Further tags

Χαρακτηρισμός έκφυλης, τρυφηλής γυναίκας. Γυναίκα, έρμαιο του σεξουαλικού πάθους, δέσμια της μανίας της για ερωτικές απολαύσεις και ξεσκίσματα γενικότερα. Πουτάνα, όχι κατ' επάγγελμα.

  1. - Την είδες την καινούρια; Τι μουνί, Θεέ μου!
    - Αυτή είναι ζήτω ο πούτσος. Θα μας φάει.

  2. Ήρθε μια το πρωί να πληρώσει, ζήτω ο πούτσος! Ακόμη τον παίζω

Ζήτω ο πούτσος! (από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα της οποίας η μουνοσχισμή ξεκινά κάπως πιο ψηλά από το συνηθισμένο και δίνει την εντύπωση ότι και το μοϋνί της είναι κει πάνω. Πιθανόν και να είναι και έτσι, δηλαδή ανατομικά να το έχει κάπως πιο μπροστά. Σε αυτό θα μας απαντήσουν οι έμπειροι του σάιτ.

Επίσης είναι η γυναίκα που προτάσσει το μουνί της σαν όπλο για να προχωρήσει στη ζωή. Εναλλακτικά, μπροστομούνα = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα.

  1. - Ρε παιδιά, να σας πω κάτι που δεν θα έπρεπε... Καλό γκομενάκι η Στέλλα, αλλά πολύ μπροστομούνα, το ψάχνω και δεν το βρίσκω...
    - Χέσε ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι...

  2. - Είδες η κόρη της κυρίας Αντωνίας; Μια χαρά στο δημοτικό συμβούλιο είναι τώρα. Αυτά να βλέπεις...
    - Άσε με ρε μάνα με τη μπροστομούνα τώρα...

(από Vrastaman, 02/12/09)Για το λόγου το αληθές… (από panos1962, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένη συνομοταξία ευγαμήσιμων γκομενακίων 18-30 ετών, φοιτητριών ή αποφοίτων της πρώην γυμναστικής ακαδημίας, νυν ΤΕΦΑΑ, που όμως το ιδρώνουν το κορμάκι.

Διακρίνονται από τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. Υπό συνθήκες καθημερινών μετακινήσεων, φορούν πάντοτε φόρμα ή κολάν.
  2. Είναι, κατά κύριο λόγο, άβυζες ή μικρόβυζες, με κοιλιά και κορμοστασιά αλφάδι.
  3. Είναι, πλην εξαιρέσεων, μάπα στη μάπα, συχνά και με γκαυλόσπυρα, από τις αναβόλες, κάτι που τους προκαλεί βέβαια υπέρμετρες καύλες ιδίως όταν είναι σε κύκλο.
  4. Είναι εντελώς ηλίθιες, μασούν τσίχλα, αλλά δεν έχουν το στυλ και το βάδισμα της κλασσικής bimbo.

Πως επαληθεύουμε ότι μόλις εντοπίσαμε ένα πραγματικό τεφαρίκι;

  1. Το είδαμε να επιβιβάζεται ή να αποβιβάζεται στο σταθμό της Δάφνης ή του Αγ. Ιωάννη.
  2. Ήταν παρέα και με άλλους/άλλες που δεν φορούσαν τζην ή ισόπατο παπούτσι.
  3. Η φαντασίωση που μας έρχεται αυτομάτως στο μυαλό περιλαμβάνει στάσεις όπου έχουμε στο οπτικό μας πεδίο μονο την πίσω της όψη.

- Πω πω τι μπήκε στο τρένο!!!
- Τι ρε;;
- Καλά ρε δεν τα βλέπεις τα δύο κολάν;;
- Πω φίλε έχεις δίκιο, αλλά μη χαίρεσαι, δεν προλαβαίνουμε να πάμε για πέσιμο, τεφατζούδες θα είναι, στην επόμενη στάση θα κατεβαίνουνε.
- Αυτές δεν είναι τεφατζούδες, είναι τεφαρίκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας προτιμών την δια του δικού του ορθού συνουσία, προς αύξησιν της ευχαριστήσεως του οργασμού του.

Διακρίνομε δύο τινάς περιπτώσεις, τους ετεροφυλοφίλους, όπου η σύντροφος χρησιμοποιεί αυτοφερομένη επ' αυτής πεϊκή πρόθεση ή άλλα ομοιώματα πέους δια των χειρών της, και τους ομοφυλοφίλους όπου λογικώς η ανάγκη ομοιωμάτων περιττεύει, πλην περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας του συντρόφου.

Η ετυμολογία του όρου συνίσταται από το τοπικό επίρρημα «πίσω» - εκ της ανατομικής θέσεως του πρωκτικού δακτυλίου και του απευθυσμένου - και το ουσιαστικό «βροντή» (ή κατ' άλλους το συνηρημένο ρήμα «βροντάω - βροντώ») λόγω της εντάσεως του οργασμού που ο πισωβρόντης βιώνει. Αντικείμενο ερευνών παραμένει ωστόσο το αν ακούει όντως βροντές.

Ο όρος ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς και προσβλητικώς από άνδρα προς άνδρα (υπονοώντας τη β' περίπτωση των ομοφυλοφίλων), ακόμη και επί ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την εν λόγω σεξουαλική συμπεριφορά.

Συνώνυμα: πισωγλέντης

Συζήτησις μεταξύ δύο -νυμφευμένων- φιλενάδων:

(Σούλα): - Άσ' τα Βούλα, ο προκομμένος μου αντί να μου κάνει σεξ μου ζητάει να του βάλω «από πίσω» το τηλεκοντρολ..
(Βούλα): - Αχ φιλενάδα, εγώ που τον έπιασα το δικό μου με το γαλατά;
(Σούλα - έκπληκτη): - Α τον πισωβρόντη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντροπιασμένος, αυτός που έχασε την τιμή του.

- Γιατί δεν έρχεσαι μέσα στο σπίτι να ευχηθείς; Ε, βέβαια! Είσαι κωλοφαγωμένος, μετά από τα αίσχη που έκανες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει μπάζα. Δεν φταίει όμως η προσωπική του μπαζοσύνη, αλλά το κόμπλεξ κατωτερότητας που τον διακατέχει και τον ωθεί στο να επιβεβαιώνεται από άτομα λιγότερο βλεπίσιμα.

Θηλ.: μπαζογαμιόλα.

Από τότε που τον παράτησε η Μαρία, του βγήκαν όλα τα κόμπλεξ στη φόρα και έγινε ο χειρότερος μπαζογαμιάς του αιώνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουνόδουλος.

Ο τύπος που του τρέχουν τα σάλια για μουνιά και, τελικά, ή πηδάει μπάζα ή μένει καληνυχτάκιας. Κάπως τραγική φιγούρα που δεν του αξίζει απονομή σπεκ.

Πιό γενικά, μπορεί να χρησιμοποιθεί σαν βρισιά και για κάποιον που δεν περιγράφεται από τον παραπάνω ορισμό.

  1. Άντε ρε με τον μουνοσαλιάρη τον Τάκη! Δύο χρόνια είναι με το μπαζάκι... Την έχεις δει; Λες και την έχεις βάλει στην τοστιέρα! Μπρος πίσω σανίδα! Και είναι και ψωνισμένη... Απορώ τι της βρήκε...

  2. - Παιδιά πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μια δουλειά...
    - Άσ'τα αυτά ρε μουνοσαλιάρη! Πάλι την Λίλιαν θα δεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified