Further tags

Ατάκα του Γιώργου Λεβέντη από το τηλεπαιχνίδι X-Factor, τον Ιανουάριο του 2010. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση για μία κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο.

  1. - Πόσο ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου;
    - Θα σου πω ρε μπαμπά, αλλά μη μου φωνάξεις, γιατί αυτό το μήνα μίλαγα με τον Νίκο στο κινητό λίγες ωρίτσες.
    - Πόσο; Πες μου να ακούσω.
    - Ε να....450 ευρώ.
    - Θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

  2. - Τι έγινε από προχθές με τη Μαριάννα;
    - Τσακωθήκαμε λίγο, ψιλοπράγματα μωρέ.
    - Και τώρα είστε οκ;
    - Δεν θα το 'λεγα. Την έχω πάρει 3 φορές και τις έστειλα 5-6 μηνύματα και δεν απαντάει. Άσε, θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αποδοκιμασίας στο πρόσωπο κάποιου.
Αυτός που καταδικάζουμε σε δημόσια διαπόμπευση, μπορεί να είναι κατά περίπτωση:

- Έναν μαλάκα δες, ρε! Την έβγαλε έξω και κατουράει στο γκαζόν.

- Ένα μπούστη δες, ρε! Πήγε και πάρκαρε πάνω στη ράμπα!

Έναν γάιδαρο δες, ρε. (από Galadriel, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα (νεαρή συνήθως) που υπερβάλλει (από φυσικού της όμως) τόσο πολύ στις χαρακτηριστικά γυναικείες κινήσεις και νάζια, που θυμίζει κραγμένη αδελφή.

Ως εκ τούτου δεν την παρομοιάζω με τον νταλικέρη.

πάσα: Χαλικού (και Βράστα) από το σχόλιό του στο μπάι.

Είναι βέβαια και δε ρεαλ θινγκ, βλ. εδώ.

- Ωραία γκόμενα η Βάλια αλλά κάτι με χαλάει ρε γμτ...
- Είναι γυναίκα πούστης, αυτό σε χαλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως νεόκοπο σλαγκικώς μπορεί να σταθεί άνετα δίπλα στα περισσότερο ή λιγότερο κλασικά δόντι, bluetooth και χαυλιόδοντας που επίσης περιγράφουν το βύσμα αυτόν δηλαδή που έχει γλείψιμο, κονέ, άκρες, για να πετύχει ένα οποιοδήποτε ρουσφέτι σε μια κοινωνία που ακόμα έχει μεγαλύτερη σημασία το ποιος είσαι, από το τι μπορείς να κάνεις.

Επιπροσθέτως, παρουσιάζει κι άκρως ενδιαφέρουσες ιδιότητες, αφού μια και αποκαλείται και σκυλόδοντο και αποτελεί βασικό γνώρισμα βρικολάκων και μοδάτων βαμπίρ κάθε είδους, η χρήση του μπορεί να δώσει επιπλέον διαστάσεις στο διαχρονικό φαινόμενο.

Η αμφίβολη (;) ανθεκτικότητά του στο χρόνο κι η ευρύτητα της χρήσης του, είναι κάτι που μόνο το μέλλον θα επιδείξει αφού η εμφάνισή του οφείλεται στην απροσδόκητα επιτυχημένη, ομώνυμη πολυβραβευμένη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου που προκάλεσε αντικρουόμενες κριτικές κι έφτασε να διεκδικήσει (δυστυχώς χωρίς επιτυχία) το Όσκαρ Ξένης Ταινίας για το 2011.

Η ομοιότητα του επωνύμου του σκηνοθέτη με το όνομα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου ήταν ζήτημα χρόνου να αποβεί παραγωγική (έστω και σε επίπεδο λογοπαιγνίου) αλλά ομοίως με τον όρο, μένει στον πανδαμάτορα Χρόνο να αποδείξει αν το «κυνόδοντας του Άνθιμου» θα γνωρίσει επιτυχία παροδική (το πιθανότερο) ή όχι.

Για την ώρα χρησιμοποιείται (το τονίζω: περιορισμένα –δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς-) τουλάχιστον από κάποιους φαντάρους για συστρατιώτες - θρησκευτικά βύσματα (όχι απαραίτητα του συγκεκριμένου ιεράρχη).

Τα περιορισμένα κονέ μου δεν επιτρέπουν την επαλήθευση των (βάσιμων βλ. μήδι) υποψιών μου πως ο όρος παίζει (έστω εν είδει αθώου λογοπαιγνίου αδιάφορου για τον οποιοδήποτε -πλην του εχέμυθου σλάνγκου εξομολογητή) και στα εκκλησιαστικά ή όποια άλλα σινάφια.

  1. Χρειάζεται κυνόδοντας για να μπεις κάπου, σε αυτή τη χώρα.
    - Αυτοί που τα ‘φαγαν, δεν είχαν απλώς γερά δόντια, αλλά κυνόδοντα.

(Απ’ το δίχτυ)

  1. –Θα ‘ρθει τελικά για το τριήμερο;
    - Μπααα. Γαμήθηκε το σύμπαν. Τους βυσμάτωσε όλους ένας κυνόδοντας του Άνθιμου. (sic - σπαρταριστό)

Με έκπληξη (το ομολογώ) το βρήκα στο νέτι (από sstteffannoss, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καύχηση κάποιων για το φτιαγμένο (έστω και με κάποιες εμφανισιακά βελτιώσεις) αμάξι τους, το οποίο δεν παίζεται, είναι από τα πιο γρήγορα, και άλλα τέτοια φαιδρά.

Κάτσε ρε φίλε, τι να λέμε τώρα... Πήγε ο ασήμαντος να τα βάλει με το μαύρο το rally... τον φονέα των δρόμων.

(από stratos98, 12/03/11)

Βλέπε και καυλοτίμονος, καυλόγκαζο, γκαζοφονιάς, χάρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομα (πολιτικούς, αθλητές, καλλιτέχνες, ηγέτες ή διοικητές κάθε είδους ακόμη κι εραστές).

Σημαίνει αυτόν που παρότι έχει, φαινόταν, ή πλασαριζόταν (π.χ. από τα ΜΜΕ) πως έχει πολλές δυνατότητες, ικανότητες, ταλέντο, υπολείπεται οικτρά σε αποτελεσματικότητα κι απόδοση κι αποδεικνύεται κατώτερος των προσδοκιών ή των περιστάσεων, απογοητεύοντας έτσι όσους στηρίζονταν ή περίμεναν πολλά περισσότερα από αυτόν.

Επίσης, αυτόν που δεν έχει ψυχή, ζωτικότητα, κότσια, αρχίδια, που έχει πέσει σε μια φάση παραίτησης, αδράνειας, απάθειας.

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι πως, παρότι διατηρεί ακόμα όνομα, μούρη (το κέλυφος) στην όποια πιάτσα, θεωρείται πλέον τελειωμένος, κούφιος, τζούφιος, δήθεν, τίποτας, τενεκές ξεγάνωτος.

Ανάλογα με την περίπτωση, υπονοείται ο βλάκας, ο χαντούμης, ο ατάλαντος.

Σχετικό (αν και σαφώς ...βαρύτερο): «Άδειο παντελόνι».

Όταν αναφέρεται σε ένα έργο, μια επένδυση, μια ενέργεια, μια διακήρυξη, ένα θεσμό και τα συναφή, σημαίνει πως είτε αποδείχτηκε φούσκα, μάπα, μούφα, δηθενιά, αέρας κοπανιστός, είτε πως κατάντησε (με ευθύνη κάποιων γνωστών – αγνώστων) άνευ περιεχομένου και ουσίας, αν κι είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις και με μεγάλες προσδοκίες.

Αν το δούμε από οικονομική άποψη, απλώς, δεν τα φέρνει.


Ως προς την ετυμολογία, φρονώ πως μας προέκυψε σαν (μάλλον κακή) απόδοση από τη γαλλιά coquille vide: άδειο κέλυφος / τσόφλι / κοχύλι, παρά απ’ την αντίστοιχη αγγλιά empty shell, που σημαίνει το ίδιο.

Κι αυτό γιατί απ’ το coquille vide αφαιρώντας (pun intended) το q, προκύπτει το «couille vide»: άδειο αρχίδι, γαλλικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται συστηματικά σε Γάλλους πολιτικούς, (ενίοτε και μακρινής Ελληνικής καταγωγής –τυχαίο; Δε νομίζω).

Η σχέση (Θεμουσχώραμε τέτοιες μέρες) μυδιού (παντός είδους ) – αρχιδιού στο παρόν σάιτ, είναι αρκούντως γνωστή.

Όχι πως δεν παίζουν και τα «άδειο κέλυφος» / «άδειο όστρακο», αλλά μάλλον μόνο σαν ακριβείς μεταφράσεις της αγγλιάς και χωρίς να σλαγκίζουν (κατά την άποψή μου).

(Απ’ το ΔΠ, κατόπιν ανάρτησης απ’ τον elias_petropoulos)

  1. Όταν ένας ποδοσφαιριστής μένει από δυνάμεις, είναι άδειο μύδι. Δεν έχει να δώσει απολύτως τίποτα. Ακόμα και ο ιδρώτας που βγάζει χαμένος πάει.

  2. ...μπορεί κάποιος με τον μηχανισμό που διαθέτει να μπορεί να εκλεγεί σε κάποιον δήμο. Είτε επειδή δεν τον ξέρουν ότι είναι «άδειο μύδι» και τον ψηφίζει ο κόσμος από άγνοια, είτε γιατί μπορεί να έχει τον τρόπο του να σπρώξει κάποια ψηφοδέλτια στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.

  3. Γεια σου ρε Κ.. με την τρέλα σου. Δε λέω, μπορεί να καις λάδια, μπορεί το μυαλό σου να είναι άδειο μύδι, αλλά μας διασκεδάζεις ρε παιδί μου. Τύφλα νa ‘χει το Δελφινάριο.

  4. «Άδειο μύδι» η επίσκεψη Ερντογάν.
    Περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική ήταν η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα.


(κι εντελώς διεκπεραιωτικά:)

Για τον Γκρατσόφ, «η πίστη είχε πεθάνει πολύ πριν καταρρεύσει το σύστημα. Πέθανε στην Πράγα, όταν το σύστημα έστειλε τανκς εναντίον των κομμουνιστών που προσπαθούσαν να εκδημοκρατίσουν το σύστημα. Πέθανε στην Πολωνία, όταν ο εργατικός κόσμος στράφηκε εναντίον του συστήματος. Πέθανε στο Αφγανιστάν, όπου η Σοβιετική Ένωση έχασε το καθεστώς της μεγάλης δύναμης, και στην ίδια την ΕΣΣΔ, όταν η οικονομική καταστροφή έγινε η καθημερινότητα του κάθε πολίτη. Τι απέμενε; Ένα άδειο όστρακο.

Σκέπτομαι δηλαδή ότι η βιοηθική είναι μια πολύ ωραία λέξη ¬ αλλά όταν δεν υποστηρίζεται στην πράξη δεν έχει καμία σημασία, είναι ένα άδειο κέλυφος. Με πόσα τέτοια άδεια κελύφη δεν είναι εξοπλισμένο σήμερα το όραμα της ευρωπαϊκής μας ουτοπίας;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεντζερέ-μπόι είναι στέλεχος τράπεζας κυρίως, αλλά και των ΔΕΚΟ κτλ. που υφίσταται μείον σε αμοιβές, κύρος κτλ (από χρυσό σε ασήμι και τώρα χάλκινο). Πρώτα ήτανε τα πρωτοκλασάτα γκόλντεν μπόιζ με τις εξωπραγματικές αμοιβές, τα χλιδάτα κάρα (βλέπε καγιέν), τα λαπτοπ και το κινητό (που μόνο καφέ δεν ψήνει). Καθως σφίξανε σιγά-σιγά τα πράγματα, τα γκόλντεν μπόιζ γίνανε σίλβερ μπόιζ, ε τώρα έχουνε γίνει χάλκιν μπόιζ..

Αλλά επειδή δεν είναι δόκιμος ο όρος χάλκιν μπόι και είναι και πιο περιγραφικό της υποβάθμισης αυτής, λέγονται (ν)τεντζερέ μπόι... από το χάλκινο σκεύος -και όχι μόνο, τον τεντζερέ.

Τεντζερέ μπόι, καλά αμειβόμενο στέλεχος με μπάρμπα στην Κορώνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον ο οποίος είναι πάρα πολύ αξιόλογος σε κάτι, σε σημείο που είτε αφήνει τους άλλους πίσω είτε κάνουν οι άλλοι πίσω να περάσει ως ένδειξη σεβασμού!!!

Ο τύπος πήρε την εταιρεία πριν τη χρεωκοπία και την έκανε Νο 1!!! Ο μάγκας είναι όλοι πίσω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει παρέα, αλλά παρέα από αλάνι. Προέρχεται από τον στρατό, από ένα τάγμα όπου πήγαιναν όλα τα «καλά» παιδιά, κοινώς τα ματσακόνια.

  1. Τάκης: -Ρε μαν, γαμώ τα παιδιά ο Νίκος!!!!
    Ανδρέας: - αι, για πολύ μόμα ,λέμε...

  2. Τάκης: -Τι θα κάνουμε ρε μαν σήμερα;;;
    Ανδρέας: -Θα μαζευτεί η μόμα σπίτι μου, να παίξουμε προ!!!

Museum of Modern Arts, NY (από ironick, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified