Further tags

Τα σκάρτα, τα υπόλοιπα ή αποδέλοιπα. Αυτά που αφήνονται από όλους στο τέλος της διαλογής ως άχρηστα. Τα Β' διαλογής υλικά, τρόφιμα, ρούχα, ακόμη και μουνιά.

Τα συναντάμε ιδιαιτέρως στην Κεφαλλονιά και στη Λευκάδα, υποθέτω δε ότι θα χρησιμοποιείται και στα αποδέλοιπα των Επτανήσων. Στην Σάμο λέγονται αποδιαλεγούδια και έχουν την ίδια σημασία (αυτά που απέμειναν).

Προφάνουσλυ, ετυμολογικά ο όρος παράγεται από την πρόθεση «από» και το ρήμα «διαλέγω», ήτοι ξεδιαλέγω, ξεχωρίζω.

  1. - Πάρε μάτια μου καποσάντε* να νοστιμίσεις.
    - Ναι, που αφήκατε ούλα τα αποδιαλεούρια;

(*Στρείδι ή χτένι του Αμβρακικού κόλπου κυρίως.)

  1. Ρε πούστη άνδρα, άσε κάνα πιπίνι και για μας που να είναι αξιογάμητο. Μόνοτα αποδιαλεούρια δεν έχεις χτυπήσει σ' αυτή την κωλοσχολή!

Αποδιαλογέας ελαιοκαρπου (από perkins, 18/06/10)ο καποσάντες  (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και όχι απαραίτητα άχρηστο κούρκουτο, το κρητικό ξαδερφάκι του μπούμπιστρου. Μπιρμπιτσόλι είναι το μικροαντικείμενο και κυρίως το μικροεξάρτημα που δεν ξέρουμε ή βαριόμαστε να το κατονομάσουμε. Παραφράζοντας τον Τζίζα στο μπούμπιστρο:

Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του εκνευρισμού που προκαλεί το φαινομενικά ασήμαντο ή δυσδιάκριτης χρησιμότητας μπιρμπιτσόλι, επειδή δεν ξέρεις αν είναι απαραίτητο για κάτι και αναγκάζεσαι να το κρατάς, εκνευρισμός ο οποίος εντείνεται από το ότι δεν ξέρεις πώς λέγεται.

Συνώνυμα ή κοντινά σε σημασία από άλλες περιοχές τα τζιβιτζιλίκι, καυλιτσέκι, καβλιτσέκι, γκαβλιτσέκι, τζιβιτζιλίκι κ.α.

Σπάνια χρησιμοποιείται για το γαριδάκι.

Αγνώστου ετύμου κατά βάση.

  1. Μαλάκα αυτά τα μπιρμπιτσόλια μην τα χάσεις, γιατί ξεχωριστά δεν τα ξαναβρίσκεις...

  2. - Μα τι σκατά είναι όλα τούτα τα μπιρμπιτσόλια; Άμε να τα πετάξεις...
    - Μηηηηη, τα θέλω...

  3. - Βάλανε το σκατοβαφτιστίρι μου 3 χρονών να μου ζητήσει αυθόρμητα παπούτσια... Τι τις ήθελε τις συντεκνιές ο μαλάκας ο πατέρας μου....
    - Πάρ' του ένα πλεϋμομπίλ με λαχταριστά μπιρπιτσόλια υψηλού κινδύνου κατάποσης....

  4. - Ιντά 'ναι το μπιρμπιτσόλι σου και ήθελες και γυμνισμό...

βλ. και ψιψιψόνια, σκατολοΐδια, γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχάστε τον επαγγελματία με την μνημειώδη κωλοχαράδρα, εδώ μιλάμε για το επίθετο υδραυλικός.

  1. Υδραυλικό λουκέτο

Το λουκέτο που δεν κλειδώνει, λόγω βλάβης. Σου δίνει την εντύπωση ότι ασφάλισε, αλλά ανοίγει εύκολα όταν το τραβήξεις με τα χέρια.

Πρόκειται για χαρακτηριστική στρατιωτική έκφραση που καλύπτει το εξής φαινόμενο: πολλοί φαντάροι προτιμούν ένα χαλασμένο λουκέτο για το όπλο τους επειδή είναι μανίκι να ψάχνουν ανάμεσα σε όλα τα κλειδιά της αρμαθιάς, ιδίως μες στα μεσάνυχτα που ξεκινάει το σκοπέτο. Κι αυτό γιατί εφησυχάζουν από το γεγονός πως όλα τα όπλα κλειδώνουν ομαδικά πάνω στον οπλοβαστό, με τις μπάρες και τα λουκέτα του θαλαμοφύλακα.

Επειδή όμως υπάρχουν και γιωτάδες θαλαμοφύλακες και, ποτέ δεν ξέρεις, και εγκληματίες φαντάροι, πρόκειται για μεγάλη επιπολαιότητα που μπορεί να σου καταστρέψει τη ζωή, αν τελικά σου κλέψουν το όπλο. Παλιά λέγανε καλύτερα να χάσεις την παρθενιά του κώλου σου παρά το όπλο σου. Γι’ αυτό και οι εφοδεύοντες, αν κάνουν σοβαρή έφοδο, πρέπει να ελέγχουν ένα-ένα τα λουκέτα με τα χέρια. Και φυσικά, αν σταμπάρουνε κανένα κρούσμα, πέφτουν καμπάνες.

  1. Υδραυλική αλλαγή

Πάλι από τον χώρο του στρατού. Είναι η αλλαγή σκοπών που γίνεται χωρίς δεκανέα αλλαγής, κατά παράβαση του κανονισμού, επειδή ο δεκανέας δεν ξυπνάει με τίποτα ή είναι πολύ παλιός για να τον πιάνουν «αυτές οι μαλακίες» ή και τα δύο. Οι σκοποί απλά πηγαίνουν μόνοι τους, ο καθένας στην σκοπιά που έχει υπηρεσία και αλλάζουν τους προηγούμενους, αντί, όπως προβλέπεται, να ξεκινήσουν όλοι μαζί τρενάκι με τον δεκανέα αλλαγής, να κάνουν κύκλο όλες τις σκοπιές αλλάζοντας έναν-έναν τους φαντάρους, ελέγχοντας τα όπλα κλπ κλπ. Λέγεται και αλλαγή με τηλεκοντρόλ.

  1. Υδραυλικές κινήσεις

Οι κινήσεις που γίνονται απόλυτα ομαλά και στρωτά, smoothly που λένε και οι Άγγλοι, όπως περίπου τα υδραυλικά έμβολα στην μηχανική. Χρησιμοποιείται πολύ για τις κινήσεις των παικτών μέσα στο γήπεδο, όταν παίζουν με καλή ροή, σβελτάδα και σωστή τεχνική, χωρίς νευρικότητα και λάθη. Βλ. και αυτό το λήμμα.

  1. - Τι είν’ αυτό; Υδραυλικό λουκέτο έχεις ρε ηλίθιε;
    - Σσσ, σκάσε ρε ψαρά που φωνάζεις! Τρεις μήνες τό ’χω, τώρα το πρόσεξες;
    - Καλά ρε γιωτά, ένα κλειδί παραπάνω σε πείραζε και διάλεξες του όπλου; Άντε πες στ' αρχίδια σου να σε βγάλουν στον τάκο για ανασφάλιστο όπλο, να σου το πάρει κανένας μες στη νύχτα δεν το σκέφτεσαι; Εδώ ο θαλαμοντόγκ κοιμάται με τα κλειδιά πεταμένα στο γραφείο...

  2. - Ξύπνα!
    - Μμμμ...
    - Ξύπνα, έχεις αλλαγή!
    - Χρρρμφφστμμμ...
    - Ξύπνα περιμένουν οι σκοποί!
    - Γαμήσου και ξεκόλλα πουστόνεο μη σηκωθώ...
    - Φύγετε παιδιά, υδραυλική αλλαγή να τελειώνουμε...

  3. Από εδώ:
    Μέσα στην περιοχή είναι πάρα πολύ επικίνδυνος. Στο πρώτο τέταρτο του αγώνα, ξεκινώντας από ελεγχόμενη θέση για οφσαϊντ δέχθηκε την μπάλα στην μεγάλη περιοχή και με τον αμυντικό στην πλάτη του κατάφερε με δυο υδραυλικές κινήσεις να έρθει σε πρόσωπο με τον τερματοφύλακα και με πλασέ αλλά Ριβάλντo, προσπάθησε να σκοράρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας αρκεστούμε σε τρεις ορισμούς:

  • Ποδοσφαιρικά, το σκορ μηδέν-μηδέν (παρ. 1,2)
  • Μπουρδελιστί, κωλαράκια που υπόκεινται σε πρωκτικό νταχτιρντί (παρ. 2)
  • Αυτοαναφορικά, αυτά που κερνάει ο μπαμπέσης μπαγαποντοδότης (παρ. 3)
  1. Δίκαια…κουλουράκια. Παρά τις προσπάθειες των δυο ομάδων, το 0-0 παρέμεινε έως το φινάλε του πρώτου μέρους και με λίγες φάσεις μπροστά στις δυο εστίες.
    (Φίλαθλος, εδώ)

  2. -κοντα στο ημιωρο προς το παρων κουλουρακια το σκορ αλλα κουλουρακια δεν γευτηκαμε χτες το βραδυ αν και αρκετοι οι πειρασμοι.
    (Μπουρδελιάρης φίλαθλος, εκεί)

  3. - βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο»
    (Σλάνγκος, παραπέρα)

βρείτε τα ρε modουλέοι! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα απομεινάρια.

  1. Η φτώχια των εβραίων της Σαλονίκης άφησε εποχή. Οι πεινασμένοι εβραίοι έφταναν στο Μπεχ-τσινάρ (όπου τα σφαγεία) είτε με τα πόδια, είτε σκαλωμαρία με το τράμ της γραμμής Βαρδάρι-Κήπος Πριγκήπων. Οι εβραίοι έκαναν αυτό το αληθινό ταξίδι, τα χαράματα, με την κρυφήν ελπίδα πως θα τους αφήσουν να μπουν στα σφαγεία, για να μάσουν από χάμω λίγα ξεσκλίδια από τα πελεκημένα κρέατα. כאן

  2. Κάτι ξεσκλίδια ρουχισμού
    τής σκέπαζαν τό σώμα
    κι ένα λουλούδι μαραθέν πράσινο, μπλέ στό χρώμα.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά λαμπάκια (λυχνίες) των οργάνων στα πάνελ διαφόρων μηχανημάτων, κυρίως όμως αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και σκαφών.

- Έλα, λέγε, με πόσα πάμε;
- Δε βλέπω ρε γαμώτο, έχει καεί κι η ψείρα απ' το κοντέρ...

Use common sense! (από MXΣ, 16/06/10)@ patsis (από jesus, 16/06/10)

βλ. και περίπτωση 4, ορισμός ironick για το ίδιο λήμμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified