Further tags

Η μαριχουάνα κατά τους Τζαμαϊκανούς. Αυτοί ξέρουν.

- Μεγάλε, έχουμε καθόλου γκάντζα να γίνουμε ωραίοι;
- Όπα ρε τρισδιάστατε... Όπα ρε ράσταμαν... Είχες και στο χωριό σου γκάντζα ρε τυρόβλαχε; Φουντίτσα ελληνική δε μας κάνει δηλαδής;

Δες και σχετικά λήμματα: stuff, σταφ, μπαφόσπιτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά, ντε!

Είναι κεφάτη, γυρίζει απ' tom Pousti στο Σίλικον Βάλεϋ.

- Παναγία μου, Σιλικονίτα, τι έπαθαν οι ντουντούνες του Λίλιαν;

- Τις πλαστικοποίησα! Έβαλα φο-βυζού!

- Πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, γράφτηκε από τον ευαγγελιστή Μάρκο, κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Με μια μικρή παράφραση προκύπτει το κατά Μαρξ Ευαγγέλιον.

Ο όρος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με την έννοια της θεωρούμενης βίβλου αναφοράς των αριστερών, λόγω της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας τους. Αατα!

Σχετικό λήμμα: μαρξόρθόδοξος.

Σημείωση: Το παραπάνω αναφερόμενο κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, να μην συγχέεται με αυτό, του σύγχρονου Μάρκου.

- Ο κόσμος άλλαξε. Δεν μπορεί να μένεις ακόμα κολλημένος με το κατά Μαρξ ευαγγέλιον!
- Ναι... ναι μιλάς κι εσύ ρε προλεφτάριε. Αν δεν σου 'ρχόταν, ρε συ, αυτή η τεράστια ξαφνική κληρονομιά απ' το πουθενά, θά 'σουν ακόμη στο κόμμα και θα 'ερχόσουν σίγουρα μαζί μου το βράδυ στην αφισοκόλληση.
- Καλά... ναι!
- Άντε ρε Μαρξ εντ Σπένσερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον υποτιμητική αναφορά στα κινούμενα σχέδια άκα καρτούν (cartoons). Πρβλ. μαρβελιά, η.

Γουστάρω να βλέπω ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς.

ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς (από Vrastaman, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βάλανος του πούτσου, το καυλί.

Εκ των αρχαίων πόσθη και κεφαλή.

- Συνέχισε σαν πουτάνα να μου γλύφει τον πουτσοκέφαλο, ενώ μα τα δυο τις χέρια μου έκανε μασάζ στα αρχίδια, δεν άντεξα και έχυσα μέσα στο στόμα της!
(από εδώ)

- Ξύνω τ' αρχίδια μου, περνάω το δάχτυλο κάτω απ' το υγρό μου πουτσοκέφαλο, μυρίζω τα δάχτυλα μου. Στραβώνω τα μούτρα μου απ' την ξινίλα, απέχθεια και αυταρέσκεια μαζί...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο μουνί και στον κώλο. Αποκαλείται έτσι, γιατί κατά την διάρκεια της συνουσίας τα αρχίδια «χτυπάνε» - «αναπηδούν» σε εκείνο το σημείο.

Tα δύο αυτοκίνητα ήταν τόσο κοντά, που το διάστημα ανάμεσα τους ήταν μικρότερο και απ' την αρχιδοχορεύτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εντοπίζω μέσα σε πλήθος, είτε άτομο, είτε αντικείμενο, είτε λανθάνουσα κατάσταση.

  2. Βγάζω τελεσίδικα συμπέρασμα για το ποιόν ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

  3. [Μαζί με το 2] Απομονώνω κοινωνικά κάποιο άτομο για κάποιο λόγο, κυρίως ηθικό, ή ψευτοηθικό.

1α.
Μάτι ρουφιάνου έχεις μωρ' αδερφάκι μου... Πού την στάμπαρες την παρέα μόλις μπήκαμε στο μαγαζί; Εδώ μέσα γίνεται της πουτάνας!

1β.
- Το στάμπαρα το πρόβλημα, είχε φύγει μια φτερωτή απ' το βεντιλατέρ και χτυπούσε στο ψυγείο. 320 ευρώ σύνολο θα σου βγει.
- Πόσα;! Δε μιλάς όμορφα μάστορα!
- Τι να σου κάνω; Πόρσε μου ήθελες! Στο αμάξι σου αν θες να ξέρεις το «Μπαμπά μην τρέχεις» έχει 150 ευρώ! [(c) το τελευταίο: «Κωνσταντίνου κι Ελένης - έλεος;]
- Την τύχη μου...

  1. Στο »Βιετνάμ« θα πάμε ρε; Είσαι τρελός; Αυτό είναι σταμπαρισμένο πουστράδικο!

  2. Μέσα σε δυο μέρες τον σταμπάρανε όλοι στη μονάδα τι κωλόβυσμα και χαφιές ήταν, κανείς δεν του μιλούσε. Στο τέλος έφτασαν να του κάνουν έφοδο και να μην του λένε τα συνθηματικά, για σπάσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified