Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Got a better definition? Add it!
Ο Αργίτης. λόγω καλλιέργειας πράσου στην περιοχή. (Δες).
Το Άργος και το Ναύπλιο ανέκαθεν ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Μάλιστα περιπαιχτικά οι Αργείτες αποκαλούν τους Ναυπλιώτες «Κωλοπλένηδες», και οι Ναυπλιώτες τους Αργείτες «Πρασάδες».
Πως βγήκαν όμως αυτά τα παρατσούκλια;
Σύμφωνα με την παράδοση οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρωμιάρηδες τους «Φράγκους» για μερικούς λόγους, εκ των οποίων οι κυριότεροι ήταν, το ότι έτρωγαν χοιρινό και το ότι δεν καθάριζαν τον κώλο τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Το περσικό παρατσούκλι για τους «Φράγκους» γενικά είναι (kun nashu)· κυριολεκτικά «αυτός που δεν πλένει τον κώλο του», δηλαδή ο «μη κωλοπλένης». Οι Aργείτες αποκαλούσαν «κωλοπλένηδες» τους Ναυπλιώτες, λόγω του ότι επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά και πλένονταν σε αυτά.
Ως αντίποινα οι Ναυπλιώτες αποκαλούσαν τους Αργείτες «πρασάδες», αφ’ ενός γιατί καλλιεργούσαν πολλά πράσα κι αφ’ ετέρου, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.
Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.
Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.
Got a better definition? Add it!