Further tags

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το ξύλο, το ξυλίκι, το ταβερνόξυλο, ο δαρμός, ο ξυλοδαρμός. Μάλλον ηχομιμητικό.

Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντουπ (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, ο δικελοσβουριασμένος, πιθανόν από την αναιμία κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971).

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντό. Σημαίνει τον ματσωμένο, τον ματσό, τον λεφτά, τον/την πλουσιέξ. Ετυμολογείται από το ιταλικό mazzo (=δεσμίδα) (<λατινικό mateola= ραβδί, μπαστούνι). Στα καλιαρντά, ματσιάρης λέγεται και ειδικότερα ο εφοριακός και ματσότσαρδο η Εφορία.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σαρμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα.

Μετάφραση (κατά προσέγγιση): "Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο. Πήγαινε να γαμηθείς με κανένα πούστη που το παίζει επιβήτορας του είπανε καϊμοπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να γαμιέσαι με πούτσο και μουνί να γίνεται και πήγαινε στην αστυνομία να σου κάνουνε κλύσμα. Μίλησα βαθιά την ιδιωματική γλώσσα των κίναιδων για να βλέπει η τρελή και να μαλακίζεται." (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο εφιαλτικός ρουφηχτρώνας σκόνης χειρός, που έκανε θόρυβο, σάρωνε και ρούφαγε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμη και ψιλομπιχλιμπίδια. Τραγική παιδική ανάμνηση, επειδή το αγαπημένο σου μινιατουράκι σε μέγεθος πινέζας καταπλακωνόταν από την σκόνη μέσα στον κάδο του κι άντε να το βρεις μετά: εξίσου μισητό με την κανονική ηλεκτρική σκούπα σ'αυτό, πού'χε λιγότερη ακρίβεια λόγω της κατασκευής του μαρκουτσίου της στα τετραγωνικά εκατοστά. Υπήρχε και σε άλλες μάρκες (εμείς είχαμε "Bosch"), αλλά αυτή ήταν η πιο διαδεδομένη, όπως κάποτε η "Tρύλετ" για τα πιάτα και τώρα η "Ava".


- Πω, πω! Μα πριν από λίγο το πήρα! Είναι δυνατόν να μάζεψε τόση σκόνη ή έμεινε εκεί από πριν; Αχ, και τί θα κάνω τώρα;
- Μην τρελαίνεσαι... Πάρε ένα μπλακεντέκερ να βρεις την υγειά σου...

  1. Το τρυπάνι. Πάλι αυτή η μάρκα κάνει θραύση κι εδώ αν και υπάρχουν πλείστες άλλες.


- Άμε στο γέρο ν-το διάολο με τσι τρύπες σου! Έχεις γεμίσει τον τοίχο!
- Και πώς θες να το κρεμάσω τούτο νε το κάντρο μωρή, χωρίς ούπα; Αφού είναι βαρύ, δε ν-το θωρείς; Πιάσε μου το μπλακεντέκερ: Μόνο μη σκούζεις, σου είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλιές γαλλικές λοκομοτίβες Alsthom CC AD 1600A1 (μετρικού εύρους) και Alsthom CC AD 2100C1 (κανονικού εύρους) του ΟΣΕ.

Οι μετρικού εύρους Alsthom απόδοσης 1175 kW αγοράστηκαν το 1967 και έλαβαν αρίθμηση A 9201-9210 και χρησιμοποιήθηκαν στο μετρικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου. Οι κανονικού εύρους (1435mm) Alsthom απόδοσης 1544 kW αγοράστηκαν το 1966-1967 και έλαβαν αρίθμηση A 351-376 και χρησιμοποιήθηκαν στο σιδηροδρομικό δίκτυο της υπόλοιπης Ελλάδας.

Οι γαλλίδες είχαν κινητήρες Pielstick.

μετρική στη Πάτρα κανονική στη Τιθορέα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποίηση της έκφρασης "δεν νιώθει". Χαρακτηρίζει αυτόν που δεν εκτιμάει, δεν καταλαβαίνει, δεν τον νοιάζει, δεν τον θίγει ή/και δεν τον συγκινεί τίποτα. Ο χοντρόπετσος, ο παχύδερμος, ο άνιωθος.

Τούντορ, ο μαθητευόμενος μάγος, ο δεχόμενος χαρτάκι από τους ανωτέρους του, ο κολληματίας, ο δενιώθογλου.

από ΠΑΟΚτσήδικο φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ο οποίος έχει επιδοθεί μετά ζήλου στον αυνανισμό. Σε διάθεση χλέυης μπορεί κανείς τότε να υποθέσει ότι το πέος του αθλητή πρέπει να έχει αρχίσει να ξεφλουδίζει.

-Πήγαινε ρε Πετράκη να της μιλήσεις αφού σε κοιτάει.
-Καλά εντάξει, άσε με.
-Πήγαινε ρε μαλάκα ξεφλούδα στο τέλος δε θα μπορείς να μιλήσεις ούτε στη μάνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Η χαρακτηριστική οργισμένη και ανούσια στιχομυθία κάτω από δημοσιεύσεις σε αθλητικές, ειδησεογραφικές ή φοιτητικές ιστιοσελίδες. Παίρνει το όνομά της από τα οπαδικά σχόλια σε αθλητικές σελίδες και τα ηχομιμητικά μπε + φαπ + -σμα, όταν γίνονται αναφορές σε πρόβατα των διοικήσεων ή σε ξύλο μεταξύ οπαδών αντίστοιχα.

- Διάβασες το άρθρο για τη σφαγή στο ντέρμπυ;
- Ναι ρε, κλασική παραγκίσια διαιτησία... και κλασικά στα σχόλια από κάτω πέφτει το μπεφάπιασμα του αιώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς και ρούχλας και ενίοτε βουτυρομπεμπές άντρας ο οποίος όταν εμφανίζεται σε κοινωνικό δρώμενο είναι ντυμένος πάντα με ρούχα δωματίου-κρεβατιού. Μπορεί να χρησιμοποηθεί και καταχρηστικά για κάποιον στυλιστικά ανίδεο που θυμίζει κρεμάστρα με ρούχα.

Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο συντηρητισμός και η προσκόλληση στην πατρική οικογένεια δεν επιτρέπει σε πολλούς άνδρες τον πειραματισμό με τα ρούχα και το λούκ ακόμα και στις μητροπόλεις. Σαν αποτέλεσμα οι Έλληνες είναι σίγουρα από τους πιο κακοντυμένους άντρες στον κόσμο.

Παραθέτω μέρος από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου για την επίσκεψη Κλίντον:

"Πήγε να τον υποδεχτεί ο υπουργός των εξωτερικών ρε.. Μ' ένα σακάκι δανεικό, τρία μανίκια μεγαλύτερο, μέχρι και τα δάχτυλα του έκρυβε. Μ' ένα μουστάκι ατροφικό, σα δεξιός ψάλτης."

-Κοίτα ρε τον πυτζάμα πως έρχεται πάλι...Ελπίζω να μας αφήσουν να μπούμε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published