Further tags

Εξάρτημα του αυτοκινήτου που εισήχθη αρχικά ως αξεσουάρ πολυτελείας και από το '40 και μετά αποτελεί τμήμα του βασικού εξοπλισμού. Μέχρι το '70 τις υπηρεσίες του γυαλοκαθαριστήρα απολάμβανε μόνο το παρμπρίζ αλλά μετά επεκτάθη η χρήση του και στο πίσω τζάμι, στους προβολείς καθώς και στα γυαλιά του Ελτον Τζον.

Διάφορες προσπάθειες έγιναν για αντικατάσταση του κλασικού μηχανισμού από εξελιγμένα συστήματα (υπερήχους, αεροπίδακες κ.α.) αλλά απέτυχαν γιατί δεν μπορούν αυτά τα νεωτερίστικα συστήματα να αποθαρρύνουν τον Πακιστανό στο φανάρι, να μας πλύνει το τζάμι με το ζόρι. Αντιθέτως ο παραδοσιακός μηχανισμός, άπαξ ενεργοποιηθεί καταλλήλως μπροστά του, τον κάνει να νιώθει παντελώς άχρηστος και πεμπτοκοσμικός, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό ειρωνικό μειδίαμα ανωτερότητος, οδηγώντας τον μετανάστη στην οριστική απόσυρση από τον επιβουλευόμενο στόχο.

Μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, γυαλοκαθαριστήρας λέγεται αυτός που αλλάζει συνεχώς θέση και άποψη με μιά φυσικότητα στην κίνηση, που θα ζήλευε μέχρι και το Μαράκι το Δαμανάκι.

- Ρε, θα μας τρελλάνει ο Μάνος; Αυτός δεν είχε πρωτοεισάγει το νόμο που χάριζε το 2% του τζίρου στους εκδότες; Τώρα βγαίνει και κάνει δήθεν αγώνα για την κατάργησή του;
- Μιλάμε και για γαμώ τους γυαλοκαθαριστήρες το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός έλληνας που οδηγεί αυτοκίνητο τύπου sedan. Tα σεντάν έχουν κατά κανόνα 4 πόρτες και είναι πιο παππουδίστικα (σε αντίθεση με τα κουπέ που είναι και καλά πιο νεανικά).

Ο σεντανάκιας είναι γενικά ο τυπικός ελληνάρας σε όλες της ζωής του τις εκφάνσεις, και με ευλάβεια τηρεί του γένους τα πατροπαράδοτα. Περήφανος οικογενειάρχης που αραδιάζει κάθε σουκού παιδιά σκυλιά στο αμάξι και πάνε στη Λούτσα για μπάνιο. Στάνταρ κάνει Πάσχα στο χωριό όπου μεταβαίνει και πάλι συν γυναιξί και τέκνοις και συν όλοις τοις συμπραγκάλοις του. Φορτώνει το σεντάν μέχρι μαλακίας σαν κάτι γύφτους που τιγκάρουν το ντάτσουν με πατάτες και η καρότσα γλείφει την άσφαλτο (αν είχε μιλιά το αμαξάκι θα τον άρχιζε στα καντήλια).

Το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ανοιχτό πουκάμισο να φαίνεται η τριχάρα η ιδρωμένη, καθώς και με ανοιχτό παπουτσάκι να μοστράρει τα κρινοδάχτυλά του (διότι τα τελευταία χρόνια έχει εκτρεντιστεί κάπως, δημιουργώντας ένα νέο είδος, τον γυφτοτρέντι).

Ο σεντανάκιας συνήθως υπερασπίζεται με πάθος την επιλογή του για το συγκεκριμένο αμάξι, που ''σέβεται την τσέπη του''. Τρώει κόλλα με το θέμα της παθητικής ασφάλειας, κι ας βάζει τα παιδιά στο μπροστινό κάθισμα (κάπως έτσι πριν μερικά χρόνια χιλιάδες ζουλάπια πήγαν κι αγόρασαν με το κιλό κάτι μπανιέρες των 60 ίππων, μόνο και μόνο επειδή είχαν και καλά χοντρές λαμαρίνες).

Ο σεντανάκιας διακατέχεται από διακοσμητικό οίστρο, καθώς φορτώνει στο αμάξι διάφορα μπιχλιμπίδια/γκατζετιές: ο κλασικός σταυρός στο καθρεφτάκι, θέση για ποτήρι φραπέ, το κλασικό βεντουζάτο κουκλάκι στο πίσω τζάμι κλπ.

Και σταματώ εδώ (αν και θα μπορούσε κανείς να γράψει διδακτορική διατριβή για τον εν λόγω ανθρωπότυπο).

Υ.Γ. Προσοχή Προσοχή!!!

α. Ο σεντανάκιας είναι συνήθως γιαπωνέζος στις προτιμήσεις του. Οδηγεί Χιουντάι, Χόντα, Τογιότα (τιμημένη Κορόλα!). Έναν που καβαλάει Mercedes CLS 350 δεν τον λες σεντανάκια όσο να' ναι.

β. Το αμάξι του τυπικού σεντανάκια είναι τουλάστιχον πενταετίας, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στο πετσί του (τρακαρισματάκια, γρατσουνιές κλπ). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και νέοι που παν κι αγοράζουν απ' την κούτα κάτι βάρκες τύπου VW Passat: αυτοί έχουν γεράσει πριν την ώρα τους και μας το παίζουν κι ιστορία από πάνω.

(στα διόδια της Ελευσίνας, Μεγάλη Παρασκευή, διάλογος μηχανόβιων)

- Πω ρε φίλε κίνηση!...
- Ναι ρε συ... Τους λυπάμαι όλους αυτούς που πήζουν μες τ' αμάξια...
- Ποιους ρε, τους μαλάκες τους σεντανάκηδες; Στ' αρχίδια σου, τα θέλουν και τα τραβάνε.
- Δίκιο έχεις. Τώρα που θα περνάμε με τα μηχανάκια μέσα απ' τις ουρές σαν να σκίζουμε κωλοτρυπίδα, να δεις τι καύλα θα είναι...

Το τουτούνι είναι κάμπριο, αλλά ο οδηγός είναι σεντανάκιας (από Khan, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερπολύχρηστη λέξη, με σημασία κατά κανόνα θετική. Γιατρός είναι γενικά κάποιος με ειδικές ικανότητες και ταλέντα, που ξεπερνούν αυτά του μέσου όρου. Δίνει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις κι ότι αναλαμβάνει το φέρνει συνήθως εις πέρας με αξιοσημείωτη επιτυχία.

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε την all time classic, χιλιοτραγουδισμένη προσφώνηση γιατρέ μου, την οποία περιοριζόμεθα να μνημονεύσουμε ενθάδε μετά τιμής. Γειά σου ρε γιατρέ, όπως λέμε γεια σου ρε καλλιτέχνη, γεια σου ρε ψηλέ, γεια σου ρε όμορφε, γεια σου ρε μάνατζερ, γεια σου ρε αρχηγέ κ.ο.κ.

Οι γιατροί (η λέξη τίθεται είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών), όπως έχουμε πει και αλλού, δε δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους. Προσφυγή στας υπηρεσίας τους θα σας κοστίσει κάτι παραπάνω, τις πιο πολλές φορές όμως αξίζει τον κόπο.

Ειδικότερα:

  1. Στο λεξιλόγιο μιας ειδικής κατηγορίας παρανόμων, εκείνων που ασχολούνται συστηματικά με κλοπές αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, γιατρός είναι ο ειδικευμένος «τεχνίτης» ο οποίος αναλαμβάνει να παραποιήσει τον αριθμό πλαισίου και αριθμό κινητήρα του κλεμμένου οχήματος και να περάσει καινούριους. Κάθε πλαίσιο (σασί) και κάθε κινητήρας (μοτέρ) που βγαίνει απ' το εργοστάσιο, έχουν χαραγμένα πάνω τους, κυρίως για λόγους ασφαλείας, τους κωδικούς αυτούς αριθμούς. Χρησιμεύουν στην ταυτοποίηση του οχήματος σε περίπτωση κλοπής. Ο γιατρός, ο οποίος κατά κανόνα δε μετέχει στη φέρμα, έρχεται κατόπιν εορτής, στο γκαράζ που έχεις κρύψει το κλεψιμέϊκο, αποξύνει τους παλιούς αριθμούς (με προσοχή για να μην αφήσει ίχνη) και «χτυπάει» τους νέους. Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι νέοι αριθμοί; Μήπως ο γιατρός θα τους βγάλει απ' την κοιλιά του;

Όχι βέβαια. Το κόλπο - ένα από τα πολλά - έχει συνήθως ως εξής: Κλέβεις ένα μηχανάκι, π.χ. ένα Yamaha TDM 900, το οποίο όμως σου είναι κατ' ουσίαν άχρηστο, διότι αν σε σταματήσουν οι μπάτσοι και δεν έχεις τα χαρτιά του, την πούτσισες. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας να αγοράσεις το ίδιο ακριβώς μοντέλο από κάποιον που το είχε και το τράκαρε. Εννοείται το παίρνεις κοψοχρονιά, εφόσον το μηχανάκι έχει γίνει βίδες, καφενείο, κωλοτρυπίδες. Αφού γίνεις πια ο νόμιμος κάτοχός του, πηγαίνεις και «βαράς» τα νούμερά του στο κλεμμένο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

  1. Για τους τοξικομανείς, γιατρός είναι ο drugdealer, o πρεζέμπορας, ο τροφοδότης που μοιράζει το φάρμακο για να γίνουν καλά τα αρρωστάκια. Στο εξωτερικό, όπου τα πράγματα είναι γενικώς πιο επαγγελματικά και δουλεύουν πιο ρολόι σε σχέση με την Ψωροκώσταινα, κάθε ντήλερ που σέβεται τον εαυτό του και το θεάρεστο λειτούργημά του, φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο του δόκτορος («doctor») και διαφημίζεται με γκράφιτι από σπρέι στους τοίχους. Αυτό πάει να πει κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν δεν διαφημίζεσαι απλά δεν υφίστασαι.

  2. Για τους φανατικούς των Moto GP (αγώνες μοτοσυκλετών δια τους αδαείς), γιατρός είναι ο ένας και μοναδικός Valentino Rossi, ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, πολυνίκης και πρωταθλητής επί σειρά ετών.

  1. - Φίλε όλα οκ με το σκηνικό, το βάλαμε στο χέρι το μηχανάκι.
    - Ωραίος. Πού το 'χεις τώρα, στο γκαράζ του Κατσαρίδα, όπως πάντα;
    - Ε ναι ρε, που αλλού θα το χώναμε. Εσύ τελείωσες με τις άδειες και τη μεταβίβαση;
    - Όλα κομπλίτα σου λέω, τον έψησα κιόλας τον τυπά και μας έκοψε άλλο ένα τρακοσάρι. Άμπαλος απ' τους λίγους, που να 'ξερε κιόλας... Έχει μείνει με την εντύπωση πως θα το φτιάξω το ερείπιο του και θα το κυκλοφορώ..
    - Τέλεια. Ρίξε τώρα τηλεφωνάκι στο γιατρό, θέλω ως αύριο βράδι να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία.
    - Μια κουβέντα είπες τώρα. Με τη δουλειά που έχει πέσει τελευταία, τον βλέπω σε κανά διβδόμαδο το λιγότερο να 'ρχεται.

  2. (πρεζάκιας-ζήτουλας έχει βγει στη γύρα)
    - Ρε φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα σουβλάκι να φάω;
    - Άει πάενε ρε ξέφτιλε που θες και λεφτά.. Να πα να δουλέψεις ρε κοπρόσκυλο, τ' άκουσες;
    - Φιλαράκι ο Αργύρης δεν είσαι; Ο Στάμος από το γυμνάσιο είμαι ρε, με θυμάσαι;
    - Πω......... Ρε Στάμο, πως κατάντησες έτσι αγορίνα μου;
    - Έτσι μας τα 'φερε η πουτάνα η ζωή ρε Αργύρη, είναι κι εξαφανισμένος ο γιατρός μου εδώ και καμιά δεκαριά μέρες κι είμαι να πεθάνω ρε Αργύρη... Μείνε μακριά απ' τον πρεζάκια Αργύρη, είναι καταραμένος σου λέω..

If your down he\'ll pick you up Dr. Robert, Take a drink from his special cup Dr. Robert  Dr. Robert, he\'s a man you must believe, Helping everyone in need, No one can succeed like Dr. Robert (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχεία κακής οδηγικής συμπεριφοράς.

Οι ταρίφες (ταξιτζήδες) θεωρούνται ως η χειρότερη κατηγορία οδηγών: συμπεριφέρονται προκλητικά και, κυρίως, εγωιστικά. Αυτό, σε συνδυασμό με την τάση τους για απατεωνιές (διπλή μίσθωση, στρογγυλοποίηση του κομίστρου προς τα πάνω, τζάμπα βόλτες κλπ.) και την αγένειά τους, τους έχει βγάλει το κακό όνομα.

Ωστόσο έχω να καταθέσω ότι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα το επίπεδο των ταξιτζήδων έχει ανέβει πολύ. Σε γενικές γραμμές είναι πιο ευγενικοί και λιγότερο απατεώνες, άσε που πολλές φορές στρογγυλοποιούν οι ίδιο το κόμιστρο προς τα κάτω. Αν μου το λέγανε πριν μερικά χρόνια θα γέλαγα!

Διερωτώμαι αν θα ήταν δυνατό να αποδοθεί αυτή η βελτίωση στους Ολυμπιακούς. Ακούγεται ηλίθιο, αλλά πρώτον, άρχισα να την παρατηρώ από το 2004 και δεύτερον, δε νομίζω ότι έχει γίνει αντίστοιχη πρόοδος στη Θεσσαλονίκη (από την περιορισμένη εμπειρία μου).

Όπως και να 'χει, κάλλια να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Έτσι, ταριφιές χαρακτηρίζονται οι σφήνες, το πέρασμα του φαναριού με εξαιρετικά βαθύ πορτοκαλί (σανγκουϊνί), οι στάσεις στα καλά καθούμενα μες στη μέση του δρόμου, η παραβίαση προτεραιοτήτων και λεωφορειόδρομων, το να πετάγεσαι κατευθείαν στην κορυφή της ουράς στα αριστερά φανάρια (και μάλιστα λίγο πιο μπροστά από το φανάρι, ώστε τελικά να μη δεις ότι άναψε και να βάλεις όλο τον κόσμο να σε περιμένει), καθώς επίσης και ο αδιάκοπος σχολιασμός των άλλων οδηγών, ιδιαίτερα των γυναικών.

  1. -Καλά, πετώντας ήρθες;
    -Δε βρήκα κίνηση, έκανα και μερικές ταριφιές γιατί βιαζόμουνα.

  2. -Κοίτα το μαλάκα ρε πώς πάει! Δεν είναι γαϊδούρι το αμάξι να πηγαίνει μόνο του! Α, να κι η άλλη η κότα τώρα, της έσβησε, τέτοιο ζώο είναι. Μαλακισμένες, δεν πα' να πλύνετε κάνα πιάτο καλύτερα...
    -Ρε Κωστή, προχώρα να πούμε κι άσ' τις ταριφιές. Μου γάνωσες το κεφάλι με τη γκρίνια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμπαβιόλης είναι ο απόχρωσης ταμπά πάκι boy που πλένει το παρμπρίζ σταματημένων στα φανάρια αυτοκινήτων, με επιδεξιότητα βιρτουόζου βιολονίστα και προσποιητό, χαζοβιόλικο ύφος ριτάρντεντ που ζητάει ελεημοσύνη. Δρουν κατά μονάς ή σε ομάδες 3-12 ατόμων ανά φανάρι.

Αν κάνεις το λάθος να χαλαρώσεις και να τον ανατροφοδοτήσεις δίνοντας του σημασία με κάποιο νεύμα ή μιλώντας του, θα αρχίσει να επιδίδεται σε ακροβατισμούς και κάθε είδους ταρζανιές που εκθέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τη σωματική του ακεραιότητα, προκειμένου να σε ρίξει στο φιλότιμο και να σου πάρει πιο μεγάλο φιλοδώρημα.

- Φτου! Πάλι σε ταμπαβιόληδες πέσαμε, κάνε πως δεν τους βλέπεις.

- Αυτό ήταν ρε πστ μου, αν βγούμε από το μπλόκο της Κοκκινιάς θα πάω να σκουρύνω τα παράθυρα 4 τόνους!

απόχρωση ταμπά (από allivegp, 29/07/09)Εν δράσει (από Vrastaman, 29/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεινός και εμπειρότατος οδηγός, οι εξαιρετικές ικανότητες του οποίου υπερβαίνουν αισθητά τον μέσο όρο. Αυτό που λέμε τιμόνι με αρχίδια.

Βαρύς χαρακτηρισμός, που συνεπάγεται αμέριστο σπεκ και ανεπιφύλακτη αναγνώριση. Ο πιλότος δεν είναι απαραίτητα ποζεράς και κάγκουρας, παρόλο που οι τελευταίοι αρέσκονται να αλληλοπροσφωνούνται έτσι. Ο πιλότος, ο σωστός τουλάχιστον, είναι περισσότερο μια ήρεμη δύναμη. Δεν επιδεικνύεται και δεν σπαταλά άσκοπα ενέργεια με παντιλίκια, σπινιαρίσματα και κοκαλώματα / γονατίσματα του εργαλείου έξω από πολυσύχναστες καφετέριες. Δεν είναι οπαδός του δόγματος «το κωλόφτιαγμα για το κωλόφτιαγμα». Οι όποιες μοντιφιές και πειράγματα που θα επιχειρήσει, είναι μελετημένες και ουσιαστικές.

Κανονικά, ο όρος αναφέρεται στους χειριστές αεροσκαφών, ιδίως μαχητικών. Από εκεί μεταφυτεύτηκε στη διάλεκτο των αυτοκινητάκηδων, αλλά και των μηχανόβιων (λιγότερο). Ως γνωστόν, το αερόπλανο παραμένει το απόλυτο μηχανοκίνητο ρησπέκ, ένας απ' τους ισχυρότερους μύθους του 20ου αιώνα. Ιπτάμενος δεν γίνεται ο κάθε τυχαίος, απαιτείται μακρόχρονη και σκληρή εκπαίδευση, που θα αναδείξει το φυσικό τάλαντο του υποψήφιου πιλότου. Το cockpit θα μείνει πάντα το άπιαστο όνειρο για πολλούς: αν ρωτήσεις τα παιδάκια του δημοτικού, τί θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, το 1 στα 2 θα σου απαντήσει πιλότος...

Πιλότοι λέγονται και οι οδηγοί στο πρωτάθλημα της Φόρμουλα 1, που έχουν να κουμαντάρουν τα μονοθέσια τέρατα των 900 ίππων, με επιδόσεις που προσεγγίζουν εκείνες των τζετ, μακράν οιουδήποτε συμβατικού τετράτροχου. Η πείρα και τα αποθέματα ψυχικής δύναμης δεν επαρκούν: ο πιλότος είναι απαραιτήτως και χεράς, κρατερός και ανθεκτικός στην κακουχία και την πίεση. Όχι ακριβώς μπιλντέρι και χτιστάκης, αλλά οπωσδήποτε γυμνασμένος και ελαστικός. Για τον Σουμάχερ και τους συν αυτώ επαγγελματίες, αλλά και για κάθε έναν επίδοξο πιλότο (έστω ερασιτέχνη), μια πολύ καλή φυσική κατάσταση είναι όρος sine qua non, εκ των ουκ άνευ...

Να σημειωθεί τέλος ότι τα σύγχρονα sport αυτοκίνητα, π.χ. Mercedes SLK, Audi TT κλπ, σχεδιάζονται κατά τρόπο τέτοιο ώστε να οξύνουν την αίσθηση «πιλοταρίσματος» του οδηγού και να αξιοποιούν τις δυνατότητές του στο έπακρο. Η καμπίνα τους, λ.χ., αποτελεί προσομοίωση mutatis mutandis της κάψουλας που φιλοξενεί τον χειριστή μαχητικών τζετ, με τη θέση του οδηγού να τοποθετείται νοητά στο κέντρο του οχήματος, στον κατά μήκος άξονα...

  1. - Tις προάλλες που βγήκαμε Εθνική με το Γιώργο τα είδα όλα κωλυόμενα. Μια νταλίκα είχε βγει στο αντίθετο ρεύμα κι ερχόταν κατά πάνω μας. Έπρεπε να δεις πόσο ψύχραιμα αντέδρασε ο Γιώργος, δεν πανικοβλήθηκε ούτε στιγμή. Είναι πιλότος ο άνθρωπας, τέλος.

  2. - Μαλάκα, έχω βρει ένα μεταχειρισμένο Χόντα S 2000 και λέω να το χτυπήσω.
    - Πρόσεξε ρε φίλε μ' αυτό το μπουρδέλο... Είναι καύλα το γκάζι του, μα είναι σκοτώστρα, ζόρικο μηχάνημα. Μην πας να το παίξεις πιλότος με τη μία, μάθε το πρώτα, πάρ' του τον αέρα...

  3. - Ο καλός ο πιλότος για μένα φαίνεται στις αλλαγές. Να ξέρει να ανοίγει σωστά το γκάζι, ώστε να γεμίσει το μοτέρ. Να σπάει με τρόπο τις ταχύτητες και λίγο πριν φτάσει στον κόφτη, να κουμπώνει όμορφα την επόμενη. Μαλακά, ίσα που να το νιώθεις, σαν να 'χεις αυτόματο κιβώτιο.

(από BuBis, 21/08/09)οδηγός μ\'αρχίδια... (από BuBis, 21/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπου ίδια έννοια με το πετσί / πέτσακας μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για έναν τύπο κατά κύριο λόγο από χωριό, που το παίζει πετσί και μοντέρνος, σύγχρονος, ξερόλας και γενικότερα γαμίκος, θέλοντας να δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομά του (έτσι είναι τουλάχιστον ο πρώτος γνήσιος πετσοκάγκουρας που ανακαλύψαμε). Φαινόμενα και κρούσματα πετσοκάγκουρων παρατηρούνται παντού, αλλά κατά κύριο λόγο στην Κρήτη όπου υπάρχουν τα παραδοσιακά πετσιά!!!

Επίσης κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος για τον κλασσικό πέτσακα ο οποίος οδηγάει hi-lux (ή οτιδήποτε άλλο) και οδηγά παρέα με... τον Χάρο!!

  1. - Τί κάνατε ρε προχτές;
    - Πήγαμε στις Ασίτες είχε γλέντι προχτές.... και σε κάποια φάση είναι ένας τύπος τρελός πετσοκάγκουρας... νιώσαμε πολύ μαλάκες μπροστά του, πάντα είχε μια μαλακία να μας πει επί παντός επιστητού...

  2. - Εκεί που οδήγαγα, σε κάποια φάση σκάει ένας πετσοκάγκουρας από πίσω με ένα toyota hi-lux και αρχίζει να μου παίζει τα φώτα, με προσπέρασε από πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified