Further tags

Μαλ (μαλάκας) + έφας (ελέφας/ελέφαντας).

Συνώνυμο του γκράντε μαλάκα σε light edition.

Συνήθως χρησιμοποιείται απευθυνόμενοι σε φίλο, για να χρυσώσουμε το χάπι.

- Πάνο, να κάνουμε ένα ντου στα μουνιά που κάθονται εδώ δίπλα;
- Τι λες ρε μαλέφα, κοίτα απέναντι εκείνες τις βροντομούνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεβάτι μέσα σε γαμηστρώνα.

Τα επαγγελματικά είναι μεταλλικής κατασκευής, ανθεκτικά σε κραδασμούς και μεγάλα σε διαστάσεις, ώστε να καλύπτουν κάθε είδους και μορφής επέμβασης.

Ένα καλό χειρουργικό τραπέζι, θα πάρεις ρε, 69, αεροπλανικά, ασκήσεις κάμα σούτρα, παρτούζες, όλα να βγαίνουν εκεί πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία της ΤΑΠ (Ταυτότητα Αναγνώρισης **Π**τώματος: μεταλλικό πλακίδιο με αλυσίδα, που δίνεται στους στρατιώτες και αναγράφει τα στοιχεία τους).

- Τι έπαθες ρε σειρά, γιατί έχεις νεύρα;
- Άσε ρε φίλε, οι μαλάκες έβαλαν λάθος ασιμί στο νεκροτάμπελό μου. Πρέπει να βγάλω καινούργιο τώρα.

Η φωτογραφία είναι από το flickr. (από dimitris080286, 18/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρεφικό καθισματάκι που σου επιτρέπει να τα κουνάς και να τα ζαβλακώνεις προσωρινά τα μούλικα ώστε να μπορέσεις και συ να χαρείς νανοδευτερόλεπτα ησυχίας. Εκ του αγγλικού relax. Ακατάληπτο εκτός Ελλάδος.

Έλλην σε κατάστημα βρεφικών ειδών στο Λονδίνο:
- Χελλ-ό-ου μίστερ, αη γουάντ ριλάξ.
- I beg your pardon;
- Mπέημπυ ριλάξ. Ρι-λάξ.
- Too late for that old chap, you should have used a rubber when you had a chance!

Got a better definition? Add it!

Published

Στη Λάρισα, τσαγκαρσούλι είναι ένα αιχμηρό εργαλείο του τσαγκάρη με το οποίο ανοίγει τις τρύπες στα δέρματα για να περάσει την κλωστή που θα ραφτεί.

Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται για να να δηλώσει τα μικρά εργαλεία ή γενικά τα μικροπράγματα.

- Φέρε μου δίπλα απ' τη ραπτομηχανή το κουτί με τα τσαγκαρσούλια, κόρη μου.
- Τί θες γιαγιά, να στο φέρω κατευθείαν να μην κουράζεσαι.
- Το ξηλωτήρι και τη δαχτυλήθρα παιδάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγαριλίκι. Απαντάται και ως γάρο (ουδ.)

- Να στρίψουμε καναν γάρο μπας και σκεφτούμε καλύτερα την υπόθεση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται η φέτα (τυρί) και λέγεται πού αλλού; Στη Λάρ'σα!

- Θεία, τί να την κάνω 5 κιλά φέτα που μου έφερες; Θα μου χαλάσει.
- Βάλ' το στο γάρο κορτσούλι μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση σλανγκίζουμε, την κλασσική έννοια για το εικονοστάσι, που αφορά, την μεγάλου ύψους κατασκευή, που χωρίζει το Άγιο Bήμα, από τον κεντρικό χώρο ενός χριστιανικού ναού, που κοσμείται με πληθώρα λατρευτικών εικόνων.

Μιλάμε για το τέμπλο του ναού δηλαδή. Καλά και άγια αυτά. Εδώ όμως...για τι πράγμα μιλάμε; E, εδώ κάνουμε την ανατροπή...

Ο όρος έχει, είτε χιουμοριστική, είτε απαξιωτική χροιά, και αναφέρεται στην επιφάνεια εργασίας (ντέσκτοπ) του Η/Υ κάποιου, που είναι τιγκα απ' τα εικονίδια (αρχείων, συντομεύσεων, κλπ), ώστε... και καλά, να φέρνει σε εικονοστάσι. Λέμε τώρα..!

Ενα βαρυφορτωμένο ντέσκτοπ συμβάλλει στη μεγαλύτερη κατανάλωση πόρων συστήματος, επιβραδύνει τη λειτουργία του Η/Υ και κάνει δυσκολότερο τον εντοπισμό κάποιου αρχείου εντός της επιφανείας του.

Πολλοί λένε πως, ένα ατακτοποίητο ντέσκτοπ, αντανακλά ανοργανωσιά που εκδηλώνεται από τον κάτοχο του Η/Υ, στο περιβάλλον του (π.χ: περιβάλλον διαμονής, εργασίας, κλπ).

Αυτοί δε, παραφράζοντας τον Αίσωπο λένε: Δείξε μου το ντέσκτοπ του Η/Υ σου, να σου πώ πόσο οργανωμένος και τακτοποιημένος είσαι, γενικότερα. Αν είναι εικονοστάσι...τότε, κλάφτα Χαράλαμπε.

  1. Απαξιωτική χροιά
    Προϊστάμενος:
    - Σουλούπωσε ρε εσύ λίγο το ντέσκτοπ του υπολογιστή σου. Εικονοστάσι το έκανες. Πώς να μην αργεί μετά το σύστημα σου; Τσαντίζομαι που το βλέπω έτσι....

  2. Απαξιωτική χροιά
    Προϊστάμενος:
    - Καλά ρε φίλε, αν θελήσεις να βρεις στα γρήγορα ένα αρχείο, σ' όλο αυτό το πέλαγος εικονιδίων που 'έχεις πετάξει στο ντέσκτοπ, του υπολογιστή σου, πως θα το βρεις; Εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Αίτηση στον ΟΗΕ πρέπει να κάνουμε. Ντέσκτοπ είναι αυτό ή εικονοστάσι;

  3. Χιουμοριστική χροιά
    - Πω πω τι εικονοστάσι είναι αυτό ρε εσύ; Μόλις το είδα πήγα να κάνω το σταυρό μου...χα χα χα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική συσκευή για να διώχνει τους/τις υποψήφιους συζύγους που σου εμφανίζουν κάθε τόσο οι γονείς σου προκειμένου να τακτοποιηθείς και να τους κάνεις εγγονάκια.

Η Μαρία καλησπέρισε τον μουρόχαβλο που της σύστησε η μάνα της και άναψε τον ανεμνηστήρα στο φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified