Further tags

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».

Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.

- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρονάδα (μίσκο, αβέζ, τετοια πράματα, όχι Μπαρίλλα είμαι πλούσια και αηδίες) με κέτσαπ (άντε το πολύ κανά πουμαρό) και έτοιμο τριμμένο κεφαλοτύρι.

Καλύτερα στα Goody´s για mama´s!

Λεξιπλασία εκ των Pasta Asciutta και σ/πάτα κιούτα.

Συναντάται συχνάκις την περίοδο της εξεταστικής.

- Μαλάκα, πείνασα!
- Κάτσε να πετάξουμε μια πάστα κιούτα και συνεχίζουμε με μηχανική ρευστών 4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επιστημονικοί ορισμοί των τριών βασικών κατηγοριών του φυσικώς εξερχόμενου αερίου εκ του πρωκτού, κοινώς αναφερόμενης και ως κλανιάς ή πορδής. Οι ορισμοί γίνονται με βάση το ηχητικό αποτέλεσμα, που προηγείται, και τις συνέπειες που έπονται (κάτι σαν την αστραπή και την επακόλουθη βροντή).

Αναλυτικά:

Βροντόφωνος η άοσμος: Χαρακτηριστικός δυνατός ήχος πολυβόλου ή και φερμουάρ, ο οποίος είναι μεν τρομακτικός αλλά καταλήγει συνήθως σε false alarm. Καμία μυρωδιά και κανένα παρεπόμενο. Καταλαβαίνεις όμως εύκολα τον ένοχο.

Συρίζουσα η βρομούσα: Τυπικότατος σφυριχτός ήχος, ο οποίος μάλιστα χαρακτηρίζει κινήσεις μεγάλης ταχύτητας. Όταν τον ακούσεις, είναι πλέον αργά για να αντιδράσεις. Απλώς βιώνεις τις συνέπειες, συνήθως με ένα ηλίθιο χαμόγελο τραγικής μαστούρας. Αν είσαι ο «ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!» μπορεί να προλάβεις να ανοίξεις το παράθυρο, και να πηδήξεις ακόμα. Το πιο πιθανό είναι ότι θα καταλάβεις τον ένοχο.

Υπόκωφος η αναισθησιογόνος: Δεν άκουσες τίποτα, μόνο βρέθηκες ξαφνικά μέσα στις αναθυμιάσεις από ληγμένο κουνάβι και μετά δεν θυμάσαι τίποτα πλέον, ίσως μόνο να ξερνάς την τελευταία μπουκιά της τηγανιάς που έτρωγες. ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΕΝΟΧΟ!

Κάθε μια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες περιλαμβάνει και άλλες μικρότερες υποκατηγορίες, αλλά γενικά οι τρεις κύριες κατηγορίες καλύπτουν όλο το φάσμα της αγενούς, πλην όμως αναγκαίας έκφρασης του ανθρώπου.

(Στο γραφείο του διευθύνοντος)
- Κ. Γεωργακόπουλε, θέλω να αλλάξω γραφείο. Μου είναι αδύνατο να δουλεύω με τον Κανέλλο. Κλάνει συνέχεια!!!
- Τι εννοείς Παυλίδη παιδί μου. Σε ποια κατηγορία κλανιάς αναφέρεσαι;
- Συρίζουσα η βρομούσα κ. Γεωργακόπουλε και καμιά φορά βροντόφωνος η άοσμος! Αλλιώς δεν θα βρισκόμουν εδώ να διαμαρτύρομαι τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως η στερεφωνiα απαιτεί την ύπαρξη δύο καναλιών ήχου, παρόμοια το τσιμπούκι στέρεο (διπλό τσιμπούκι), αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια πιπατζού, δέχεται στη στοματική είσοδο της σήμα από δύο μικρόφωνα, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε νοητική χαλάρωση στέρεο (βλ. δυο τελευταίες παραγράφους στο λήμμα «πίπα της ειρήνης»). Θα μπορούσε βεβαίως να οδηγήσει ακόμα και σε στοματίτιδα-στέρεο (ένεκα βακτηριδίων που περιέχονται εντός των γαλακτοκομικών προϊόντων που συσσωρεύονται στο τυροκομιό του μπαργαλάτσου) άμα λάχει ναούμ.

Ο Πέρι ακούει σκυλοτράγουδα στο σπίτι του. Ξάφνου μπαίνει σινάμενη και κουνάμενη η Καυλάουρα που με όλο νόημα λέει:
Καυλάουρα: Πέρι έχεις μουσικό αυτί. Πέρι: Πρώτη φορά μου το λένε.
Καυλάουρα: Λοιπόν. Ξέρεις τι σκέφτηκα;
Πέρι: Τι;
Καυλάουρα: Έλα σπίτι το βράδυ. Εσύ κι ο Μένιος θα ανοίξετε τα μικρόφωνα σας, θα μουσικωθείτε καταλλήλως και εγώ θα σας πάρω τσιμπούκι στέρεο. Θα κάνουμε... την ορχήστρα. Γκαραντί σου λέω. Σαράντα χρόνια στο κλαρί... Ξέρω απ' αυτά.
Πέρι: Το «ορχήστρα» πως γράφεται; Με ήτα ή με ύψιλον;
Καυλάουρα: Είμαι ανορθόγραφη. Δεν ξέρω απ' αυτά. Το σίγουρο είναι πως θα φας καλά. Πέρι(με νόημα): Τι… τι θα φάμε; Καυλάουρα (με νόημα): Σάντουιτς με Καυλάουρα. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο;
Πέρι (με πονηρό μειδίαμα): Όχι. Όχι. Αρκεί να μη μαθευτεί, γιατί τότε η Λίλιαν θα μας φάει ζωντανούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο SOS και την εμφατική κατάληξη -αρα, η σοσάρα είναι το πάρα πολύ σημαντικό. Συνήθως λέγεται για θέματα, που είναι πιθανό να πέσουν σε εξετάσεις.

Υπερθετικός: σούπερ-σοσάρα, καρασοσάρα.

-Από την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ περιμένεις ρε καημένε να σου πουν τις σοσάρες των εξετάσεων; Αφού το έχουν μυριστεί οι καθηγητές τι παίζει και βάζουν τα αντίθετα από τις σοσάρες που υποδεικνύουν οι παρατάξεις.
-Ναι, αλλά μερικές φορές βαριούνται και βάζουν κάθε χρόνο τα ίδια.

βλ. και αντισός, σος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα ζυμαρικά τορτελίνια.

Θα βάλω να βράσω τα τορπιλίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Δονητής - ελικόπτερο, the real ROFLCOPTER.

Η ίδια φάση - από άλλη κάμερα (από poniroskylo, 25/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα κάθε λογής έντυπα που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις «ώρες» της «ενεργητικής» μας συνεισφοράς στην παραγωγική διαδικασία.

-Pε παπάροβιτς, θα μου δώσεις τα «κόκκινα αυτιά» του reiser που έχεις στην τουαλέτα;
-Mπαά... δεν το αποχωρητίζομαι...

(από Vrastaman, 25/01/09)

βλ. και χεστικό, περιοδικό τουαλέτας, χεζόλεξο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified