Further tags

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νοικοκυρά χαρακτηρίζεται η γυναίκα η οποία κατά την εκσπερμάτωση καταπίνει όλο το σπέρμα του συντρόφου της.

- Η Μαριώ είναι και η πρώτη στην πίπα και στο τέλος νοικοκυρά..., δεν άφησε σταγόνα να πέσει κάτω. Τα καθάρισε όλα!
- Αμάν να μου κάτσει και μένα μια τέτοια αδελφάκι μου.

Βλ. και σχετικό λήμμα καταπιόλα ή πουτσοστραγγίχτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Zippo ανάβει φωτιές από το 1933 και παραμένει ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς των αναπτήρων. Όπως τόσα άλλα διαχρονικά φετίχ – π.χ. ο σκαραβαίος, το Λιλί Μαρλέν, κ.ο.κ. – η λατρεία για αυτό διέπει το καλό και το κακό. Την δεκαετία του 60 μερικοί χάραξαν πάνω του το σύμβολο της ειρήνης. Άλλοι πυρπόλησαν με αυτό περισσότερους Βιετκόνγκ απ’ ότι όλες οι βόμβες νάπαλμ μαζί.

Η επιδέξια έως και φιγουρατζίδικη χρήση του Zippo αποτέλεσε κομμάτι της τελετουργίας ενηλικίωσης όλων μας.

Ένας τέτοιος αναπτήρας δεν μπορεί παρά να έχει και ξεχωριστό καύσιμο – το μόνο που αγαπήθηκε στο βαθμό που του δόθηκε ένα προσφιλές προσωνύμιο, το ζιπέλαιο! Πέραν όμως της ανάφλεξης, το ζιπέλαιο χρησιμοποιείται και για 1002 επιπλέον σκοπούς – όπως ενδεικτικά τον καθαρισμό λεκέδων, το στίλβωμα της ταστιέρας ενός μπαγλαμά, την αφαίρεση γράσου από αλυσίδες, το επαχθές για τον εγκέφαλο μαστούρωμα!

- Μια φορά (…) έλουσα τα δάχτυλα μου με ζιπέλαιο και έβαλα φωτιά μπροστά στην έντρομη κοπέλα μου, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή μου ζητούσε επιτακτικώς να της δηλώσω πως την αγαπώ. Εκείνη ούρλιαζε κι εγώ φυσούσα ψύχραιμος τα δάχτυλα μου και ικανοποιημένος που έστω κι έτσι έληξα την ηλίθια συζήτηση (Αφήγηση ψυχάκια σε φόρουμ)

- Είχα κολλήσει κάτι αυτοκόλλητα και τα έβγαλα αλλά έχει μείνει κόλλα, με βενζίνη θα τη βγάλω; για πείτε..
- Η λύση είναι μια Ζιπέλαιο.. Αυτο που βάζετε κ στους αναπτηρες Zippo (VW φόρουμ)

- Την πρωτιά στις προτιμήσεις των εφήβων κατέχει το χασίς και ακολουθούν οι μεθαμφεταμίνες και τα εισπνεόμενα. Τα περιβόητα χάπια «έκσταση» και το υγρό με το οποίο γεμίζουν οι αναπτήρες (σ.σ. το γνωστό σε όλους ζιπέλαιο) προτιμώνται κυρίως από τους μαθητές, καθώς μπορούν να τα προμηθευτούν εύκολα και με μικρό κόστος (Εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»)

Ο Ελβετικός σουγιάς των καυσίμων (από Vrastaman, 27/12/08)(από vikar, 12/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται μεταφορικά το καλό ουίσκι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Την παρομοίωση τη χρησιμοποιούν συνήθως οι πότες, οι μπεκρήδες για να δώσουν έμφαση στο ότι «ξέρουν να πίνουν» και για να δείξουν πως δεν είναι χτεσινοί στο άθλημα.

- Σταμάτα να πίνεις λίγο κοπέλα μου, το γαμ**** το μπουκάλι το ουίσκι!!
- Δεν είναι ουίσκι, είναι Αγιασμός!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία λάβα είναι η διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η λάβα είναι το ρευστό εκχυνόμενο σπέρμα (δες κι εδώ) που εξέρχεται από το ενεργό ηφαίστειο του άντρα.

Ο σεισμός που συνοδεύει την ηφαιστειακή έκρηξη στην περίπτωση μας προέρχεται από την ενέργεια που παράγεται απο τη σεξουαλική περίπτυξη, ενέργεια που επηρεάζεται άμεσα από το σεξουαλικό ταμπεραμέντο των εραστών και την αλληλεπίδραση τους.

Λάβα ωστόσο μπορεί να παραχθεί και κατά τη manual διαδικασία παραγωγήςεργοχείρου, όπου η μήτρα υποκαθίσταται από τη χείρα με τα πέντε ορφανά.

Αντίθετα με την κλασική λάβα, που προκαλεί καταστροφές, θύματα, κ.λπ., η συγκεκριμένη δύναται να προκαλέσει δημιουργία (εγκυμοσύνη). Ωστόσο και μετά την καταστροφή που έρχεται μετά από μια ηφαιστειακή έκρηξη (με την κλασική έννοια) δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθεί η χλωρίδα ενός τόπου, λόγω της απορροφούμενης από το έδαφος θερμικής ενέργειας.

  1. Καυλάουρα: Εχουμε να τα πούμε πέντε μήνες ρε κολλητή. Τι νέα;
    Λίλιαν:Που λες Καυλάουρα, γνώρισα ένα παιδί τίγκα στο μαρούλι.
    Καυλάουρα: Οκ. Καλό αυτό. Στο σεξ όμως, πως τα πάει;
    Λίλιαν:Ανεπανάληπτος... που λεγαν κι ο Βοσκό κι ο Λεπά κάποτε. Η λάβα του σαν πύρινο ποτάμι ξεχύνεται από το λάβαρο του και εφορμά μέσα μου. Τρομερός.Τρομερός!
    Καυλάουρα: Επικίνδυνες αποστολές, ε; Αν θες, την επόμενη φορά να ρθω παρέα, για να μην περάσεις το μακελειό μόνη σου. Ετσι είναι οι φίλες πρέπει να μοιράζονται τις δυστυχίες.
    Λίλιαν: Δε νομίζω... Ξέρεις έμεινα έγκυος και μάλιστα μου δήλωσε πως θα με παντρευτεί και μάλιστα μου άνοιξε και κατάστημα με είδη γάμου που μου το 'γραψε στο όνομα μου και το ονόμασε Λίλιαν(Δες).

Απο φόρουμ
2.Όλο του το είναι, το σπέρμα του, ξεχύθηκε σαν λάβα μέσα μου, και με έλιωνε ολόκληρη.
Δες
Σχόλιο:Το σπέρμα εκπροσωπεί όλο το είναι του εραστή.Οιμέ!!!

3.Αυτό ήταν ... άφησα όλη την καυτή λάβα του σπέρματος μου πάνω στα χείλη της και μέσα στο στόμα της!
Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επαναληπτική καραμπίνα: ηχοποίητος όρος που προκύπτει από το χαρακτηριστικό ήχο κατά την επαναγέμιση. Απαντά και ως «χράπα χρούπα».

Όπλο γαμαωδέρνουλων (βλ. και επαναληπτική καραμπίνα) αγαπημένο κατά χοιρινών θηραμάτων, στην ύπαιθρο και την πόλη, ειδικά στην, πριονισμένη ή όχι κοντόκαννη, εκδοχή της.

Προσανατολίζομαι στην αγορά μιας επαναληπτικής καραμπίνας (χράπα-χρούπα) και έχω κάποιους συγκεκριμένους προβληματισμούς...

από site για το κυνήγι...

[ο Steve McQueen [Getaway, 1972) σφίγγεται με τη χλαπαχλούπα στο χέρι και την πρωτο-λατίνα συμπρωταγωνίστρια στο πόδι και στο χέρι.... (από xalikoutis, 30/12/08)](http://s.slang.gr/media/200812/50d6f8615efaf302892d-1428190097_320x180.jpg)Ζαμπέτας - Μανταλένα: Χλάπα-χλούπα (δις), παίζω εγώ το μπαγλαμά, ντρίγκι-ντρίγκι (δις), τί τα θέλω τα λεφτά... (από HODJAS, 26/10/10)Κρητικό Βράιγ (από Vrastaman, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τίγκα και χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε αντικείμενο εκπλήσσει με την υπερβολή ή το μέγεθός του.

  1. (κοιτώντας σε ψησταριά το γύρο που μόλις τοποθετήθηκε):
    -Ρε μαλάκα, τι τιγκάδι είναι τούτο;

  2. (μόλις φέρνει η γκαρσόνα το «περιποιημένο» milk shake του φίλου σου):
    -Τι τιγκάδι είναι αυτό ρε; Για σένα είναι όλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει το «άθλημα» του μπιλιάρδου και (υπήρχε;) το μπιλιάρδο στις υπόγες με σκεβρωμένες στέκες, ληγμένα σάντουιτς κ.τ.λ. Στην ορολογία του δεύτερου είδους, Θανάσης είναι η στέκα η οποία φέρει στην άκρη της ειδικό στήριγμα (γέφυρα) για να χτυπάει ο παίκτης μακρινές μπαλιές.

Ρε συ πιάσε τον Θανάση, ούτε με τα κυάλια δεν τη βλέπω τη μπάλα από 'δώ που είμαι.

Θανάσης Βισκαδουράκης (από nasos, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβερνιέ ή ταβερνιόν (Tavernier-Tavergnon) είναι το εκλεκτό βαρελίσιο κρασί που διαθέτουν οι ταβέρνες και ο τύπος που μας παίρνει παραγγελία το προτείνει πάντα. Είναι σαφώς ανώτερο από όλα τα γαλλικά-ιταλικά-λατινοαμερικάνικα νερά με γεύση που κυκλοφορούν στην αγορά (και που φυσικά τα διαθέτει η ταβέρνα αλλά ο σερβιτόρος μας έκοψε για έξυπνα παιδιά για να χαραμιζόμαστε με τέτοια ποτά) και τις περισσότερες φορές το έχει φτιάξει ο ξάδερφος του ιδιοκτήτη στο χωριό του.

Σερβίρεται συνήθως σε κόκκινο τσίγκινο καραφάκι «αυτοπλυνόμενο» αφού «ποιος ανώμαλος θα πιει κατευθείαν από την κανάτα (για το νερό) ή από το καραφάκι για να το πλύνουμε;». Φυσικά έχει την ιδιότητα να γίνεται ό,τι προστάξει ο πελάτης: Μπρούσκο; Μπρούσκο! Ημίγλυκο; Ημίγλυκο! Γλυκό; Γλυκό! Κάτι-ελαφρύ-γιατί-εγώ-θα-οδηγήσω-και-δε-θέλω-να-πιω-πολύ; Όλο αυτό! Ακόμη δεν έχει εφευρεθεί μείγμα που να γίνεται αυτόματα κόκκινο και λευκό αλλά πού θα πάει, θα γίνει κι αυτό.

(Ο Τάκης περνάει να δει το φίλο του Στέλιο και τον βλέπει λιώμα)

Τ: Τι έπαθες ρε Στέλιο κι είσαι έτσι; Ποιός ξέρει τι ήπιες πάλι χτες.
Σ: Άσε ρε φίλε, 3 ποτηράκια ταβερνιέ ήπια και είδα τον Τζόνι να παλεύει με την πέρδικα, κομμάτια σου μιλάω.
Τ: Ωχ... τι ποικιλίας ήταν;
Σ: Κυρ-Διονύση, που έχει «Το Σπίτι Του Καλοφαγά».
Τ: Τα ήθελε ο κώλος σου αγόρι μου, αφού ξέρεις ότι είναι συνέταιρος σε εταιρεία υγρών καυσίμων. Κάτσε να σε περιποιηθεί ο χανγκάιβερ και να νιώσεις στο πεντάλεπτο. Πες μου τώρα αν έχεις πούπουλα κότας αλανιάρας, φωτογραφία του Μάικλ Τζάκσον χωρισμένη σε πριν-μετά, 3 εμ εν εμς κίτρινα χωρίς φιστίκι, ένα βιβλίο που να γράφει μέσα τη λέξη «συναμφότερον» και τα αρχίδια να χορέψεις γυμνός γύρω από ένα χιονάνθρωπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα snacks / junk food (γαριδάκια, σοκολάτες κλπ). Συνήθως το λένε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, όπως γιαγιάδες.

- Γιαγιά γιαγιά, θέλω σοκοφρέτα!
- Δεν σου παίρνω άλλα γλυκομπούκουνα παιδί μου, θα σου χαλάσουν τα δόντια!

Got a better definition? Add it!

Published