Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.
-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.
-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!
Βλ. και αντάβαλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τούρκικη λέξη, yalanci, που μεταφέρθηκε αυτούσια στα Ελληνικά: είναι ο ψεύτης και, κατ' επέκταση, ο ψεύτικος, ο ψευδεπώνυμος, ο ιμιτασιόν.
Εξ αυτού και η πιο κοινή χρήση της λέξης –τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Έτσι λέμε τα νηστήσιμα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά αμπελόφυλλα που γίνονται μόνο με ρύζι, χωρίς κιμά. Επειδή τους λείπει το κρέας που είχε, προφανώς, η ορίτζιναλ συνταγή έχουν καταγραφεί ως προϊόν συμβιβασμού, ως κάτι όχι ακριβώς γνήσιο.
Και έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη γιαλαντζί και ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για ένα άτομο που δεν είναι γνησίως αυτό που δηλώνει.
Γιαλαντζί μάγκας, ας πούμε –που είναι μια σχετικά κοινή φράση– είναι ο τζάμπα μάγκας, ο δάγκας, ο Συλβέστερ Σταλόγια, δηλαδή, ο θρασύδειλος, ο λέει-πολλά-αλλά-κωλώνει. Γιαλαντζί ρεμπέτες είναι, σε πρώτη φάση, οι λεγόμενοι αρχοντορεμπέτες και, αργότερα, οι κομπανίες στις οποίες μπαγλαματζής χωρίς πουτσουντί δεν εννοείται. Γιαλαντζί σοσιαλιστές, λέμε τώρα, χαρακτηρίζονται οι θιασώτες του Τρίτου Δρόμου –και ούτω καθεξής. Γενικά, η λέξη μπορεί να κολλήσει σε όλους τους ντεμέκ τύπους που το παίζουν.
Άλλα σχετικά λήμματα: δηθενιά, μαϊμού, μούφα μουσαντέ, πλαστικό.
Για το υβρεολόγιο στον Παπαλουκά, και στον κάθε Παπαλουκά, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν όλοι αυτοί οι γιαλαντζί μάγκες θα πηγαίναν να του βρίσουν τη μάνα σε έναν δίμετρο επαγγελματία αθλητή έτσι, ένας προς έναν. Και είμαι και βάζελος (τρομάρα μου). (από το siteseein.gr)
(Από συζήτηση σε forum στο www.antinews.gr)
Δεν μιλάω για την Νέα Δημοκρατία, για την χώρα μιλάω. Μιλάω για τα golden boys που νόμισαν ότι έγιναν επενδυτικοί τραπεζίτες και dealmakers, όταν τα μισά διπλώματά τους είναι μαϊμουδίτσες και δεν έμαθαν ποτέ την ευθύνη της διαχείρισης ξένων περιουσιών.
Συγγνώμη, τα golden boys γιαλαντζή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο έχει και υπεράκτιους. Απλά εκεί η οικονομία και οι πολιτικοί έχουν περισσότερο «βάθος», και οι γιαλαντζή δεν είναι πλειοψηφία.
Δεν μπορεί μια χούφτα παρανοϊκών ελληναράδων μαζί με μια στρατιά πληρωμένων κονδυλοφόρων και εργολάβων διαμόρφωσης κοινής γνώμης να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθιστώντας με τις γελοίες ενέργειές τους το όνομα Έλληνας συνώνυμο των λέξεων ανεγκέφαλος, ψευτοπαληκαράς, απροσάρμοστος, ψεύτης, ραδιούργος, κουτοπόνηρος, γιαλαντζί τσαμπουκάς και μάγκας, στο διεθνές λεξικό των λαών του πλανήτη. (από το www.tanea.gr)
Πες μου, αν είσαι γνήσιος Σατανιστής ή γιαλαντζή, για να ξέρω αν θα γελάσω απλά ή θα σου τα σούρω κανονικά.
Αν είσαι βεριτάμπλ... έχω έτοιμες παρθένες για σφάξιμο, οπότε συζητάμε σε αυτό το επίπεδο για να σε περιποιηθώ αναλόγως, μια που θα είσαι στην περίπτωση αυτή διεστραμμένη και εγκληματική φύση.
Αν είσαι γιαλαντζή Σατανιστής, σου συνιστώ ένα καλό ψυχολόγο, μπας και κάποτε γλυτώσεις το πουκάμισο που μπαίνει από μπροστά και κουμπώνει πίσω. (από το www.metafysiko.gr)
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.
ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα
ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης.
ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει]
ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]
βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή)
βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]
γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]
δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]
ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]
ἡδονοθήκη: το μουνί
θύρα: το μουνί
ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι
κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]
λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή
λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]
μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
ὄλεθρος: το μουνί
πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό
πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως
ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.
τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)
χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]
- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !
- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...
« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)
«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)
Got a better definition? Add it!
Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.
Ένας λατέρνατιβ τύπος:
Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.
Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.
...
Βλ. και εντεχνindie
Got a better definition? Add it!
Ο γαμάτος ο αντρούκλας, ο μεγάλος.
Επίσης για θηλυκά συνήθως στο ουδέτερο: μπιτάτο μωρό, μπιτάτο μουνί.
Όταν αφορά αντικείμενο, κάτι πολύ καλό που αξίζει τον θαυμασμό.
Φυσικά, η βαθμολόγηση γίνεται σε μπιτάκια. Όσα πιο πολλά μπιτάκια τόσο ανεβαίνει και το κασέ.
- Πάμε το βράδυ στο καφέ της γωνίας; Δεν έχει καλή μουσική αλλά έχει μπιτάτη σερβιτόρα...
Got a better definition? Add it!
Επειδή η έκφραση πάρε τα αρχίδια μου είναι αμφίσημη και μπορεί να παρεξηγηθεί ως επιτακτικό κάλεσμα για ευνουχισμό, πολλοί προκρίνουν το σερβίρισμα γλαρόσουπας.
Το μυστικό της γλαρόσουπας έγκειται στην παρουσίαση: «θα σερβίρουμε γλαρόσουπα εντός ολίγου» ή «μη φας έχουμε γλάρο» ή και ακόμα το τιραμισουρεαλιστικό «μη φας και έχουμε γλαρόσουπα και μπούτι από ελικόπτερο».
Τα συμφραζόμενα της γλαρόσουπας έχουν επαρκώς αναλυθεί, συνεπώς θα επικεντρωθούμε σε ιστορική αναδρομή του γλάρου ως έδεσμα και θα προτείνουμε νέο σλανγκολειτουργικό τρόπο σερβιρίσματος.
Ιστορική αναδρομή
Η σχέση κυνηγού - θηράματος μεταξύ ανθρώπου και γλάρου χάνεται στην προϊστορία (Fisher and Lockley, 1989). Πολλά ευρήματα τεκμηριώνουν την κατανάλωση γλάρων από την εποχή των παγετώνων. Κατά τον μεσαίωνα, ο γλάρος αναδείχτηκε σε είδος πρώτης ανάγκης για τους παράκτιους πληθυσμούς της Βρετανίας, όπου θεωρείται νοστιμότατο έδεσμα μέχρι και σήμερα. Στις δε Εβρίδες της Σκωτίας, ο γλάρος είναι το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο έδεσμα, ενώ οι απηυδισμένοι από το πολύ αρνί Νεοζηλανδοί το θεωρούν πρώτης τάξεως μεζεκλίκι. Περισσότερες πληροφοριές εδώ.
Οι κλασσικές συνταγές περιλαμβάνουν γλαρόπιτα, γλάρο μαριναρισμένο με μέντα, καπνιστό γλάρο σουφλέ. Οι σεφ της nouvelle cuisine μπόλιασαν την παράδοση με καινοτόμες ιδέες παράγοντας πιάτα όπως γλάρο με πιπερόριζα, γλάρο Veronique και mille-feuilles από mousse γλάρου. Περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί!
Νέος τρόπος σερβιρίσματος
Τα αρχίδια των παροικούντων σε διαδικτυακές κοινότητες έχουν πλειστάκις ζαλιστεί από εκνευριστικά και επίμονα τρολ. Πολλοί χάνουν το παιχνίδι απευθύνοντάς τους τον λόγο, με αποτέλεσμα οι τρολεατζήδες να θεριεύουν. Πρώτη γραμμή αμύνης μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο το «don’t feed the trolls» (το καθ’ ημάς «να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολ»). Η αιχμή του δόρατος στην αντιμετώπιση των τρολ πλέον έχει στραφεί αλλού: ταΐστε τα τρολ, αλλά με συνταγές μαγειρικής! Κάθε φορά που κάποιο τρολ γράφει μαλακίες, η γιαλομικά ενδεδειγμένη γιατρειά είναι η ανάρτηση συνταγών, πράγμα που αφενός μεν προάγει την γευσιγνωσία αφεδύο δε ξενερώνει τα τρολ σε σημείο που αναζητούν θύματα αλλού. Και ποια καλύτερη προσέγγιση, σημειολογικά, από την ανάρτηση συνταγών γλαρούσουπας!
ΓΛΑΡΟΣΟΥΠΑ à la Ιωνάθαν Λίβινγκστον
ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
1 Γλάρος
Νερό θάλασσας
1 κρεμμύδι κομμένο στη μέση
2 καρότα κομμένα στη μέση
3 πατάτες κομμένες στα τέσσερα
3 κοτσάνια σέλινο με φύλλα
1 κουταλιά της σούπας καλά υδρογονωμένου λίπους
διάφορα μυρωδικά
λίγο τυρί
λίγο πιπέρι
αλάτι
8 κουταλιές της σούπας ρύζι
2 αβγά γλάρου
1 λεμόνι
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
Ξεκινάμε αυτήν την υπέροχη συνταγή γλαρόσουπας ξεπουπουλιάζοντας το πουλί. Ακρωτηριάζουμε τα άκρα, αφαιρούμε το ράμφος και τα εντόσθια και πλένουμε το γλάρο καλά μέσα και έξω ώστε να φύγει η έντονη ψαρίλα. Τοποθετούμε ευλαβικά το πλι στην μπανιέρα και προσθέτουμε άφθονο θαλασσινό νερό.
Αφήνουμε τον γλάρο να επιπλέει για τουλάστιχον 12 ώρες και μετά αλλ'αζουμε νερό. Επαναλαμβάνουμε την διαδικασία αυτή τρεις φορές μέχρι να σιτέψει επαρκώς.
Μεταφέρουμε το κουφάρι σε κατσαρόλα και προσθέτουμε περισσότερο θαλάσσιο νερό. Μόλις πάρει βράση, αδειάζουμε το πρώτο νερό (για να μη μυρίζει). Ξαναγεμίζουμε με ζεστό θαλάσσιο νερό (που έχουμε ήδη βράσει). Αφήνουμε να πάρει πάλι βράση και χαμηλώνουμε τη φωτιά, αφαιρώντας τον αφρό λίγο-λίγο, τηρώντας πάντα όλες τις προφυλάξεις για την επεξεργασία βιοεπικίνδυνων απόβλητων.
Μετά προσθέτουμε και τα υπόλοιπα υλικά και βράζουμε για αρκετή ώρα.
Όταν μαλακώσει ο γλάρος, αφαιρούμε όλα τα υλικά, αφήνουμε μόνο το ζουμί.
Προσθέτουμε το ρύζι και το αφήνουμε να βράσει για ένα τέταρτο περίπου.
Σε μπολ χτυπάμε τα αβγά γλάρου και το χυμό του λεμονιού, για να γίνει το αβγολέμονο.
Στο ίδιο μπολ προσθέτουμε μια κουτάλα βαθιά μαγειρέματος ζουμί και ανακατεύουμε καλά.
Αβγοκόβουμε τη σούπα ρίχνοντας λίγο-λίγο το αβγολέμονο κι ανακατεύοντας γρήγορα και φιλώντας στον αέρα, για να μη μας κόψει. Προσθέτουμε αν θέλουμε τα τρυφερά βιοενεργά κρεατάκια του γλάρου, ψιλοκομμένα.
Η σούπα έχει εξαιρετικές υπακτικές ιδιότητες και πρέπει να σερβίρεται πάντα κρύα.
Got a better definition? Add it!
Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.
Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».
Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.
Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.
Οργανική και ανόργανη χημεία.
Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.
Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.
Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες;
Και λοιπές σαχλαμπούχλες.
Got a better definition? Add it!
Παλιά έκφραση που δεν ακούγεται πια.
Μόρτικο (και συνθηματικό) προσωνύμιο του αργιλέ. Κάποια στιγμή άρχισε να παίρνει και την έννοια του 2.
Ο «είπα ξείπα». Που λέει και ξελέει. Τα φυσάει και μετά τα ρουφάει. Ο είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω
Με την εξαφάνιση των αργιλέδων, χάθηκε το προσωνύμιο και παρέμεινε η δεύτερη σημασία, η οποία ενισχύθηκε κιόλας με την εμφάνιση των πρώτων βυτίων εκκενώσεων βόθρων! Τα ονόμασαν και αυτά «φυσαρούφες» από τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η αντλία τους.
Και ο φυσαρούφας απέκτησε και το «άρωμα» του λαγού στο σχετικό ανέκδοτο της παραπομπής «είπα, ξείπα...».
-Ρε βλάμη, πες του Νώντα ότι θα έρτω αργά το βράδυ. Να 'τοιμάσει έναν φυσαρούφα μωρ' αδερφάκι μου.
-Βασίστηκα κι εγώ στα λόγια του Τάσου και την πάτησα.
-Α καλά, αυτός είναι φυσαρούφας δεν τό 'ξερες;
-Ρε τον Αλέκο. Και τί δεν είπε για τον Μήτσο, ξέρασε ένα σωρό σκατά. Και μόλις έσκασε μύτη ο Μήτσος, τα ρούφηξε όλα πίσω ο φυσαρούφας.
Got a better definition? Add it!
Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!
- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!
- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!
- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!
- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!
Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»
- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!
Got a better definition? Add it!
Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Θεωρείται ο ομφαλός του κόσμου, γιατί, όταν και καλά, ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, αυτοί ήρθαν φάτσα κάρτα στους Δελφούς. Το μαντείο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το contact point... ε... ε... το πρόσωπο κλειδί... το διάμεσο ντε, με το οποίο επικοινωνούσε και καλά ο Θεός. Η Πυθία ερμήνευε τη θέλησή του (είτε για το παρόν, είτε για μελλούμενα γεγονότα) και την κοινοποιούσε στο κοινό.
Όταν, σλανγκιστί, αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο που μιλώντας με ύφος χιλιάδων καρδιναλίων φέρεται ως σοφή κουκουβάγια, ως ξερόλας, ως ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.
Σε κάποιον, δηλαδή, που θεωρεί τον εαυτόν ως την απόλυτη και πλέον εγγυημένη και αξιόπιστη πηγή γνώσης (που αφορά παρόν ή και μέλλον), λες και ο λόγος του φέρει την αξιοπιστία που είχε στα αρχαία χρόνια ο χρησμός του μαντείου των Δελφών.
Όπως ο χρησμός δεν αμφισβητείτο, γιατί είχε θείο κύρος, έτσι κι ο φίλος μας τσαντίζεται τα μάλα όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα λεγόμενά του.
Σημείωση
Πολλές φορές η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιον που, χωρίς να είναι ξερόλας, δίνει συγκυριακά μεγάλη βαρύτητα στη διαίσθησή του ή στην εμπειρία του, ή επίσης μπορεί και να μην ξεκαθαρίζει τη σκέψη του, κρατώντας κρυφά χαρτιά.
Δύο γνωστοί συζητούν. Ο πρώτος είναι γνωστό ξερόλι, που ο δεύτερος δεν τον πάει με τίποτα.
- Που λες σε δυο χρόνια θα γίνει... μπλα... μπλα... Να πάρεις τα τάδε μέτρα... μπλα... μπλα... μπλα. Αλλιώς θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ό,τι σου είπα, αλλιώς...
- Ναι... ναι... βέβαια... βέβαια. Μπορώ να πάω κόντρα στο μαντείο των Δελφών; Χάθηκα!... χαχαχα
Got a better definition? Add it!