Further tags

Το όργανο του διαβόλου, το γνωρίσαμε στο «Μουντιάλ 2010 Νότιος Αφρική» ©, αν και έχω την υποψία ότι το ίδιο όργανο είναι που κάνει όλη τη φασαρία και στα γήπεδα της Ισπανίας.

Οι Αφρικανοί φίλοι μας, λαός γεννημένος με τη μουσική στο DNA του, παίζουν τις βουβουζέλες τους και χορεύουν στις κερκίδες των γηπέδων. Συμπεριφορά άκρως αντι-ποδοσφαιρική και αντι-οπαδική. Πού είναι τα καπνογόνα και οι δυναμίτες που φτιάχνουν αυτή την καταπληκτική ατμόσφαιρα στα Ελληνικά γήπεδα!

Η βουβουζέλα λοιπόν είναι ένα «όργανο» που στο σχήμα μοιάζει με την τρομπέτα που έχουμε στο καρναβάλι και κάνουμε φασαρία αλλά 5-6 φορές σε μέγεθος (βλέπε εικόνες) και κάνει 5-6 φορές την φασαρία που κάνουν οι «σφυρίχτρες» του καρναβαλιού.

Ο ήχος που προκαλείται είναι εκκωφαντικός, μονότονος σπαστικός και καλύπτει ακόμη και τον ήχο από πολυβόλο 50άρι σε κατά ριπάς βολή. Ιδιαίτερα όταν τον ακούς επί 90 λεπτά οι επιπτώσεις είναι εγκεφαλική αιμορραγία και κώφωσης.

Θα μπορούσε να συγκριθεί με συναγερμό που χτυπάει ακριβώς δίπλα σου αδιάκοπα και ο ιδιοκτήτης του τον αγνοεί επί 90λεπτο.

Αν και οι γνώμες διίστανται για την ετυμολογία της λέξης, στην γλώσσα των Ζουλού βουβουζέλα σημαίνει «κἀνω ήχο βου-βου».

- Οι οπαδοί της Αγγλίας κατάφεραν για λίγο με τις φωνές τους να καλύψουν τον ήχο από τις βουμουζέλες αλλά η φασαρία συνεχίζεται...
- Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή να κουραστούν να φυσάνε και να σταματήσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν έχει περάσει από τα χέρια σου δεν το ξεχνάς ποτέ. Αν το χαλάσεις, το νοσταλγείς. Σου θυμίζει την εποχή που ήταν «το πολύτιμο σου» αποκούμπι. Όσοι τα χάλασαν πριν τον 2ο Π.Π. το σκυλομετάνιωσαν, ακόμη το φυσάν και δεν κρυώνει.

Και λάμπει και είναι χρυσό. Ανήκει στην περίφημη οικογένεια των φλουροειδών. Πρόκειται για την περίφημη Γαλλική λίρα (6,45γρ, 90.0% χρυσό), κοπής από 1899-1914, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η απεικόνιση του συμπαθούς ορνιθοειδούς στην μία της όψη.

Λόγω της αξίας του αντικειμένου, το κοκοράκι ξέφυγε γρήγορα από την αργκό και υιοθετήθηκε από όλους. Ήταν εξάλλου και ένας τρόπος διαχωρισμού της Γαλλικής λίρας από την Αγγλική, που είχε μεγαλύτερη αξία.

Κάθε σπιτικό που «σεβόταν τον εαυτό του», κυρίως μικρασιάτικης καταγωγής, είχε και ένα κοκοράκι για καιρό ανάγκης. Αναγκαίο συστατικό της προίκας της κόρης. Μπορούσε να γίνει και δώρο από νονό σε βαπτιστικό ή από παππού σε εγγονό.

Φυλάσσεται σε πουγκί, χωμένο μέσα σε μπαούλο στην πίσω δεξιά γωνία κάτω από τις βαριές κουβέρτες και κάνει απίστευτο ήχο όταν ... δεν νοιώθει μοναξιά.

Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο κορυφαίος Λογοθετίδης στο «Ένα βότσαλο στη λίμνη», είναι «κίτρινο-κίτρινο!»

«Αυγουστίνε, να δεις πόσα κοκοράκια (λίρες) μαζέψαμε εμείς, ενώ εσύ με το Ευαγγέλιο μάζεψες μόνο δύο». «Ναι,» τους απαντώ, «μάζεψα μόνο δύο. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, εγώ τα μάζεψα με ελευθερία, ενώ εσείς τα μαζέψατε με τη βία».

Από την σελίδα του Αυγ. Καντιώτη.

Κίτρινο κίτρινο!!! (από Stravon, 09/06/10)Ε! ρε και να \'χαμε... (από Stravon, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μανάβικα λέμε τα «καταστήματα» στα οποία έχει τα γνωστά και μη εξαιρετέα φρουτάκια (slot machines). Για να μην γίνει το λήμμα σεντόνι, η ιστορία τους εδώ.

Ο λόγος μάλλον προφανής αλλά για την ιστορία ας πω πως τα περισσότερα σύμβολα που υπάρχουν στους κουλοχέρηδες είναι συνήθως κεράσια, λεμόνια κτλ. Ο ιδιοκτήτης του ευαγούς ιδρύματος ονομάζεται πώς αλλιώς; Μανάβης.

Χρησιμοποιείται επίσης και όρος μαναβική αλλά δεν είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς χαρακτηρίζει.

  1. Θέλεις ν'ανοίξεις μανάβικο;(δηλ. μαγαζί με φρουτάκια;). εδώ

  2. Οι δημοσιογράφοι πίεσαν τον κ. Γεωργακόπουλο θυμίζοντας του την περίοδο που τα φρουτάκια ήταν ελεύθερα αλλά αυτός δεσμεύτηκε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα επιτραπούν και πάλι τα τυχερά παιχνίδια…Θα ήταν ντροπή να ξαναγίνει η Ελλάδα ένα «Μανάβικο» από το ΠΑΣΟΚ. Να θυμίσω ότι στελέχη της σημερινής κυβέρνησης ήταν που πρώτα είχαν αντιδράσει σε σχέδια επαναφοράς τον κουλοχέρηδων . εδώ

  3. Στο φως το ελληνικό «μανάβικο». «Δεμένα τα χέρια μας με τα μηχανάκια ... Μικρές περιουσίες χάνονται εδώ και χρόνια στα «φρουτάκια» που μπορεί να βρει κανείς ... εδώ

(από euripidisk, 08/06/10)(από euripidisk, 08/06/10)(από euripidisk, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά, το αντρικό μόριο.

Όρος που ακούγεται στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και χρησιμοποιείται με ερωτικό υπονοούμενο από τους καπνιστές για να μην καρφωθούν και εκτεθούν από το πρόστυχο μυαλό-στόμα τους.

- Δοκιμάστε αυτό το πούρο κυρία μου, έχει μια ιδιαίτερη γεύση.
- Κύριε Γιώργο με κακομαθαίνετε..
- Δοκιμάστε το κανονικό γιατί μετά σας φύλαξα ένα πούρο με φλέβες για το σπίτι..

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό αξύριστο μουνί, του οποίου οι άτακτες ξανθές μουνότριχες θυμίζουν εντυπωσιακά το ομώνυμο γλυκό. Μιλάμε δηλαδή για φυσική ξανθιά και πολύ μάλιστα για να φτάσει να έχει μέχρι και στο μουνί ξανθές τρίχες.

Γενικότερα και καταχρηστικά ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για πιο μελαχρινά μουνιά, εφόσον είναι αξύριστα, δασέα και με άτακτη τριχοφυΐα. Προφ, πρόκειται για σλανγκ παλαιάς κοπής, γιαγιαδοσλάνγκ, κατά τη νονά του λήμματος Ιρονίκ (έβαλε ένα χεράκι κι ο Μρ Κάδμος).

  1. Φαντάζεστε ένα αξύριστο ξανθό μουνί ;
    Αυτό δεν θα είναι μουνί ... κανταΐφι θα είναι ...
    (Δώθε)

  2. Μουνότριχες κανταΐφι σε μενού ταβέρνας εδώ.

  3. Μαύρο κανταΐφι, ενίοτε ξανθό, σπανίως κόκκινο (δες μήδι).

(από Khan, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.

- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.

(από Vrastaman, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εδώδιμο ουίσκυ, το Θήβας Ρήγκαλ, ο κονιόρδος, το αγροτικό, το λιωσέ κουέρβο, οι εκατό πίπες κοκ.

Αφιερωμένο στην Mes για το σχόλιο της στο Μεταξάς Citron

Αρχικό:
Χα, εψές στου παναΐρι ήταν υπέροχα,
ήταν και αύτουνος εικεί
τ'ν τράου - μι τράει,
μι γνέφ, του πατακλάω ιένα χαμόηλο...
Χα, επρέπ να του χα κ'πάς, δεν είνι τυχαίο που τραβά μαναχά ντουβάρ.

Μεταγενέστερο:
- Βάϊε, βάλε κάνα αγροτικό, αλλά εργοστασιακό ε; Μην φέρεις πάλι κανά ντουβάρ!
- Ένιας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χάπια που έπιναν (και πίνουν) κάποιοι τοξικομανείς με τη σέσουλα για να την ακούσουν, να φτιαχτούν βρε αδερφέ, να κάνουν κεφάλι.

Συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ουσίες είναι ότι τα μπιφτέκια είναι πιο φθηνά, πιο ευκολοφόρετα, πιο εύκολο να τα προμηθευτεί κανείς και το κυριότερο ότι βρίσκεις γιατρό να σου τα συνταγογραφήσει και να τα αγοράζεις ως κύριος.

Ονομάστηκαν μπιφτέκια αφενός για ξεκάρφωμα του χρήστη, και αφεδύο από το μεγάλο τους μέγεθος (στην φαντασία του χρήστη) και την ισχυρή τους δράση.

Κλασσικά μπιφτέκια είναι τα: Tavor, Ardan, Lexotanil, Valium, Vulbegal, το κλασσικό Hypnostenton, κουτουλού.

- Πώς εισ' έτσι ρε άπλυτε;
- Με χαλάσανε (χμφφφφ) τα μπιφτέκια, ήτανε (ουπς) ληγμένα.

valium ναούμ (από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα λεφτά, τα φράγκα και δε συμμαζεύεται! Ενδέχεται να βγαίνει από τα γκαφρά.

- Ψήσου να πάμε το βράδυ για ποτάρα στο Boulevard!!!
- Δάκρυσε το... δεν παίζουν γκάου...
- Τότε να βλέπω το δάκρυ να κυλάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται συστηματικά από πατρινούς τύπους που λιώνουν στις ντότες και το γουώου (and when i say WoW, i mean WoW).

Υφίστανται αυτού*, λοιπόν, παλληκάρια τινά επαγγελόμενα φάρμερ που παράγουν κρηπς (creeps), και τα οποία βαφτίσθησαν υπό τινων ούμπερ-φάρμερ κ πλέον φημολογείται ότι φαρμάρουν κρηπάκια.

Από κει το καθιερώσανε και το επεκτείνανε, όπως στα παραδείγματα.

Γενικότερα, παίζει από γερμανομαθείς, δευτεροπαγκοσμιόπληκτους και φίλους αυτών, προέρχεται από το γερμανικό über και χρησιμοποιείται αντί του σούπερ και όπως αυτό (που όπως και να το κάνουμε δε βρωμάει και βαρβατίλα) για να δηλώσει κάτι το τζιτζί, το υπεράνω όλων η Καλιφόρνια.

Πιθανό παράγωγο: ουμπεριά.

*εκεί/εδώ στα λευκαδίτικα.

Ασσίστ: μεσούλα-δαχτυλίδι, αντουάν.

  1. - Πάω ούμπερ-μάρκετ, δεν έχω γάλα.
    - Πιάσε κι ένα κουτί καπότες, μάγκο.

  2. - Τι είπε χτες;
    - Ουμπεριά. Λιώσαμε στις μπύρες και στη μαλακία.

  3. - Ανακάλυψα ένα συγκροτηματάκι, πολύ ούμπερ σου λέω.
    - Για πε ρε ψαγμένε.

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified