  1. - Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;

  2. - What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επιστόμιο των τσιγάρων.

- Βάλε τζιβάνα στο τσιγάρο για να ρουφάει καλύτερα.

(από Khan, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερχάιτέκ, υπερπανάκριβο και συνήθως υπεράχρηστο γκάτζετ.
Η ρίζα είναι από τη λέξη μπλιμπλίκι, που, όπως έχει επισημανθεί και σε έναν από τους ορισμούς, έχει γίνει όρος που συστεγάζει ό,τι το ηλεκτρονικό, με προσθήκη της κατάληξης -τρον που δίνει την αίσθηση τεν γήερς άφτερ τεχνολογίας (βλέπε Σύχνοτρον, Κύκλοτρον, Έσοπτρον και άλλα συναφή).

- Τι μπλιμπλίκιτρον είναι αυτό ρε θείο;;;
- Άσε μάστορα σου λέω, είναι ταυτόχρονα κινητό, τζιπιές, εφεφές, σέηκερ και επιταχυντής μποζονίων. Το αγοράζεις με τρεις χιλιαρίσκες από το Γερμανό και χρηματοδοτείς και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια και τον Τσίπρα.

Του Woοdy Allen το Orgasmatron (από Vrastaman, 31/07/08)(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό συρτάρι βιβλιοθήκης ή κομοδίνου που χρησιμοποιείται ως χώρος φύλαξης μικρών αντικειμένων. Το λήμμα χρησιμοποιείται στη διάλεκτο των Επτανήσων και προέρχεται από την ιταλική.

- Ρε Μαρία, σου έφερα τις σημειώσεις που ήθελες. Πού να τις ακουμπήσω;
- Βάλτες μέσα στο κατζέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.

Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.

Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.

Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.

Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.

«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και αγαπημένο χτυπητήρι, του οποίου η χρήση περιορίζεται στην παρασκευή. Τις υπόλοιπες μέρες έχει αργία. Χάχα, καλό ε;;;

– Πιάσε μία τη φραπογαλιέρα ρε, μπας και ανοίξει το μάτι μας ναούμ...
– Μωρ' εγώ να την πιάσω, αλλά είναι Τρίτη σήμερα.

Φτεροφραπογαλιέρα (από joe909, 09/09/11)(από jesus, 13/05/12)

Δες και μαλακιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει κάτι που έχει πολύ έντονη γεύση, συνήθως πολύ καυτερή ή πολύ όξινη.
Απαντάται συχνότερα σαν χαρακτηρισμός του πολύ δυνατού ξιδιού, ίσως γιατί με την πολύ όξινη γεύση του σε κάνει να το βάζεις στα πόδια. Ακούγεται όμως και στην περίπτωση άλλων πολύ δυνατών εδεσμάτων.

Πωπω, ρε συ, αυτή η σκορδαλιά είναι πολύ δυνατή, μιλάμε μου πέταξε τα μάτια έξω! Δραπέτης είναι σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικός όρος για τους κολοκυθοκεφτέδες που προκύπτει από λεκτική σύντμηση. Λέγεται στα πλαίσια πειράγματος. Προκαλεί έκπληξη στον άλλο, όταν του προτείνουμε να φάει τέτοιο φαΐ γιατί το άκουσμα μιας τέτοιας λέξης παραπέμπει στη φράση «κεφτέδες του κώλου» (μάπα δηλαδή). Δικαίως απορεί ο άλλος με τέτοια πρόταση.

- Από το συγκεκριμένο εστιατόριο που πάτε να κάτσετε, σας προτείνω αβλεπί να δοκιμάστε τους κολοκεφτέδες του.
- Και προτείνεις να δοκιμάσουμε κεφτέδες του κώλου;
- Χαλάρωσε ρε ψάρακα. Σε πειράζω. Για κολοκυθοκεφτέδες μιλάω.

(από GATZMAN, 25/09/09)(από GATZMAN, 16/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κοινώς γνωστή χυλόπιτα, εννοώντας την απόρριψη πρότασης για ερωτική σχέση.
  2. Η χυλόπιτα σαν ζυμαρικό.
  1. - Πωωωώ ρε φίλε... Έφαγα χυλόπιτα χθες από το Μαράκι και είμαι χάλια σήμερα.
    - 'Ντάξει, δεν έγινε ρε και τίποτα... Θα φας πολλές στη ζωή σου. Εμένα έχει σκάσει η κοιλιά μου απ' τα πιτοπούλια που έχω φάει!

  2. - Τι να φάμε ρε συ αύριο; Έχω και δουλειά και δεν έχω χρόνο να φτιάξω τίποτα...
    - Εγώ λέω να πάμε στο εστιατόριο να φάμε τίποτα πιτοπούλια με κοτόπουλο, και για το βράδυ βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified