Further tags

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που, όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο, σημαίνει τον άχρηστο, αυτόν που είναι για πέταμα, το σκουπίδι, το τσόλι (που υπονοείται έντονα μια και είναι παρά φι ομόηχα), τον αναξιοπρεπή, τον μικροπρεπή, που δεν έχει περιεχόμενο, ουσία άρα και ποιότητα, αυτόν που το ηθικό του ανάστημα θυμίζει φιλαράκι της Χιονάτης χωρίς τα φημολογούμενα προσόντα.

Πολύ κοντά στο άδειο μύδι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευκολότερα στο γραπτό λόγο στη θέση βαρύτερων και σλανγκικότερων χαρακτηρισμών.

Όταν εκτοξεύεται σα βρισιά είναι -εκτός των παραπάνω- κοντά στα: «βλάκας», «ανόητος», «μισή μερίδα» και ανάλαφρες εκδοχές του «μαλάκας».

Μέχρι εδώ, ξέρει πάνω – κάτω κι ο Μπάμπης.

Παίζει σε εκφράσεις όπως:

---ακόμη δεν βγήκε απ’ το τσόφλι καθόλα ισάξιο του «ακόμη δεν βγήκε απ’ τ’ αυγό» που εκτοξεύεται προς μοιράκια, στραβάδια, νέοπες και γενικά νιάτα κάθε είδους.

---ούτε τσόφλι: τίποτε, καθόλου, κανένας, ούτε κατά διάνοια, ούτε μυρωδιά, ούτε δείγμα.

---άσ’ τα τσόφλια: άσ’ τα σάπια / τα πούστικα που ξέρεις / τις μαλακίες / τις βλακείες / τα μα και μου, όπως φαίνεται και στο π.χ. που δίνει ο GATZMAN εδώ.

Όταν αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο (συνήθως είδος εξοπλισμού, σκαρί, κατασκευή, ακόμη και μηχανοκίνητο) υπονοεί πως από τη μάνα του είναι εύθραυστο, προβληματικό, ευτελές, με περιορισμένες δυνατότητες σε σύγκριση με κάποιο άλλο.

Μ’ αυτή την έννοια, εκτός από απαξιωτικά, μπορεί να εκφέρεται και χαϊδευτικά αφού ακόμη κι αν όταν ονειρεύεσαι Maserati παθαίνεις απανωτές φλοκοδιαρροές, η σχέση λατρείας – μίσους που σε δένει με το όποιο σαραβαλάκι σου δεν σου επιτρέπει παρά μόνο πικραμένη γλύκα στη φωνή όταν το βρίζεις. (Απόρροια του δεσίματος με τα καθημερινά αντικείμενα σε συνδυασμό με το φετιχισμό που καλλιεργεί η καταναλωτική κοινωνία και, κάπου – κάπου, ένα υφέρπον ταξικό μίσος ζευγαρωμένο με φανερή ζήλια για τους έχοντες και κατέχοντες).

1.
Τα σοσιαλιστικά τσόφλια που ψήφισαν το μνημόνιο παρεούλα με την τελειωμένη και τον κωλοτούμπα, δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην διαφωνία. Αν διαφωνούν, ας το δείξουν στο Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου, αλλιώς, μόκο και ταβλάκι στο καφενείο της Βουλής.

2.
Σοβαρά το νόημα της ζωής είναι το να έχεις ζωή, όποτε σταματήστε να διαβάζετε χαζά βιβλία και get a life! Που μου διαβάσατε τον τίτλο και νομίζατε ότι θα μιλήσουμε για αστρικό ταξίδι, τσόφλια!!!!

3.
Εγώ που δεν έζησα τίποτα ουσιαστικό, για την ηλικία μου. Κοιτώ τους εικοσάρηδες κι αισθάνομαι ότι έχω γεράσει. Στα 34 μου. Φαντάζομαι ότι φυλάνε κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο. Ποιος είσαι εσύ, που θα βρεις μόνιμη δουλειά, ακόμη δεν βγήκες απ’ το τσόφλι;

4.
Ήμασταν καμιά 100αριά άτομα, από τις 8.30 το πρωί. Είχαμε σταθεί στην κύρια είσοδο με πανό και ντουντούκες, διακριτικά «κλεισμένοι» από μια διμοιρία μπλε για να μην κόβουμε την είσοδο. Γύρω (εκτός όσων συνοδεύανε κρατουμένους) μπόλικοι ασφαλίτες, πεζοί και με μηχανάκια, κόβανε κίνηση. Από φασίστες, ούτε τσόφλι.

5.
Μπορεί να είναι ανθεκτικά αλλά χαλάνε. Το ντουλαπάκι και σε εμένα και σε όλους χαλάει εντάξει μου το πέρασαν στην εγγύηση. Εγώ το μεγάλο πρόβλημα που έχω σε 5θυρο και οι πίσω πόρτες είναι οι χειρότερες πόρτες που έχω δει. Είναι τσόφλια τελείως, το έχω ένα χρόνο και κουνιούνται χωρίς να τους κάνω πολύ χρήση. Το χερούλι είναι τελείως πλαστικό σε αίσθηση και τα πλαστικά στις πόρτες σε ανωμαλίες στο οδόστρωμα (όχι λακκούβες) τρίζουν. Αν δείτε 5θυρο ανοίξτε και κλείστε τις πίσω πόρτες να δείτε. Δοκιμάστε μετά και τις μπροστά...

6.
Και μέχρι στιγμής κανένας δεν έχει «πειστήρια». Τι είδους; μια ανάλυση λαδιών μετά από ΧΨ χιλιάδες χιλιόμετρα. Εδώ σε CATERPILLAR, λάδια ημισυνθετικά γνωστής εταιρίας μετά από 200 ώρες non-stop χρήσης (αν γνωρίζει κανείς από Τσιμέντα Χαλκίδος ξέρει για τι τέρατα μιλάω) σε τρελές θερμοκρασίες και καταπονήσεις, ύστερα από ανάλυση και τα λάδια μπορούσαν να βγάλουν κι άλλο και τα κρατάγανε μέχρι 240-250 ώρες!! Και μιλάμε τώρα για το τι καταπόνηση δέχεται το λάδι στα τσόφλια μας;

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βοήθημα κολύμβησης από αφρολέξ. Λέγεται έτσι λόγω του σχήματός του.

πάσα: Πανκελής

Πάρτε τώρα από ένα μακαρόνι να κάνουμε ασκήσεις για τα πόδια!

(από ironick, 09/09/11)και στα ξένα noodle λέγεται (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ειδικό εύκαμπτο σωληνάκι από θερμοσυστελλόμενο υλικό, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στην μόνωση καλωδίων.

Ονομασία προερχόμενη προφανώς από την ομοιότητα με το γνωστό ζυμαρικό.

Έχει την ιδιότητα κατά τη θέρμανσή του να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να εφάπτεται στο καλώδιο που περικλείει και έτσι να το μονώνει.

...απλα πρεπει να κοψω το καλωδιακι του ανεμιστηρα να κολλησω το αλλο με κολλητηρι κ μετα με θερμοσυστελλομενο μακαρονι. (εδώ)

Νάτο, σε διάφορα χρώματα. Στις άκρες είναι λεπτότερο γιατί έχει θερμανθεί. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλίκι (οδοποιίας / οικοδομής) ή μείγμα με αυτό. Από το τουρκικό çakıl (χαλίκι).

  1. ...για να καταλάβουν τη γλύκα να είσαι δημότης σε μία πόλη που η δημοτική της αρχή δεν τολμά να ρίξει ένα φορτηγό τσαΐλι να φράξει δύο λακκούβες.

  2. ... το ανώμαλο έδαφος στον αύλειο χώρο του φρουρίου, που έχει καλυφθεί όπως-όπως με τσαΐλι, ενώ την ίδια στιγμή «παραμονεύουν» δεκάδες λακκούβες-παγίδες για τους ανυποψίαστους επισκέπτες.

  3. Όταν παραπονέθηκα ο μαστρο Νίκος με έστειλε στην μπετονιέρα. Καλή δουλειά αυτή. Έμαθα να κάνω πολύ καλό χαρμάνι. Τρία άμμο νταμαρίσια, δύο θαλάσσης, ένα τσουβάλι τσιμέντο, (χωρίς ασβέστη μόλις είχε βγει το ασβεστομίξ) και χαλίκι. Τσαΐλι όπως το έλεγαν οι άλλοι μαστόροι.

  4. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες κούνιες είναι σπασμένες και ένα παιδί έπεσε προχθές κι έσπασε το χέρι του· είναι και λίγο βρώμικα, στο τσαΐλι βρίσκουμε, και τί δε βρίσκουμε...

  5. Με συμβουλεψαν για φέτος να βρω έναν δρόμο με τσαΐλι και με το ποδηλατο και τον σκύλο από το λουρί να τον κάνω να τρέχει για κανα 15λεπτο τη μέρα για μια εβδομάδα. (εδώ που μένω υπάρχει πρόβλημα δεν βρίσκω βράχια με αποτέλεσμα ο σκύλος να είναι γυμνασμένος αλλά με τα πέλματα μαλακά).

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Το καλαμπόκι(ο καρπός), όπως λέγεται τουλάχιστον στην Πελοπόννησο, στην Κέρκυρα και πιθανόν σε πολλά άλλα μέρη.

Χρησιμοποιείται κυρίως χαϊδευτικά, με την έννοια «κούκλα (μου)». Πρέπει να είναι πολύ διαδεδομένο, αν κρίνω από το ότι μας έχει μείνει το σλανγκ κουτσούνι.

  1. Εκείνη τη νύχτα, την αναστάσιμη, όλοι κρατούσαν από μια κουτσούνα και ένα κόκκινο αυγό και με ανυπομονησία περίμεναν το τέλος της λειτουργίας...

  2. Και στο φινάλε, αν είναι να χρειαστεί να γίνω κουρούμπελο (ήτοι, να αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου μέσα από παραμορφωτικό πρίσμα) τότε ρε πούστη (σχημα λόγου, Αστέρω μου κουτσούνα μου! :lol: ) τουλάχιστον να πάω κάπου που θα την βγάλω με 40-50 ευρά, όχι κάπου που θα μου έλθει το κοστουμάκι 2 κατοστάρικα για δύο άτομα...

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published

Το φωτιστικό που συναντάμε συνήθως στα καράβια. Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει καβούκι χελώνας.

Να βάλεις χελώνες στη βεράντα, δεν παθαίνουν τίποτα.

(από ironick, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το βλήμα, η σφαίρα, κρητιστί.

Πάσα: Nick

Δε θα σου παίξω πέρδικα μπάλα να σε πληγώσω και σ'άλλα χέρια κυνηγού να πέσεις θα σε σώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Η οδοντογλυφίδα, όπως την λένε σήμερα στην Κρήτη.

- Άρεσέ σου το τσιγαριαστό Μανώλη;
- Ναι, πες τώρα τση γυναίκας σου να μου φέρει πασά(ρ)ους...

σ.ς. γιατί περί ρ και λ βλ. άρτσι μπούρτσι και λουλάς, σχόλιό μου στον ορισμό της 4everDanai.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το μίνι-μάρκετ σε μια γειτονιά της επαρχίας , που συνήθως το δουλεύει ένας ευτραφής καπάτσος 60άρης με τη βοήθεια της γυναίκας του. Παρόλο που τις τιμές στα προϊόντα τις σημείωνε με ανεξίτηλο μαρκαδόρο ανεβάζοντας τες κατά πολύ από γνωστές αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, ήταν πάντα δεκτικός στο βερεσέ όταν ήμασταν μικροί και παίρναμε αυτοκόλλητα σοκοφρέτες και τσίχλες, καθώς και κουκουρούκου. Είθισται οι υπάλληλοι για τις μικροδουλειές να είναι κοριτσόπουλα της γειτονιάς όπου ανέχονται τα χουφτώματα του.Έχει τα πάντα από πλαστικούς πολυελαίους , μέχρι ποντικοπαγίδες.

-Δηλαδή τι είναι το υπερμάρκετ;
-Χμμ... είναι το μίνι-μάρκετ της γειτονιάς όπου το αγαπάς και που έχει προσωπικότητα και χαρακτήρα που δεν μπορείς να βρεις στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ όπου οι υπάλληλοι έχουν καρτελάκι με το όνομα τους.

Υπερμάρκετ (από petrakos, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυπριακή λέξη για την παλάντζα - ζυγαριά. Ναρκοσλανγκικώς νοείται η ζυγαριά ακριβείας που ο ντίλερ συμπεριλαμβάνει στον επαγγελματικό εξοπλισμό του, προκειμένου να είναι ακριβοδίκαιος στις δοσοληψίες του.

-Όχι και λίγο ρε συ, όχι και λίγο, δέκα τζι! Όπως κάθε φορά. Όλα σε μια πιλάντζα πάνω γίνανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified