Further tags

Ντίρλα, στουπί στο μεθύσι, λιώμα, λιάρδα, ίσα με το χώμα. Διαλεκτική χρήση, μόνο στην Κρήτη θα ακούσετε αυτή τη λέξη. Ακόμη ένα δημοφιλές κρητικής προέλευσης αργκοσύνθετο με το πρόθημα «ολο-» είναι και το ολοψόφιστος.

Βλέπε και σχετικό λήμμα για ολομέθυστος στο τρανσλάτουμ.

Ρε σεις τούτος δω είναι ολομέθυστος, πάρτε του το κουμπούρι πριν αρχίσει τσι μπαλοθιές και φάει κανένα κοπέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.

Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.

Σκυλέντουρος σε παγωμένε νερά (από nikolaosvlas, 09/10/11)Σκυλέντουρος σε βράχο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλογενής λέξη από το amore= έρωτας, σημαίνει την ερωμένη, την αγαπητικιά. Παλιά λέξη, την βρήκα στα Απομνημονεύματα του Ιωάννη Μακρυγιάννη να σημαίνει την παράνομη ερωμένη, την γκόμενα, ή παλλακή, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος την δίνει στο Μπουρδέλο ως συνώνυμο της πουτάνας. Σήμερα σώζεται περισσότερο ως τοπικός ιδιωματισμός, την βρίσκουμε λ.χ. σε κερκυραϊκό λεξικό.

«Τον Δυσσέα τον έχω αντίζηλον, τον Αλέξη Νούτζο το-ίδιο, τον Παλάσκα δια το κέφι μου καλό είναι να χαθή, να κάμω την γυναίκα του μορόζα». Καθώς την έκαμε και την έχει ως την σήμερον μέσα-εις το σπίτι του σαν γυναίκα του. (Γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Κωλέττη, δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.

Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...

Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.

Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...

  1. Σταμάτα ρε μιζμίζη...

  2. Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...

  3. Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...

  4. ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...

βλ. και μιζερομίζερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.

Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.

Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.

- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.

Αλεπού (από nikolaosvlas, 17/10/11)(από ironick, 18/10/11)zorra negra (από nikolaosvlas, 18/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λάφρας, ο / λάφρα, η / λαφρύ, το. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει τον εκ γενετής ηλίθιο, τον εκ πεποιθήσεως ηλίθιο ή τον χαζοχαρούμενο... Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον ο οποίος δεν έχει υψηλό αίσθημα ευθύνης για μια δουλειά, σχέση, κατάσταση...

Προέρχεται από το ελαφρύς -> λαφρύς -> λάφρας.

  1. Μα τί λάφρας είναι αυτός, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και να θες..

  2. Δε θα συνεργαστώ με τον Πάνο, γιατί μεγαλύτερος λάφρας δεν υπάρχει, και πάλι σε μένα θα τα ρίξουνε..

  3. - Ποιος είναι αυτός; - Ποιόνα λες ;
    - Α εκείνον πού 'ρχεται..
    - Έλα ρε... ο Τάκης, ο λάφρας του χωριού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ανυπόληπτος, απόβρασμα της κοινωνίας.

Α, ρε που τ'ς ήβρες αυτοίν' τ'ς λεμέδες ; (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Όντρια είναι ένας ορεινός όγκος του όρους Βοΐου που βρίσκεται στο σύνορο των νομών Κοζάνης και Καστοριάς.

Καθώς είναι μέρος δυσπρόσιτο και απομονωμένο, η απόδοση καταγωγής/προέλευσης από τη συγκεκριμένη περιοχή σε ένα πρόσωπο, έχει καταστεί συνώνυμο του ορεσίβιου, άξεστου και ακαλλιέργητου χαρακτήρα που δεν έχει προλάβει ακόμη να εξοικειωθεί με τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου.

Ασίστ: Δαφνουλίνι

- Καλά, είναι δυνατό να κάνεις σεχ φορώντας κάλτσες; Απ' τα Όντρια κατέβηκες;

(από Khan, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράφω για το λήμμα αυτό λόγω της τρίτης έννοιας που άκουγα από τα χείλη της σλανγκογιαγιάς μου. Ψάχνοντας ωστόσο για τον ορισμό βρήκα κι άλλες έννοιες ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες. Σο, έχουμε και λέμε:

Ξόμπλι:
1. σχέδιο σε υφαντό, στολίδι γενικώς. Σέρρες, Κρήτη και γενικώς φαίνεται να είναι διαδεδομένο πανελληνίως και το 'χει κι ο Τριαντάφυλλος. Έχουμε ξόμπλι < μεσαιωνικό εξόμπλιον, υποκοριστικό του έξομπλον < λατινικό exemplum (= παράδειγμα, υπόδειγμα, άξιο προσοχής) [Παραδείγματα 1-2].

2: Κουτσομπολιό (κουτσομπολιό > ξομπολιό> ξόμπλι - εικασία ετύμου) [Παραδείγματα 3-5].

3: Γυναίκα (ή άτομο γενικώς) αποκρουστικά κακάσχημη, τερατώδης κι επίσης κατ' επέκταση μαλακισμένη και καρακατσουλιό κατωτάτου. Εκτιμάται ότι σε αυτή την έννοια προέρχεται από το εξάμβλωμα κι αν όχι ταιριάζει μια χαρά [Παραδείγματα 6-8].

  1. Στολίδι εδώ: – Κρήτη: «από τη δεύτερη κιόλας χρονιά της λειτουργίας µας φτιάξαµε το «Ξόµπλι», στολίδι δηλαδή, όπου οργανώνουµε εκθέσεις ζωγραφικής, χειροτεχνίας, φωτογραφίας, κεραµικής και αγγειοπλαστικής, που αφήνουν έντονο το στίγµα τους στα καλλιτεχνικά δρώµενα της Δυτικής Kρήτης».

  2. Στολίδι εδώ: Να ψωνίζουν οι χωριατοπούλες κάνα γιορτινό παπούτσι και κάνα ξόμπλι για τις μεγάλες μέρες του αρραβώνα και του γάμου-καλή του ώρα και να μην αργεί να ‘ρθει.

  3. Κουτσομπολιό: Διδώ Σωτηρίου «Οι νεκροί περιμένουν»: …ξεμύτισαν απ' την κουζίνα οι υπηρέτριες και οι βοηθοί τους, κύτταζαν με περιέργεια τους χορευτές κι έλεγαν ψιθυριστά διάφορα ξόμπλια, πνίγοντας τα γέλια τους.

  4. Κουτσομπολιό εδώ:…και πάνω που νομίσαμε πως ξεμπερδέψαμε από τα αγιακά και τα χριστουγεννιάτικα που απειλούσαν να μας βγάλουν από την λωτοφαγία μας, τις συνεστιάσεις και τα ξόμπλια (κουτσομπολιά) των πάντων και ακόμη μερικών, ήρθε και αυτός ο περίεργος και μουσάτος με το ακούρευτο μαλλί, για να μας κηρύξει, λέει, μετάνοια

  5. Κουτσομπολιό εδώ: Πιστεύω στους καπνούς και τις φωτιές
    Στα όνειρα της γης που μαραζώνει
    Στα ξόμπλια, στις κατάρες, στις ευχές
    Σ’ αυτούς που βγάζουν λόγο απ’ το μπαλκόνι...

  6. Κακάσχημη εδώ: Πολύ καλές ιδέες tsitum!Μόνο στη Kirsten Danst διαφωνώ γιατί είναι ένα ξόμπλι!

  7. Κακάσχημη εδώ: Το κακό παρατράβηξε. Και δε θα πεθαίνει εμένα η μάνα μου τις Κυριακές για κάθε ξόμπλι.

  8. Κακάσχημη κι εδώ: Οσο για το βιντεάκι απλά θεότρελλο !Η τύπισσα έχει πολύ περισσότερο μέλλον και ταλέντο από κάτι Britney και άλλα ξόμπλια..

(από Galadriel, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified