Further tags

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δε σκαμπάζει μία από το παιχνίδι League Of Legends (LOL), όχι μόνο αυτός που δεν παίζει LOL, αλλά αυτός που δεν το έχει καν ακουστά.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα ανάγλυφης γραφής που επιτρέπει σε τυφλούς και μη σύντεκνους να θωρούν τις πινακίδες και δια της ψηλαφήσεως.

Αναπτύχτηκε στην λεβεντογέννα, αλλά συναντάται και στην Μάνη.

Clopyright ΜΧΣ, στον οποίον και αφιερούται.

(από Galadriel, 14/08/12)ετς! (από MXΣ, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περιμένεις στη στάση τόση ώρα που θα αναγκαστείς να σκεφτείς «πρώτα θα βρει γκόμενα ο Τάσος και μετά θα περάσει το αστικό. Έλεος!», τότε δυστυχώς φίλε μου βρίσκεσαι στη θέση να έχεις ανάγκη το ελεωφορείο.

Οποιοδήποτε όχημα χρειαζόμαστε για τη βασική μας και μη μετακίνηση αλλά μας σπάει τα νεύρα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Γιατί αργεί (ή τελικά δεν εμφανίζεται καθόλου), είναι γεμάτο και δε χωράς και μένεις απ' έξω, μπαίνεις και αναγκάζεσαι να μυρίσεις ποδαρίλα από τη σηκωμένη μασχάλη τού συνεπιβάτη, ο οδηγός νομίζει ότι μεταφέρει κοτόπουλα και περνάει επίτηδες από όλες τις λακούβες ή γιατί απλά βλαστημάς τη ζωή σου που το έχεις ανάγκη για να κάνεις κάθε μέρα μία ώρα διαδρομή μέχρι τη δουλειά.

- Έλα ρε φίλε, συγγνώμη πού άργησα.
- ...
- Ε τι γιατί; Δεν το ξέρεις το ελεωφορείο; Πρέπει να κάνεις προσευχή στο Δία για να περάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένα, η μέθοδος του πούστη.

Εν τω στρατεύματι, μέθοδος υπολογισμού απόστασης βολών όλμων, ελλείψει χάρτου, ή παρατηρητού.

Το εγχειρίδιο εκπαίδευσης προκρίνει την μέθοδο του δικράνου (ρίψις μέγιστης εκτιμώμενης βολής, ρίψις ελάχιστης και διαμοιρασμός της απόστασης μεταξύ τους), αλλά ο καραβανάς εκπαιδευτής την απέρριψε ως άχρηστη και προέκρινε τη μέθοδο του πούστη ως ασφαλέστερη.

- Kύριε Λοχαγέ, τι γέμιση να βάλουμε στο βλήμα, δεν ξέρουμε απόσταση από το στόχο, δεν έχουμε χάρτη και οι ασύρματοι δεν δούλεψαν ποτέ. Να χρησιμοποιήσουμε μέθοδο δικράνου;

- Kαλά μαλάκας είσαι ρε ψάρι; Θα χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο του πούστη!

- Δηλαδή;

- Tου πούστη, δεν θα είναι 3000 μέτρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασαφής μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο, ωστόσο ήπιος. Χαρακτηρίζει άτομα «ακίνδυνα», γατάκια. Λέγεται από νεότερους.

Chipicao είναι ένα κρουασάν της Chipita που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους. Στη συσκευασία περιέχει μικροδώρα όπως συλλεκτικές κάρτες, αυτοκόλλητα κλπ σχετικά με παιδικά προγράμματα (Τρανσφόρμερς, Ναρούτο), εξ ου και το κόλλημα των μικρών και η επιβίωση της λέξης.

  1. Από εδώ. Κυριολεκτικό:

το τσιπικάο που είχαμε εμείς ήταν σάμαν κίνγκ, όχι ναρούτο

  1. Από εδώ:

- κοιταξε οταν σου βρισκουν αποτυπωματα και αλλα διαφορα και το αρνεισαι ε μονο εσυ ο ιδιος το πιστευεις.
- poianoy vrhkan apotypwmata poy re tsipikao;
Aafoy hdh exeis pei oti hsoyna mikros kai den thymasai

(από patsis, 07/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».

  1. (Πραγματικός διάλογος σε κατάστημα με εργαλεία, βιομηχανικά κλπ)
    - Καλημέρα!
    - Καλημέρα σας! Τί θα θέλατε;
    - Μπας κι έχεις χανάκα;
    - Εεε ορίστε; τί είναι αυτό;
    - Λουρί ρε παιδί'μ για σκυλί!
    - Α! Μάλιστα υπάρχει.
    - Να'ναι μεγάλη μόνο γιατί είναι θεριό.. .αρκούδι!

  2. Απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη «Ελέυθερος κόσμος»:
    «Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντελόνι που κάνει ό,τι υπόσχεται: τον κώλο τσίτα, ή αλλιώς το υπερβολικά στενό παντελόνι που είναι ΑΑ' προτίμηση των κάγκουρων.

Ουκ ολίγες φορές συνοδεύεται με τα αντίστοιχα «κύματα» στο παντελόνι (μια ρίγα γαλάζια, μια τζιν, για να αποδώσει -με αποτυχημένο τρόπο- το ξεπλυμένο).

- Πωπωω... καλά, είδες τον τάδε χθες;
- Δεν έτυχε γιατί;
- Καλά αυτός εξελίσεται σε μεγάλο καγκούρι! Γιακάς 20 μέτρα σηκωμένος και παντελόνι εντελώς τσιτοκώλι!
- Καααααλά, πάει και αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ονείρωξη του μηχανόβιου είναι να ξύνει γόνατο σε στροφιλίκια και φουρκέτες ωσάν επαγγελματίας MotoGP.

Οι ξύστρες σκληρά προστατευτικά γονάτου είναι απαραίτητες για την διατήρηση της αρτιμέλειας του αναβάτη. Αλλά ας μην γελιόμαστε, στις περισσότερες περιπτώσεις φοριούνται ως καγκουροκρεμαντζόλια.

- ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΩ ΞΥΣΤΡΕΣ; ΘΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ ΜΟΥ ΚΑΤΩ; Εάν ο στόχος σας είναι να ακουμπήσετε το γόνατό σας στην άσφαλτο, ο πιο ασφαλής τρόπος να το επιτύχετε είναι να έχετε κατανοήσει τις βασικές αρχές οδήγησης της μοτοσυκλέτας. Με άλλα λόγια, το να κατανοείτε και να εφαρμόζετε την τεχνολογία οδήγησης που μαθαίνετε στο Επίπεδο Ένα είναι ο καλύτερος τρόπος για να είστε σίγουροι ότι θα ξύσετε το γόνατό σας και όχι την μηχανή σας στην άσφαλτο. Μερικοί αναβάτες μπορούν να 'ξύσουν' και μερικοί όχι. Μερικοί το έχουν κάνει χιλιάδες φορές και μερικοί απλά δεν θέλουν! (φακ σχολής μοτοσυκλετιστώνε)

- Πριν αρχίσω τους αγώνες είχα την ίδια διαφωνία με τον αδελφό μου. Αυτός έξυνε τα πάντα εγώ καθόλου και «μου την έλεγε» ότι δεν ξέρω τί κλίση έχει η μοτο κτλ κτλ κλτ. Οταν αρχίσαμε τους αγώνες ο brother δεν έξυνε καθόλου και εγώ άλλαζα 3 σετ ξύστρες (γόνατου και μπότας, για να μη σας πώ για τα μαρσπιέ) σε κάθε ΣΚ αγώνα. Κάποια στιγμή, στις Σέρρες με έπιασε ο [...] και μου είπε: «Σου έχει πει κανείς ότι υπάρχει κανα βραβείο για αυτόν που πλαγιάζει περισσότερο; Αν δεν ριχνεις τόσο πολύ το μηχανάκι θα μπορείς να εκμεταλευτείς παραπάνω πέλμα από το ελαστικό και να είσαι με πιο πολλά χιλιόμετρα!»
(από ρουμανικό σάη)

Ξύστρες (από Vrastaman, 01/08/12)Ξύστρα in action (από Vrastaman, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified