Further tags

Κυριολεκτικά το μάμαλο είναι η δύναμη του κύματος προς τα έξω (και αντιμάμαλο αντίστοιχα προς τα μέσα). Τώρα για κάποιο ανεξήγητο λόγο από ναυτική ορολογία κατέληξε να σημαίνει τα φράγκα, τα γνωστά μπικικίνια, τον μπαμπακόσπορο. Περιέργο πράμα η γλώσσα λέμε.

1
Εδω χειαζεσαι καλο φουνταρισμα γιατι εχει πολυ μαμαλο, καθως και στο σημειο Νο4 που ειναι ο καθ εαυτου φαρος της κυρας προς το πελαγος. Εδω προς το πελαγος τρομερο φουνταρισμα και ανθρωπους επανω στο σκαφος οπωσδηποτε, γιατι 24 ωρες το 24/ωρο εχει πολυ μαμαλο. Η βουτια ομως σε καθετο τοιχο θα σε εντυπωσιασει. [από διαδικτυακό φόρουμ]

2
Λές ότι το ρεμπέτικο ζει για μια σειρά λόγους που αναφέρεις ,ένας λόγος ακόμα νομίζω ότι είναι ότι το ρεμπέτικο ακόμα έχει κοινό ,ίσως μικρότερο από τον Ρουβά αλλά έχει. Άρα έχει και χρήμα, μεροκάματο, μάμαλο που λέω κι εγώ και το θλιβερό ξέρεις ποιο είναι? Ότι την αυτονομία του από το σύστημα την έχει πετσοκόψει η ταρίφα. Για να πάρω μπουζούκι κι όχι Κουτάλα για σουπα πρέπει να ακουμπήσω τρείς μισθούς(ΤΑΡΙΦΑ) ,για να ακουσω έναν αξιπρεπή μουσικό(ΤΑΡΙΦΑ) για να κανω μάθημα(ΤΑΡΙΦΑ) κι όλα αυτά καλείται να τα βγάλει σε πέρας ο μεροκαματιάρης με 560 ευρουλακια το μήνα κατώτατο μισθό αμα έχεις και παιδιά σκυλιά γυναίκα αυτοκίνητο.. Αυτο που λες για τον συνειδητοποιημένο αριστερό έχει την αλήθεια του κι αυτό γιατί συνηθως την παταμε και λεμε αριστερο κλπ όποιον δηλωνει τέτοιος. Το ράσο όμως δεν κάνει τον παπα... Πόσο μάλλον τον συνειδητοποιημένο...
[από διαδικτυακό φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published

Το τσιγαριλίκι, το χόρτο.

- Πάμε για κανά τιρουρίρου;
- Εε; Τι 'ναι το τιρουρίρου ρε μαλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η μίζα είναι το εξάρτημα εκείνο του αυτοκινήτου με το οποίο επιτυγχάνεται η ανάφλεξη. (βλ. φωτό 1)

Μεταφορικά (αλλά στην ουσία κυριολεκτικά στην Ελλάδα) μίζα είναι αυτό που παίρνει κάποιος προκειμένου να προχωρήσει μία μπίζνα προς όφελος αυτού που του έδωσε τη μίζα. (βλ. φωτό 2)

Η μίζα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές αλλά η πλέον δημοφιλής είναι προφανώς το μαύρο χρήμα, το μάμαλο, τα μπικικίνια, ο μπαμπακόσπορος, τα γκαφρά, στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2002 και μετά, τα γιούρια.

Ο παίρνων τη μίζα λέγεται μιζαδόρος, Ταπαίρνογλου ή λαμόγιο. Ο δίνων τη μίζα λέγεται επιχειρηματίας ή απλά γνωρίζων-το- πώς-κινείται-η-ελληνική-οικονομία.

Εναλλακτικά λέγεται και αρπαχτή.

1 - Ο Ταπαίρνογλου έσκασε μύτη μια χρυσή Ρολεξιά προχθές και μού 'φυγε ο τάκος... Ποοοολλά λεφτά ρε παιδί μου... Τσ, τσ, τσ...
- Ας έπαιρνες κι εσύ μία μίζα τη βδομάδα όπως ο Ταπαίρνογλου να είχαμε κι εμείς χρυσά ρολόγια. Αλλά εσύ ρε αχαΐρευτε μπατίρης γεννήθηκες και μπατίρης θα πεθάνεις... Εγώ τι φταίω που σε παντρεύτηκα δεν ξέρω!

  1. (από βλόγιον)

Το δικαίωμα στην μίζα είναι ιερό

Πανικός επικρατεί στην Siemens μετά την σκληρή ανακοίνωση του ΟΤΕ. Το διοικητικό συμβούλιο του τηλεπικοινωνιακού μας νταβατζή, ζήτησε με παπά και με κλητήρα να του ανακοινωθούν τα ονόματα όσων υπαλλήλων του, λαδώθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Επίσης απαίτησε από τον Γερμανικό κολοσσό να εξηγήσει γραπτά (τα τηλέφωνα παρακολουθούνται), γιατί έδωσε επιλεκτικά μίζες δημιουργώντας κοινωνική ανισότητα στο προσωπικό του ΟΤΕ. Ο σύλλογος των εργαζομένων συμπαρίσταται στην διοίκηση και απαιτεί την άμεση δικαίωση όλων των υπαλλήλων ανεξαιρέτου χρώματος, κομματικής ταυτότητας και βαθμού ωχαδερφισμού, με αναδιανομή των μιζών (οι μίζες, των μιζών) ώστε και οι χαμηλόβαθμοι να νιώσουν δυνατοί. Σε αντίθετη περίπτωση οι εργαζόμενοι καλούνται σε λευκή απεργία κατά την οποία αντί να ξύνονται θα εργαστούν σκληρά 2-3 ημέρες αποδεικνύοντας ότι είναι επιλογή τους η κατάντια του Οργανισμού. Η κυβέρνηση παρακολουθεί μουδιασμένη τα γεγονότα και ζητά από τον κο Κόκκαλο που γνωρίζει ανθρώπους και πράγματα να διαμεσολαβήσει ώστε να ηρεμήσουν τα πράγματα μεταξύ του εθνικού προμηθευτή και του εθνικού αγοραστή. Σε αντάλλαγμα υπόσχεται να ακυρώνει όποιο παίκτη βάζει γκόλ στα τέρματα του Ολυμπιακού και να ρίξει χλωρίνη στα πλυντήρια που πλένονται οι φανέλες του Παναθηναικού και να επιτρέψει στον Γιαννάκη να παίξει με την εθνική ενώ τα αρπάζει από τους βάζελους. Η αντίδραση της Siemens αναμένεται.

(από acg, 26/04/08)(από acg, 26/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν μας αρέσει η δεν συμφωνούμε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια από καθημερινές στιγμές μέχρι ακραίες όπου μπορείς να πεις ότι ταυτίζεται με το το μαλακία και το για τον πούτσο.

Από το Φούτσιν > Φου-τσιν > τσιν.

  1. - Η συμπεριφορά του Νίκου είναι απαράδεκτη, είναι εντελώς τσιν!

  2. - Πω πω μαλακίες μας έλεγε ο Πάνος για την κρεπερί, τσιν η κρέπα!

  3. - Η μουσική σε αυτό το club είναι τσιν... (= Η μουσική δεν είναι του γούστου μου ή είναι άθλια...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε αντικείμενο θαυμασμού.

  1. Είδες τη νέα μηχανή του Κώστα; Μουνάρα!

  2. Ο νέος προγραμματιστής είναι πολύ καλός. Ο κώδικας που γράφει είναι μουνάρα.

Μουνάρα και στο μουσταρδί. (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη λέξη για τα ευρώ, με μια επίφαση μαγκιάς. Μάλλον κοινή πια.

Συνήθως προφέρεται γιούρ-γ-ια. Μερικές φορές γράφεται και γιούργια.

Σχετικό λήμμα: ευρώπουλο

Όχι πολύ σχετικό λήμμα: γιούργια στα παλιούρια

  1. "συγνωμη ρε παιδια γιατι δεν καταλαβα καλα? στο μεταξουργιο τα μπουρδελα εχουν 15 γιουρια και 20 γιουρια.ποιος εδωσε 200 ευρω σε ποια πουτανα και σε ποιο μπουρδελο? η πλακα χαβαλε κανετε?"

"Ενας καψουρης για τα ματια του επιπλου ... Εδω αλλα καυλακια τα πετυχαινεις με 15 γιουργια στο Μεταξι και ο μαν απο τις καυλες του εριξε 2 κατοσταρικα" (Ανταλλαγή απόψεων στο forum του bourdela.com)

  1. "Λοιπόν....
    τιμές είπες ε?...
    Οι τιμές ειναι καλές.
    για να δουμε μερικα προιόντα όμως.

μπλουζακι "πόλο" 25 γιούρια
η φανέλα της ομάδος 40 γιούρια.
ρολόι τοίχου με θερμόμετρο 15 γιούρια
μπρελόκια απο 2 γιούρια
το σήμα της ομάδος (ραφτο) 5 γιούρια
στιλό και τέτοια μπιχλιμπίδια 2-10 γιούρια
κασκόλια 10
τετράδια 3
ταβλι 60-70 ( πολυ καλη ποιότητα)

φλυτζανια - τασακια -5-10 γιούρια"

(Από το forum οπαδών του ΠΑΣ Γιάννινα www.bluevayeros.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified