Further tags

Ο Ιωάννης Ράλλης, γιος του πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη και πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, ήταν Μακεδονομάχος και αντιβενιζελικός πολιτικός. Τον Απρίλιο του 1943 αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία της κατοχικής κυβέρνησης τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, θέση στην οποία θα παραμείνει για μερικούς μήνες. Πιθανώς και με παρότρυνση των Άγγλων, οργανώνει τα Τάγματα Ασφαλείας, διαβόητες παραστρατιωτικές ομάδες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς κατά του ΕΛΑΣ.

Λόγω της στολής Μακεδονομάχων που έφεραν, αποκαλούνταν «Γερμανοτσολιάδες» ή «ράλληδες», και προσήλκυαν το μίσος του δοκιμαζόμενου λαού. Μαζί με τους δοσίλογους και τους μαυραγορίτες αποτελούσαν τον πιο μισητό θεσμό της εποχής, και ακόμα και σήμερα ο όρος «ράλλης» ή «ταγματασφαλίτης» θεωρείται προσβλητικός.

από το ΔΠ (ironick)

Ράλλη, αλήτη, ταγματασφαλίτη!

(από Vrastaman, 05/11/10)Λιγο μετά τα ραλλικά λεφτά, στις 3/11/44 κυκλοφόρησε αυτό με την υπογραφή του Ζολώτα. Αποσύρθηκε λιγες μέρες μετά. Ο υπερπληθωρισμός χτυπούσε ταβάνι (από GATZMAN, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάχιμος που έχει αποκτήσει πολλά παράσημα (λέγε με σουμουνιάσματα) στο πεδίο της τιμής. Ο Γιάννης Γιοκαρίνης χρησιμοποιεί απλώς την έκφραση βαθμοφόρος.

Να μην συγχέεται με τον ταψίαρχο.

Eγώ μετά απο κάθε σχέση κοιτάω τους ώμους μου. Αν είναι καθαροί όλα καλά ,άν έχω γίνει ταξίαρχος και με παράσημα (σκουλαμέντο αφρικάνικο, σύφιλη,βλεννόροια,κονδυλώματα, κοκόσπυρο κτλ) τότε πάω και κάνω αίτηση για υποστράτηγος.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μάχιμος. Το ουδέτερο γένος δίνει μια αύρα μεγαλύτερης αλητείας και σλανγκιάς, ίσως και κάποια τρυφερότητα. Για πλήρη ορισμό δες το λήμμα μάχιμος. Να επαναλάβω ότι οι κατηγορίες που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι α) στρατοσλάνγκ- μπατσοσλάνγκ, ο μάχιμος στρατιώτης ή μπάτσος, β) σεξοσλάνγκ, μαχίμι στο κρεβάτι, γ) άουτο-μότοσλανγκ, μαχίμι στον δρόμο, δ) μαχίμι-διαδηλωτής, ε) μαχίμι φίλαθλος. Συχνά λέγεται τρελό μαχίμι κατά το τρελό παρεάκι, κι επίσης συχνά λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν είναι καθόλου μαχίμι, μα καθόλου όμως.

  1. α. Δεν είμαι καθόλου ρατσιστής και γιαυτό δεν ασχολούμαι με το θέμα,απλά θέλω να σου πω οτι η εκπαίδευση που κάνουν οι Έλληνες Ο.Υ.Κάδες θεωρείται απο τις κορυφαίες στον κόσμο και παθαίνουν πλάκα όλοι με τις επιδόσεις στους στις ΝΑΤΟικές ασκήσεις...Μπορεί να είναι κωλοφασίστες του κερατά αλλά είναι τρελά μαχίμια... (εδώ)

β. Όπως λέει και το μαχίμι ο Τσαλίκης: Θέλει δύναμη και νεύρο να φυλάς σκοπιά στον Έβρο. Βέβαια αυτός φυλάει το Πεντάγωνο... συγγνώμη το σπίτι του αλλά τι να κάνουμε. Έτσι είναι η ζωή μάγκες. Κι ο ένας δε βρίσκει να γαμήσει, ενώ ο άλλος κυκλοφορεί τη δίμετρη ξανθιά μουνάρα. (εδώ)

  1. σαν τζεντλεμαν και εγω την περιποιηθηκα με χαδια και φιλια στο κορμί της...ανταπέδωσε και επαιξε τρελλο τσιμπουκακι αισθησιακότατο. Στο σεξ ήταν κομπλε όχι απλα διεκπαιρεωτικη, ηταν μαχίμι. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφτω για πιο φουλ πρόγραμα...
    (ευμενής μπουρδελοκριτική εδώ).

  2. Απο την αλλη, με το φειζερ θα μπορεσεις να νιωσεις πιο μαχιμι στην εθνικη οδο, αφου εκει ξεδιπλωνει καλυτερα τον Yamaha κινητηρα του. (εδώ)

  3. Γιατί ρε πούστη μου δεν έχει βρεθεί ένα μαχίμι του Παμε ή των ΕΑΑΚ να συλλάβει απ'αυτοφώρω εναν προβοκάτορα με μολότωφ; (εδώ)

  4. me ti koinwniko ypovathro na xei maximia opadous reee (εδώ)

Αυτό έβγαλε το συσιφόνι στην αναζήτηση μαχίμι. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό είναι ο υπηρετών στην Αεροπορία Στρατού λόγω μπορντώ μπερέ, καθώς και ο υπηρετών στην αερομεταφερόμενη ταξιαρχία (κόκκινος μπερές).

Να μην συγχέεται με την πουτανοσκουφίτσα.

Έχοντας σπουδάσει μηχανολόγος πίστευα ότι το μόνο κομμάτι του στρατού που θα με ενδιέφερε ήταν οι «κοκκινοσκουφίτσες»....δηλαδή η Αεροπορία Στρατού....!!Φοράνε κόκκινο μπερέ οι άνθρωποι ρε σεις εξού και το παρατσούκλι.... :-)))))
(Δες)

Quino, "Potentes, prepotentes e impotentes", 1989. (από patsis, 23/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Αστεϊσμός για τον νέο στον στρατό. Από την ομώνυμη εταιρεία επίπλων. Ακουσμένο από την σειρούλα μου στον Εύρο.

- Πού 'σαι ρε νεοσέτ;
- Τι;
- Έλα, δεν χασομεράμε τώρα, πιάσε την σφουγγαρίστρα και ανέβαινε στο διοικητήριο για καθαριότητα.
- Εσύ τι θα κάνεις;
- Θα πίνω καφεδάκι στον όρχο, πώς σου φάνηκε;

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για παραδοξολογική φράση (σαν το Αλβανός τουρίστας που κυκλοφορούσε πριν κάτι χρόνια) με την οποία περιγράφονται κάποιοι **ΕΠ**αγγελματίες **ΟΠ**λίτες που, αν και βασικά Επειδή Π**είνασαν **Ορκίστηκαν **Π**άλι και αποκλείεται να φτάσουν σε υψηλούς βαθμούς όπως αυτόν του ταξιάρχου, την είδαν παρόλα αυτά πολύ εξουσία μέσα στον στρατό για τις πενιχρές σαρδέλες που διαθέτουν.

  1. (από εδώ)
    «Επίσης στη θητεία μου στον ΕΣ, και ειδικά στο 289ΤΠ Σαμοθράκης, είχα την τύχη να γνωρίσω ένα νέο είδος ζωντανού, το οποίο δεν είχα την τύχη να συναναστραφώ ξανά στην ως τα τώρα ζωή μου. Τους ΕΠ.ΟΠ. (Επαγγελματίες Οπλίτες ή Επειδή Πείνασα Ορκίστηκα Πάλι ή Έφαγα Πόρτα Όπου Πήγα). Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ράτσα θηλαστικού, συγγενική προς τον άνθρωπο αλλά με αρκετές διαφορές. Πρόκειται για πλάσματα εξαιρετικής ευφυϊας (όταν τα συγκρίνεις με άλλους αντίστοιχους μονοκύτταρους οργανισμούς), αν και για να είμαι ειλικρινής υπάρχουν και εξαιρέσεις που όμως απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα και τη γκαντεμιά τους να βρεθούν εκεί. Επίσης αν και ιεραρχικά βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τον απλό φαντάρο, τιμής ένεκεν λαμβάνουν από τους φαντάρους (κάποιοι κακεντρεχείς λένε ειρωνικά αλλά διαψεύδονται) διάφορους βαθμούς, έτσι έχουμε ΕΠ.ΟΠ. Ταξίαρχο, ΕΠ.ΟΠ. Υποστράτηγο, ΕΠ.ΟΠ. Αντιστράτηγο και ΕΠ.ΟΠ. Στρατηγό (βαθμός στον οποίο δεν φτάνουν ούτε οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων). Αυτό γίνεται ίσως γιατί το τουπέ και η συμπεριφορά τους (πολλοί πάλι κακεντρεχείς λένε όχι όμως και οι ικανότητές τους) συγκρίνονται με αυτές των αντίστοιχων τιμητικών βαθμών.»

  2. (από εδώ)
    «Ακόμα κι αν οι φυλακές δεν μοιράζονται πια τόσο αφειδώς, υπάρχει ένας κύριος λόγος που οι φαντάροι δεν φοβούνται τους διοικητές κι αυτός είναι ότι κουμάντο κάνουν εν πολλοίς οι κατώτεροι αξιωματικοί και οι ΕΠΟΠ. Που είναι και το θλιβερό στην υπόθεση. Ο Ταγματάρχης παίζει generals και έξω λύνει και δένει ένας «ΕΠΟΠ-ταξίαρχος» που δεν ξέρει ούτε να γράφει το όνομά του.»

  3. (από εδώ)
    «Ναι, αυτούς τους «επαγγελματίες»...
    Που κατά 90% έχουν ύφος ΕΠΟΠ - Ταξίαρχος....

Υπάρχει και το άλλο «Επειδή Πεινάω, Όπλο Πιάνω» »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τις αναπτύξεις στρατιωτικών αρκτικολέξων, είναι ο φαντάρος που πρέπει να πάει στο ΚΕΦ (Κέντρο Ελέγχου Φρουράς) για να πάρει όπλο και να πάει στο σκοπέτο. Το κεφάτος ευφημισμός βέβαια.

- Πού πάει ο μίκυ;
- Είναι κεφάτος.

ΚεΦάτος Νάνο? (από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified