Further tags

Επιφώνημα που εμμέσως πλην σαφώς παραπέμπει σε μαλάκα! / μαλάκω!

Το εκστομίζεις όποτε βρεθείς αντιμέτωπος με κάποιο γελοίο υποκείμενο που προβαίνει σε θρασύτατη μαλακία ή πουστιά, όπως π.χ. να σφηνωθεί πρώτος στην ουρά κάποιοας δημόσιας υπηρεσίας, να παρκάρει την Cayenne του μπροστά από ράμπα αναπήρων, κοκ. Ενός κραξίματος μύρια έπονται, αλλά το αυτί του ωραίου σπάνια ιδρώνει: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας...

- Λάουρα έμαθες τι έκανε ο Βαγγέλας; Πήγε και κάρφωσε το Pierre στην αστυνομία, και τον απελάσουν ήδη στην Cote d’Ivoire!
- Ωραίος ο παίκτης, Λίλιαν! Ήθελε τον Πέρι όλο για τον εαυτό του η παλιο-λινάτσα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης.

- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος /-α που θεωρεί τον εαυτό του/της πολύ όμορφο, έξυπνο, γενικά τέλειο, και το λέει σε όλους.

— Καλά ρε, γιατί δεν με θέλει αυτή η γκόμενα, αφού είμαι κούκλος.
— Άντε ρε, ψώνιο.

Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά όταν ένας ακατάλληλος άνθρωπος βρεθεί σε μια εντελώς ακατάλληλη για αυτόν θέση με συνέπεια οι προοπτικές για τους υπόλοιπους να διαγράφεται δυσοίωνη.

Παραπέμπει στην αγορά του συγκεκριμένου κοψιδίουκελεπουριού από τον κρεοπώλη.

  1. Εκφωνητής ματς: «Μπασίνας το ΣΟΥΤ!!!!! ... έξωωωωω...»
    Φίλαθλος: «Κοίτα ρε έναν παραπλήγα... Ψωνίσαμε από σβέρκο!» (από εδώ)

  2. «Το ΠΑΣΟΚ δεν κληρονομείται» έλεγε ο Ανδρέας και είμαι σίγουρος ότι το πίστευε. Όλοι το πιστεύαμε τότε! Εν τούτοις ψάξαμε το βιολογικό διάδοχο του και ψωνίσαμε …από σβέρκο. (από εδώ. Βλ. και πρώτο μύδι της γουγλο-αναζήτας)

(από Vrastaman, 30/10/09)(από Vrastaman, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, σημαίνει μέσο (συχνά γεωργικό) μεταφοράς του ψωμιού.

Σλανγκιστί είναι, κυρίως ειπείν το στομάχι, ως ανατομικό σακούλι που γεμίζει με ψωμί (συνεκδοχικά για όλες τις τροφές). Κατ' επέκταση είναι η πλαδαρή και αγύμναστη κοιλιά, και παραπέρα γενικά ο χοντρός και μαλθακός άνθρωπος, που εξαντλεί την ιδιότητά του στο να είναι ψωμοδοχείο. Πρόκειται γα κλασική αργκό γνωστή και από την ατάκα του Χατζηχρήστου «Πού είσαι; Σε κολλάω μια κουτουλιά στο ψωμοσάκουλο και θα κάνεις δέκα μέρες να φας!».

Σημειωτέον, ότι στο ιντερνέτι πολλά από τα χιτς αναφέρονται σε υπαρξιακά ερωτήματα, τ. «όταν γεμίσεις το ψωμοσάκουλο, αρχίζεις να σκέφτεσαι τους άλλους ανθρώπους» ή «τον νοιάζει μόνο πώς θα γεμίσει το ψωμοσάκουλο», ή «η ζωή δεν είναι μόνο πώς θα γεμίσεις το ψωμοσάκουλο».

Πάσα: Χότζας.

  1. Υπαρξιακά ερωτήματα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο εδώ.

Προς κάθε γυναίκα………
του όποιου Πιλάτου
Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο και προφανώς μέχρι να φύγω από αυτόν , τρία πύρινα ερωτήματα
σαν την ομοούσιο τριάδα που μας σερβίρισαν οι Εβραίοι , στριφογυρίσουν μέσα στο μυαλό μου , όντας
βέβαιος , πως απάντηση δεν θα βρω ποτέ . Και το παράδοξο είναι , χωρίς να ξέρω που να το αποδώσω
πως αυτά τα ερωτήματα γίνονται ακόμα πιο βασανιστικά , όταν έχει γεμίσει , έχει τιγκάρει που λέει ο
λαός , το απαίσιο ψωμοσάκκουλο μου , σε βαθμό τέτοιο που να προκαλεί βάρος και ναυτία , χωρίς να
τολμώ να εμέσω ˙ σκεπτόμενος πως είναι δυνατόν , κάποια παιδιά του τρίτου κόσμου όπως τα λένε
να τολμούσαν εάν ήταν εμπρός μου , να φάνε τα εμέσματα .

  1. Κι άλλα υπαρξιακά ερωτήματα εδώ:

Όταν έχει γεμίσει το ψωμοσάκουλο αρχίζει η ευαισθητοποίηση, όχι, δυστυχώς απέναντι στο είδος τους (το ανθρώπινο εννοώ) που σε μεγάλο ποσοστό υποσιτίζεται, αλλά απέναντι στις κοτούλες, τα γουρουνάκια, τα σκουληκάκια... Ακολουθούν συνήθως επιχειρήματα του τύπου «οι άνθρωποι είναι εγγενώς »κακοί« σε αντίθεση με τα καημένα »αθώα« ζωάκια», «καλύτερα να πεθαίνουν άνθρωποι (κακούργοι, πτωματοφάγοι, κλπ) παρά τα ζώα» και άλλα τέτοια όμορφα.

  1. Φωνακλάς αντιγαύρος εδώ: Ο ΕΝΑΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΗ ΓΑΜΠΑ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΝΥΧΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΑΥΤΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΘΛΑΣΗ ΣΤΟ ΨΩΜΟΣΑΚΚΟΥΛΟ !!!
    ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ !!!
    ΝΑ ΣΤΕ ΚΑΛΑ ΡΕ ΓΑΒΡΟΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΚΑΜΕ ΣΤΑ ΓΕΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΣΑΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.

Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;

Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

all time classic περιγραφή, της γυναίκας που τις αρέσει πάρα πολύ το καυλί. Αυτή που τρελαίνεται για το σεξ, που δεν το χορταίνει ποτέ, που αν ήταν εφικτό θα είχε κάθε στιγμή μέσα στη μουνάρα της μια τεράστια κρεατόβεργα (κυριολεκτικά μουνάρα, γιατί από τις τόσες πολλές ερωτικές εμπειρίες, το «μουνάκι» της έχει «ξεχειλώσει» σαν πορνοστάρ).

Η νυμφομανής, η ψωλομαζεύτρα.

Μου αρέσει πολύ η Ματίλντα, αλλά δεν γίνεται να κάνεις δεσμό μαζί της, αυτής της αρέσει να γαμιέται μόνο. θέλει να ξεσκίζεται πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, το μυαλό της είναι συνέχεια στο γαμήσι, δεν την ενδιαφέρει τίποτα άλλο... είναι μεγάλη ψωλού.

βλ. και πεού, η, βυζού, η, σκατού, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.

- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified