Further tags

Στα νομικά πράγματα υπάρχει, ως γνωστόν (;) το Ενοχικό Δίκαιο. Κατά τη Βίκι, «ο όρος ενοχή χρησιμοποιείται στο Δίκαιο με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και μπορεί να σημαίνει

  • Ενοχή (Αστικό Δίκαιο): την υποχρέωση προς παροχή ή
  • Ενοχή (Ποινικό Δίκαιο): τον καταλογισμό μιας πράξης στον δράστη»

Εμείς όμως, που πάντα έχουμε τη φωλιά μας χεσμένη για κάτι, ενδέχεται να ανήκουμε στην κατηγορία των αυτομαστιγωνόμενων για τις αμαρτίες μας και να βουλιάζουμε από ενοχές για το παραμικρό αληθινό ή φανταστικό ατόπημά μας. Τότε είμαστε του ενοχικού, με την γιαλομική έννοια του πράγματος.

- Πάψε πια μωρέ! με ζάλισες, όλο «φταίω εγώ» και «φταίω εγώ»! κάνε κάτι αντί να κλαίγεσαι συνέχεια!
- Μη μου τα λες και συ από πάνω (σνιφ), αφού ξέρεις, τα ρίχνω όλα πάνω μου, τα παίρνω βαριά, και γω του ενοχικού είμαι...

Στράτος Λασκαρίδης, Δεν είμ\' ο ένοχος εγώ. (από patsis, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που εκφράζει άμεσα την απαξία του χρήστη προς το άτομο στο οποίο απευθύνεται, αλλά και πρόθεση ανταπόδοσης / εκδίκησης. Αφορά σε ηθική απαξία, και όχι σε αισθητική, διαφέρει δηλαδή από το Πώς είσαι έτσι;.

Η έκφραση δεν υπάρχει σε άλλους χρόνους, αλλά υπάρχει στον πληθυντικό (έτσι είστε;).
Καμιά φορά συντάσσεται ως «έτσι μου είσαι;» το οποίο είναι λιγότερο έντονο και συνήθως χρησιμοποιείται φιλικά, «χαϊδευτικά».

Συνώνυμο το «τέτοιος/α είσαι;» (γενικά η φράση μπορεί να χρησιμοποιείται και ως φιλικό πείραγμα).

Κυρίως όμως, και παραδοσιακά, συντάσσεται με:

Συνώνυμο του «έτσι ξηγιέσαι ρε;»

- Μου ψόφησε η κατσίκα μου, και γι' αυτό σκότωσα την κατσίκα σου...
- Έτσι είσαι ρε μουνί...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλ. μην τον είδατε τον Παναή. Η υπεράνω πάσης υποψίας θεογκόμενα που αποδεικνύεται τρανσέξουαλ ή, κόψε κάτι, τραβεστί, κι όταν ζητάμε το ονοματάκι της, μας λέει «Αναΐς». «Από πού;», ζητάμε να μάθουμε την προέλευση του ξενικού ονόματος. «Από το Παναής», παλιό ανέκδοτο. Αντίστροφα, ο υπεράνω πάσης υποψίας άντρακλας, που τελικά αποδεικνύεται ότι το πάει το ταξίδι με το «happy traveller». Αν πάντως είναι μπετατζής, όπως στο ομώνυμο άσμα (βλ. παράδειγμα), πρέπει να σημειώσουμε «την μπετονιέρα μην κατηγοράς!».

  2. Στην μυθολογία, Αναΐς ήταν η σύζυγος του Βάαλ. Ο Βάαλ ήταν ο πιο μεγάλος θεός των Φοινίκων και των Χαναναίων. Τον θεωρούσαν προστάτη της γονιμότητας και της γεωργίας. Τον παρίσταναν άλλοτε με κέρατα βοδιού κι άλλοτε σαν γυναίκα με μεγάλους μαστούς και κρατώντας στο χέρι περιστέρι. Οι Βαβυλώνιοι του είχαν χτίσει πανύψηλους ναούς και τον έλεγαν Μολώχ. Οι Χαναναίοι τον λάτρευαν σαν κυρίαρχο της χώρας τους και η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει απειλές για τους Ιουδαίους που αλλαξοπίστησαν και προτροπές, για να ξαναγυρίσουν στη θρησκεία των πατέρων τους. Οι αλλαξοπιστήσαντες αναφέρονταν στην Παλαιά Διαθήκη ως «η νεότης ήτις έκυψε γόνυ τωι Βάαλ», δηλαδή τον προσκύνησε.
    Πηγή: Live-Pedia. Assist: Mes.

Παραμένουν ανοικτά σλανγκικά ερωτήματα: Ποια η σχέση μεταξύ του Βάαλ και της Ρωμαίας αυτοκράτειρας Valeria Messalina; (Παρεπίπταμπλυ, από τα καλά, -αν και controversial-, λήμματα του μακαρίτη, Θεός σχωρέστον- με την καλή έννοια). Ποια η σχέση της Αναΐδος με τα κέρατα του Βάαλ; Ποια η σχέση του Βάαλ με τον Παναή; (Αν κρίνουμε από το δισυπόστατόν του).

Αναΐς (Μετάληρα)

Πού να πήγε, παιδιά ο Πανάης;
Πού να πήγε, παιδιά ο Πανάης;
Πού να πήγε, παιδιά ο Πανάης;
Πολύ πρέπει να ψάξεις,
αν θέλεις να τον βρεις.

Τ' όνομά του ήτανε Παναής,
στις οικοδομές τον γνωρίζαν όλοι,
στην δουλειά του ήτανε μερακλής,
θα πω μια ιστορία, για να καταλάβουν όλοι!

Χειμώνα βράδυ στην Συγγρού,
και ξαφνικά βλέπω μια γκόμενα δυο μέτρα,
φόραγε φόρεμα σι-θρου,
κι οι ρώγες της φαινόνταν, είχαν γίνει πέτρα!

Και μου ζητάει φωτιά,
ρωτάω το όνομά της,
μου λέει «Αναΐς»,
και πιάνει τα βυζιά της.

Πού να το φανταστείς!
Μπροστά σου να το δεις!
Χαϊδεύεται η Αναΐς.
Κι η ώρα πήγε τρεις.
Ο φίλος μου που ήταν μαζί,
την ρώτησε αν κρυώνει γιατί είχε κρύο,
και τον αρπάζει απ' το καυλί,
του απαντάει πως είναι καιρό για τρίο.

Μα κάτι θυμίζει η φωνή,
ήταν σαν του Πανάγου,
που ήτανε μπετατζής,
κι έμενε στου Παπάγου.

Ήταν ο Παναής,
που έγινε Αναΐς,
ήταν ο Παναής,
πού να το φανταστείς!

Έχω δει στον δρόμο μου τραβέλια και τραβέλια,
μα σαν κι αυτήν κανείς!
Θυμάμαι που κουβάλαγε στην πλάτη τα βαρέλια
ώσπου να πάει τρεις.
Μετά το μεροκάματο πηγαίναμε για ούζα,
μέχρι να πάει εφτά.
Και τώρα με τον φίλο μου,
μου λέει για παρτούζα,
για τα μισά λεφτά.

Μόνο οι τραβεστές δουλεύουν τέτοια ώρα,
μέσα στην παγωνιά,
το κρύο θέλει αρχίδια.
Ήταν ο Παναής,
που έγινε Αναΐς (τρις)
Ήταν ο Παναής,
και φεύγει για Paris.

Η ποιήτρια Αναΐς Νιν (από allivegp, 09/08/09)

βλ. και Κέλλυ από το «Βαγγέλη»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νot bad, που λένε. Όχι και τόσο κακό... από το γαλλικό pas mal. Κατά προτίμηση το λέμε δις (πα μαλ, πα μαλ!...) με κούνημα του κεφαλιού που σημαίνει «αμέ, γιατί όχι;» . Διπλωματική και διφορούμενη απάντηση όταν μας ρωτάνε αν κάτι μας άρεσε. Στην αρνητική του διάσταση αντιστοιχεί με δικό μας «νταξ μωρέ...»

- Πώς σου φάνηκε ο Στέλιος;
- Πα μαλ, πα μαλ!

Πα μαλ πα μαλ (από Vrastaman, 23/02/09)

βλ. και 'ν'ν' κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται ότι ο κερατάς είναι αυτός που έχει το δικαίωμα να δείρει. Άμα όμως είναι λούζερ τις τρώει κι από πάνω! Η έκφραση, επομένως, σημαίνει τον απόλυτο λούζερ, αυτόν που συνδυάζει και τον ηθικό εξευτελισμό και την υλική ζημία.

Λίλιαν: Μου κουβαλούσε ο Βάγγελας τον Πέρι στο σπίτι, να του μαγειρεύω κιόλας! Κατάλαβες; Κερατάς και δαρμένος!
Μένιος: Μην τα σκέφτεσαι άλλο αυτά Λίλιαν μου, πάνε πέρασαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μοτέρ προέρχεται από τη γαλλική λέξη moteur και σημαίνει κινητήρας (μηχανή δηλαδή που μπορεί να προσδώσει κίνηση).

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μια παλιά σλανγκική έκφραση που αναφέρεται σε κάποιον σπιντάτο πολυλογά, σε κάποιον δηλαδή, που το στόμα του πάει σαν τον κώλο του κρυωμένου είτε σε μόνιμη, είτε σε περιστασιακή βάση (π.χ: όταν τελεί υπό συναισθηματική φόρτιση και συνεπώς δε βρίσκεται σε χαλαρή κατάσταση) με τη λογική πως ο τύπος έχει προσαρμόσει και καλά, κάποιο εικονικό μοτεράκι κάτω απ' τη γλώσσα του, για να μπορεί να μιλάει έτσι.

-Ρε Πέτρο, σύνελθε. Πως μιλάς έτσι; Μοτεράκι έχει η γλώσσα σου; Χαλάρωσε λίγο.
-Άστα. Που να στα λέω. Έχω πάθει μεγάλη ζημιά. Την έχω πατήσει άγρια. Άστα... έχω φουντώσει. Έχει πάρει φωτιά το κεφάλι μου μου... Γι' αυτό και με βλέπεις να μιλάω έτσι.

Μοτεράκι (από GATZMAN, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπόλειμμα, αυτό το ελάχιστο που έχει απομείνει από οτιδήποτε – συνήθως στην καθομιλουμένη αναφέρεται για το σαπούνι.

Σλαγκικά: Κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι τον χαρακτηριζόμενο ως απολειφάδι τον έχουμε στο χέσιμο και δεν τον υπολογίζουμε αν είναι να παίξουμε μπουνίδια. Κυρίως αυτό συμβαίνει λόγω χαμηλού status, επειδή είναι κοντός και σαφρακιασμένος - σε σχέση με τον έτερο της συζητήσεως τουλάστιχον.

Πρόκειται για έναν άθρωπα που χαρακτηρίζεται επίσης ως:
*ντολμάς
*τσιτσίκος
*μισή μπουκιά, *μισοριξιά
*μισή μερίδα
*τάπα
*τάπερμαν
*πινέζα
*μπασμένος
*κουβάς
*ζουμπάς
*ένα κι ένα milko
*ένα κι ένα άφιλτρο
*ένα και τίποτα
*μπασμένος στο πλύσιμο
*στούμπος

Αντίθετο (κοντός και σαφρακιασμένος αλλά...): νάνος αλλά με κάτι αρχίδια νααα

Τσαμπουκάς στο φανάρι.

Απολειφάδι: - Γιατί με έκλεισες ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις αγάμητο ρε πούστη, θα σου ισιώσω τα παΐδια ρε καριόλη, θα σε σκίσω (μπλα μπλα)

Αυτός που χέζει στο δάσος (ξάπλα στο κάθισμα, με τον αγκώνα έξω από το παράθυρο, χασμουριέται και απαντάει): - Α, πάγαινε ρε απολειφάδι, θα μου κλάσεις κανονικάαααα (μαρσάρισμα, μπουχός).

Άντ\' από \'δω ρε απολειφάδι... (από Galadriel, 24/02/09)ultrasonic bath (από pavleas, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία της έκφρασης, αντανακλά το μεγαλείο της αγάπης μεταξύ δυο ατόμων που είναι δεμένα με δεσμό αίματος (π.χ. αδέλφια), που είναι ζευγάρι, που είναι καρδιακοί φίλοι, κλπ ώστε όταν σε κάποια κακή στιγμή ο ένας βγει εκτός εαυτού και φερθεί απάνθρωπα στον άλλο, ο άλλος αναλογιζόμενος το μεταξύ τους δέσιμο, οφείλει να κατανοήσει τον πρώτο και να ανεχτεί τη συμπεριφορά του.

Και τώρα βεβαίως αρχίζει ο σλανγκισμός!

Σλανγκιστί, η φράση παραπέμπει στο στοματικό σεξ και προσδιορίζει τους ρόλους των εραστών. Το ένα άτομο φτύνει (χύνει) και το άλλο καταπίνει τον φλοκοπόταμο.

Βεβαίως δεν αποκλείεται η σλανγκική έννοια να περικλείει και την κλασσική (π.χ. ένα πολυαγαπημένο ζευγάρι).

Λίλιαν: Ντόρα, είσαι αγαπημένη με τον Ιάκωβο;
Ντόρα: Πάρα πολύ. Ο ένας φτύνει κι ο άλλος καταπίνει. Και με τις δύο έννοιες βεβαίως βεβαίως (η τελευταία φράση λέχθηκε με κλείσιμο του ματιού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:

  1. «Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)

  2. στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.

  3. «Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.

  4. Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος

  5. «Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος

  6. Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)

  7. Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.

Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.

  1. Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!

  2. Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!

  3. «Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
    για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
    (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)

  4. Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)

  5. Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!

  6. - Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
    - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;

  7. Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
    - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
    - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
    - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

Η προέλευση του "κόβω λάσπη". (από Cunning Linguist, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified