Further tags

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αποτριχωμένο - ξυρισμένο αιδοίο, το αιδοίο δηλαδή που δεν έχει τρίχες. Έτσι λέγεται επίσης και η αποτρίχωση του αιδοίου δηλαδή το "full brazilian".

Της κατεβάζω το στριγκάκι και βλέπω το υπέροχο μαδομούνι της.

. -Που είναι η Ελένη;

-Πήγε στην αισθητικό για μαδομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη φανταρίστικη αργκό, κάποιας εποχής τουλάχιστον, το ειδικό εργαλείο γραφείου για το τρύπημα των εγγράφων προκειμένου στη συνέχεια να αρχειοθετηθούν.

-Πιάσε ρε σύ τον κωλομπαρά να ταχτοποιήσω λίγο αυτά τα χαρτιά, γιατί σε λίγο θα βγούνε φίδια εδώ μέσα!

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα πιστοποιημένο προϊόν ή υπηρεσία. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έμφαση στις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ την εχεμύθεια, την σεξουαλική απόδοση κ.α. Προέρχεται από το γαλλικό certifié. Ανήκει στην μεγάλη ομάδα γαλλικών τεχνικών όρων που πλέον χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να υποδηλώσουν κατάρτιση μάστορα με μάστερ στη πιάτσα.


Παράδειγμα 1
-Τι κινεζιά σίδερο μου ΄φερες ρε Μιχάλη; Να λαμπαδιάσουμε εδώ μέσα!
-Σιγά μη πλερώ τα σερτιφιέ σα του μουνί της Παναγίας να πούμε! Είναι ΟΕΜ, ίδια ποιότητα με τα Bosch λέμε.

Παράδειγμα 2
-Άννα, ο Νίκος! Τι γκομενάκι είν΄ αυτό θεέ μου!
-Είναι... και είναι κρίμα απ το θεό...
-Γιατί ρε;
-Καλά βλαμμένη είσαι;
-Τι;
-Το παιδί είναι σερτιφιέ αδερφή ρε, δεν είδες τον χαρλεά που τον πάρκαρε απ' έξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική αμερικάνικη γυμνή μοτοσικλέτα με χαμηλωμένο σκελετό, μακρυά πιρούνια και μαϊμουδιάρικο τιμόνι (ape hanger). Στα αγγλικά chopper το οποίο προέρχεται από το αγγλικό chop που σημαίνει κόβω.

Για την ιστορία, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν στην Αμερική πολλές, στρατιωτικού τύπου, βαριές μηχανές τις οποίες ξεκινώντας από την δεκαετία του 60΄ άρχισαν να μοντάρουν, κόβοντας όλα τα περιττά μέρη, ώστε να τις κάνουν πιο ελαφριές και γρήγορες. Αυτές οι μηχανές ονομάζονταν Bobbers. Στη συνέχεια άρχιζαν να πειραματίζονται περισσότερο κόβοντας και ξανά-κολλώντας τους σκελετούς σε διάφορες θέσεις, κόβοντας τα φτερά, προσθέτοντας μακρυά πιρούνια και περίτεχνα τιμόνια, γουρούνια πίσω λάστιχα, σέλες και "sissy bars" για να αράζει ο τσοπεράς και η σκύλα του. Έτσι γεννήθηκαν οι μηχανές τσόπερ και μέχρι το 70΄ πολλοί πρώην Αμερικανοί στρατιώτες και άλλοι επέκτειναν την σημασία της λέξης σε έναν χίππικο αλλά και σκληροτράχηλο τρόπο ζωής δημιουργώντας συμμορίες μηχανόβιων. Τις δεκαετίες του 80΄ και του 90΄ τα τσοπέρια ήταν πλέον στύλ και τότε η φάση ξεμπουρδελεύτηκε και εντάχθηκε κανονικά στο καπιταλιστικό μοντελό με φουλ αερογραφίες, νίκελα, πίσω λάστιχα πιο φαρδιά κι από το κώλο της μάνας σου και λοιπές μαϊμουδιές. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει ακόμα αρκετό μεράκι και τσοπεράδες που το ζούνε και δουλεύουν τις μηχανές τους.

-Βγήκες πουθενά χτές;
-Πήγα alligator για μια μπύρα, είχε σκάσει ένα τσοπέρι bonnie αρουραίικο, μούνα ρε.

Easy Rider 1969

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγράφει κάθε μπύρα που προτιμούν οι χτίστες όταν κάνουν το διάλειμμα τους γύρω στις 14:00 ντάλα μεσημέρι. Στέλνουν το θύμα στο κοντινό περίπτερο από όπου αγοράζει μπύρες, πατατάκια, κρουασάν και αν βρει κανένα frappe. Από τις περιπτερόμπυρες κλασσικές χτιστόμπυρες είναι οι φτηνές Άλφα, Βεργίνα, Ηeineken, Amstel. Βέβαια παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στην Amstel η οποία έχει ανέλθει σε σήμα κατατεθέν της χτιστόμπυρας.

-Τι θα πάρετε παιδιά;
-Μισό κιλό κόκκινο. -Μια χτιστόμπυρα. -Άλλη μια.
-Άννα! Μισό κόκκινο και δυό Άμστελ στο 11.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό της βόμβας μολότοφ.

  1. Έχουν δέσει οι άλλοι 40 λίτρα λάμια και καίγονται να τα χώσουν
  2. Παιδιά τα σαλάμια να πέσουν στο φεύγα, μην αρπάξει κανένας

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ζευγαριού παντοφλών που φοριέται συνεχώς και εκπέμπει μια ξινή και πηχτή μυρωδιά στο χώρο. ΄

Έρευνες δείχνουν ότι οι παντόφλες συγκεντρώνουν περισσότερα μικρόβια και από το καπάκι της τουαλέτας, είτε γιατί τις φοράμε χωρίς κάλτσες, είτε με βρεγμένα πόδια, μα κυρίως γιατί δεν τις πλένουμε τακτικά. Η χρήση καθαρών καλτσών και η πλύση τους ανα τακτά χρονικά διαστήματα αποτελούν τους κυρίαρχους τρόπους αντιμετώπισης της συγκέντρωσης μικροβίων και βρώμας.

Πλύνε καμιά παντόφλα ρε μαν. Θα σε παρακαλάμε δηλαδή τόσο καιρό; Περσινές, ξινές παντόφλες καταλήξανε.

Got a better definition? Add it!

Published