Further tags

Λέγεται για κάποιον που είναι υπερβολικά λεπτολόγος και σχολαστικός. Πράγματι, λόγω του μικρού του μεγέθους, η μόνη ενδεδειγμένη μέθοδος για να σκοτώσει κάποιος έναν ψύλλο, είναι η σύνθλιψη. Το να προσπαθεί, λοιπόν, κανείς να σκοτώσει τον ψύλλο με τη μέθοδο της σφαγής, αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ατόμου που λεπτολογεί πέραν του δέοντος, ατόμου σχολαστικού σε βαθμό να γίνεται γραφικός.

- Έδωσα τον ισολογισμό στον Καραδήμο για να κάνει έναν γρήγορο έλεγχο και μου είπε ότι οι κρατήσεις έπρεπε να είναι 13.768.832,92€ και όχι 13.768.832,89€. Μιλάμε τώρα για 3 λεπτά στα 14 εκατομμύρια!
- Καλά, τι περίμενες; Αυτός σφάζει τον ψύλλο στον αυχένα!

Βοήθεια, θα με σφάξει! (από panos1962, 17/11/09)Τώρα είναι καλύτερα νομίζω... (από Jim Blondos, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.

- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος έχει δύο αντίθετες έννοιες, και είναι γένους ουδετέρου. Ενώ λοιπόν στα ισπανικά σημαίνει απλά «αγάπη μου» στα ελληνικά το μιαμόρ είναι:

α) το αίσθημα, η γκόμενα μου, το κορίτσι μου, η γυναίκα μου (όταν τα πάμε καλά). Η αλήθεια είναι ότι ο όρος, με αυτή την έννοια, κινείται στα όρια του γουτσισμού.

β) λατίνα ιερόδουλος.

Η έκφραση ξεκίνησε ως ναυτοσλάνγκ και αναφέρεται στα εργαζόμενα κορίτσια που βγάζουν μεροκάματο στα λιμάνια της λατινικής Αμερικής, και οι οποίες αποκαλούν τους πελάτες μιαμόρ (αφότου ο Χόρχε πληρωθεί το μπακάρντι)! Οι έλληνες ναυτικοί, βέβαια, το μετέφεραν στην πατρίδα ως σλανγκ. Έτσι σιγά σιγά πέρασε και στον υπόλοιπο πληθυσμό.

  1. - Θα πάμε για καφέ το απόγευμα;
    - Πάμε αλλά θα είναι και το μιαμόρ.
    - Τι μου το λες; Φοβάσαι μην πίνω απ΄τον καφέ της;

  2. - Πως ξύπνησε η κούκλα μου σήμερα;
    - Καλά αν αναλογιστείς ότι κοιμήθηκα μόνη μου χθες. Είπες ότι θα πας να δεις το ματς, κι εσύ γύρισες στις 5 το πρωϊ. Ωραίο σαββατόβραδο πέρασα...
    - Ναι, μπλέξαμε λιγάκι... Αλλά τώρα θα φέρω στο μιαμόρ μου, πρωϊνό στο κρεββάτι...

  3. - Μαλάκα, στο τελευταίο μπάρκο, έμπλεξα με ένα μιαμόρ, τι να σου πω...
    - Πώς ήταν;
    -Τ ι να σου λέω. Θεά, αλλά και επαγγελματίας. Μου έφαγε ότι είχα βγάλει μέχρι τότε, αλλά χαλάλι της. Τα άξιζε μέχρι τελευταίας δεκάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μας τα έπρηξες τα αρχίδια μας με αυτά που λες, αχ αμάν πια!

Βλ. επίσης:

- Και δεν γράφεται έτσι το ουσιαστικό...
- Όχι ρε δεν είναι ουσιαστικό είναι γερούντιο...
- Ναι αλλά μπορεί να είναι και επίρρημα τονίζοντας το στον παρονομαστή της ληγούσης...
- Παύτε ρεεεε και μου τα ζαλίσατε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά.

Ντορός = χνάρι από μυρωδιά.

Τι θα πει ρε φίλε το παιδί δε σου μοιάζει, αφού τόσες φορές την έπιασες να τηλεφωνιέται με άλλον. Τον λύκο τον βλέπεις, τον ντορό του γυρεύεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να μη χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, αλλά από ένα σε κάθε μία για μερικούς, χωράει και περισσεύει. Χωρίς να έχει σχέση με την προαναφερόμενη λαϊκή σοφία, η συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: του ψευτόμαγκα.

Προκύπτει από την στάση με την οποία συνήθως προχωράει, με ανοιχτά τα χέρια (θέλοντας να τονίσει προφανώς τις πλάτες του), σα να φέρει τα συγκεκριμένα ζαρζαβατικά υπό μάλης. Το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ανήκει στη κατηγορία φτερού, δεν έχει καμία, μα καμία σημασία γι αυτόν.

Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στη (συμπαθή κατά τα άλλα) συνομοταξία των μεταλλάδων. Απαραίτητα συνοδευτικά αξεσουάρ των καρπουζιών: χαίτη, καρφιά στα χέρια, μπλουζάκι με ανάλογο περιεχόμενο, μενταγιόν σε σχήμα πέλεκυ κ.α.

- Για έλα εδώ νέος... Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι και βολτάρεις με τα καρπούζια στις μασχάλες; Άιντε μη σε στείλω να σκοτώσεις το δράκο πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χαρακτηρίζει όχι απλά τον φαταούλα, τον αχόρταγο, αλλά αυτόν που τρώει ο,τιδήποτε, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη γεύση ή την καταλληλότητα της «τροφής».

Το ότι τα σκατά περιέχονται σε τάπερ, μάλλον συνηγορεί στην άποψη ότι πρόκειται περί νεολογισμού. Ίσως να υπήρχε παλιότερη μορφή, π.χ. ένα ταψί/πιθάρι/κουβά σκατά. Εγώ πάντως αυτήν ξέρω, αυτήν εμπιστεύομαι.

- Ιιιιιι!!! Μη ντη ντρως πδι μ’ αυτή ντην κουνσιέρβα! Ίνι σκυλουτρουφή! Κι λιηγμένιη!
- Άσε μας ρε γιαγιά να γουστάρουμε...
- Μην ασχολείσαι γιαγιά, αυτουνού κι ένα τάπερ σκατά να του δώσεις, θα το φάει.
- Θιες να σι φκιάσου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.

1. Στην έκφραση είμαι οφ.

α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.

i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.

ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.

β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.

i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;

ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...

iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;

iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;

γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.

- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...

δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).

- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.

2. Στην Αεροπορία και το Ναυτικό.

Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.

Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.

- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...

3. Στην έκφραση οφ τόπικ (off topic).

Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.

Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θήλεος.

Η περί ούσας ενδείκνυται μόνο δια μια συνεύρεση, τη τελέσει δε της πράξεως επιβάλλεται ο αποκλεισμός μελλοντικού συναγελασμού άπαξ και δια παντός, εν ανάγκη και με δραστικά μέτρα.

- Το βραδάκι Μάλια;
- Ωχ μωρέ, αφού δεν τις μπορώ τις Σούζαν και τις Χέδερ. Είναι πούτσο και γκρεμό!
- Τώρα, αυτό εμένα γιατί πρέπει να με χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μου 'ρθε ταμπλάς / νταμπλάς: Πονοκέφαλος, ἀλλὰ κυρίως ἀποπληξία.

Συνώνυμον τὸ «ντουβουρτζάς».

Ἀπὸ τὸ τουρκικὸν tabla, ποὺ σημαίνει κυκλικὸς δίσκος, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν ὁ ταβλάς (μὲ τὰ κουλούργια, θὰ κάνω γιούργια κλπ).

Βασίμως εἰκάζω, ὅτι ἀρχικῶς ἠνοεῖτο, ὅτι ἂν κάποιος «ἔτρωγε» ἕνα ταβλὰ στὸ κεφάλι, φυσικά, πονοῦσε κατόπιν. Ἡ σημασία αὐτὴ διεστάλη ἀργότερα, ὥστε νὰ φθάσῃ μέχρι τὴν ἀποπληξία (ἀγγειακὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο), ὅπου «μένει κανεὶς ξερός».

Στὰ παλαιότερα χρόνια, τὸν 18ο αἰῶνα ἂς ποῦμε, ὁ νταμπλάς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία νοσήματα τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα διέκρινε τότε ἡ Ἐσωτερικὴ Παθολογία. Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῃς:

Ὅ,τι ἦταν ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ πάνω, ἦταν νταμπλάς.
Ἀπὸ τὸν λαιμὸ μέχρι τὴ μέση, στηθικά.
Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω, κοιλιακά. Ὑποκατηγορία τῶν κοιλιακῶν ἦσαν τὰ μητρικά, ἀλλ' αὐτὰ ἀνῆκαν στὴ Γυναικολογία.

Διάφορα ἄλλα ψιλονοσήματα («λαιμά», ποδάγρα, ζοχάδες ἢ τζοχάδες κλπ) ἀνῆκαν στὴν Ἐξωτερικὴ Παθολογία, καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν.

- Τάκη (ἐκ τοῦ πουστάκη), ἂν μάθῃ ἡ μάνα σου ἡ δόλια ὅτι τὸν παίρνεις, νταμπλάς θὰ τῆς ἔρθῃ.

(από aias.ath, 02/12/09)Οἱ 4 ἰδιοσυγκρασίες (ὡς ἀπόστολοι), κατὰ τὸν Dürer (από aias.ath, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified