Further tags

Μια κοπέλα τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα, τουτέστιν, το απόλυτα θηλυπρεπές πουσταρέλι.

Η εικόνα παραπέμπει στο αρχέτυπο του ξεφωνημένου πουστοσέξουαλ μόδιστρου.

- (Πούστης / αδελφή:) Οι σχετικοί όροι είναι πολλοί, έτσι, π.χ. η αδελφή αναφέρεται και ως αγορίτσι, γυναίκα σκέτη, ντούρντουλο, σουρλουλού, κραγμένη, ξεφωνημένη, γυναίκα τελειωμένη μέχρι στρίφωμα, κλπ.
(«Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

(από Vrastaman, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη. Ίσως γιατί οι πόρνες δεν ζητάνε πολλά για να σου ανοίξουν την πόρτα του εργοστασίου τους, σε αντίθεση με τις άλλες, τις μη πόρνες εννοώ, οι οποίες ζητάνε γάμο, δέσμευση, στέρηση ελευθερίας κ.τ.λ.

Τι γνώμη έχετε για το γάμο;
- Δε θα πάρω, ακριβό σπορ για μένα, προτιμώ τις φθηνές γυναίκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητική έκφραση γι' αυτούς που δεν κρατάνε το λόγο τους , τους μπαμπέσηδες.

- Καλά, ρε άνθρωπε, δεν κανονίσαμε χθες να έρθεις να μπογιατίσεις σήμερα το πρωί;
- Ε! μου έτυχε κάτι...
- Ό,τι ο λόγος σου κι ο κώλος σου... Άι σιχτίρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντ(ι)βέντσουρ είναι ο τύπος...

  • ...που ασχολείται μανιωδώς με το πιο μοδάτο «επικίνδυνο» σπορ. (πχ. το κάϊτ την παρούσα δεκαετία, bunjee jumping την προηγούμενη),
  • ...που επιβιώνει σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και το ευχαριστιέται σαν γνήσιος ξάδελφος του Ταρζάν. Κάτι σαν τον Bear Grylls. Ενίοτε, χαστουκίζει κάνα λιοντάρι έτσι για να δείξει ποιος είναι o ρουμάνος στη ζούγκλα,
  • ...ο οποίος όταν βγει το βράδυ, τα κάνει πουτάνα. Ποτέ δεν είναι βαρετή η έξοδος μαζί του. Το καλύτερο φινάλε σε μια τέτοια έξοδο, είναι το αυτόφωρο, το χειρότερο το νοσοκομείο.
  • ...που είναι χύμα, και δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε πρόταση, άντρας έτοιμος για όλα. Δηλαδή ο τύπος «vivere pericolosamente».

Η έκφραση προφ προέρχεται από την αγγλική λέξη για την περιπέτεια (adventure), και έλκει την καταγωγή της, από τις καμπάνιες του Κάμελ και του Μάλμπορο, την δεκαετία του '80, με τις περίφημες adventure teams, και τους τυπάδες να χέζουν στο δάσος, γύρω από μια φωτιά, στη μέση του πουθενά.

- Τι κ΄ναι το τυπάκι ρε; Θα μας τρελάνει; Πέφτει με αλεξίπτωτο στη μέση του πουθενά;
- Και που να δεις παρακάτω τι πρόκειται να κάνει. Θα σε κουφάνει...
- Πολύ αντβέντσουρ ο τύπος. Και είναι αληθινά ρε, ή μας δουλεύουν, και ο τύπος έχει από πίσω του κάνα συνεργείο υποστήριξης;
- Τι να σου πω....

- Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Τι να σου πω; Αλλά έχε υπόψη σου, καλύτερα να πάμε για φαγητό, ήρεμα. Είπε ο Μάκης ότι θα φέρει τον ξάδελφο του, οπότε καλύτερα ήρεμα.
- Συμφωνώ, αυτός είναι πολύ αντβέντσουρ τύπος. Θα μας μπλέξει άσχημα με τις γνωριμίες του και το τσαμπουκαλίκι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κάνει τον κινέζο.

Η αναδιατύπωση αυτή του χριστιανοσλανγκικού «ἀγρὸν ἠγόρασα» (Λουκ. ιδ΄, 18) αποτελεί παρά φύσιν ξαδελφάκι των τουλάστιχον, λουκλάνικο, μαλακαρονάδα, ελαιοφορείο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Ασίστ: Gatzman

  1. - Έχω το ακαφελόγιστο θα μου πεις, αλλά αυτός υγρόν αγόραζε...
    (Gatzman, εδώ)

  2. - Η ΕΛΛ.ΑΣ. είχε, από ότι διαβάζω, πληροφορίες ότι υπάρχει φυγάς στην περιοχή εδώ και μια εβδομάδα, αλλά «υγρόν» αγόραζε … Τυχαίο να τό πω αυτό; ή αγόραζε πράγματι «υγρόν» – «ρευστόν»; Ότι και να πω ψέμματα θα είναι …
    (εδώ)

  3. - Ο Αρχίδαμος αγρόν ηγόραζε (ή υγρόν αγόραζε) και έκανε τον κινέζο...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον Ζώη Καπλάνη (βιοπαλαιστής). Η έκφραση δηλώνει φυγή από κάποιον/κάτι λόγω φόβου ή βιασύνης.

Παιδιά η ώρα πέρασε, εγώ γίνομαι καπλάνης.

Mah main negro, Ζώης Καπλάνης (από Vrastaman, 09/01/10)...είδε "καπλάνι" κι έγινε καπλάνης? (από Vrastaman, 09/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίδι όλοι ξέρουμε τι είναι. Το «κολοβό» ως έννοια προσδιορίζει την έλλειψη ενός μέλους του σώματος. Τα σαμιαμίδια για παράδειγμα επιτρέπουν την αποκοπή της ουράς τους ώστε οι θηρευτές να ασχολούνται με κάτι καθώς αυτά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Η ουρά τους άλλωστε θα ξαναφυτρώσει.

Αναφορικά με το ανθρώπινο είδος, φίδια κολοβά αποκαλούνται όσοι χαρακτηρίζονται από την συστροφή, φαγωμάρα και χαμέρπεια του φιδιού ενώ εξαπολύουν ύπουλο κτύπημα. Η εικόνα του αποκομμένου μέλους («κολοβό») παραπέμπει στον κομπλεξικό χαρακτήρα των ανθρώπων αυτών.

Είσαι φίδι κολοβό και μη σε ξαναδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τεμπέλη καὶ κοπρίτη, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικό, ὅτι τὸ καλοκαῖρι πιάνει τοὺς ἴσκιους καὶ ἀρέσκεται ἰδίως στὶς δροσερὲς πεζοῦλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίθουν οἱ πλατεῖες τῶν χωριῶν μας, τὰ σοκάκια καὶ τὰ ξάγναντα τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Δὲν ἁρμόζει ὡς ἀστικὸς χαρακτηρισμός. Εἶναι τύπος συμπληρωματικὸς τοῦ λιακαδόρου, μὲ τὸν ὁποῖον μπορεῖ νὰ συναντηθῇ μόνον τυχαίως, διότι κυκλοφοροῦν σὲ ἄλλα στέκια, εὐδοκιμοῦν ἄλλη ἐποχή, καὶ ἔχουν διαφορετικὴ θερμορύθμισι.

Τὸ ἔτυμον προφανές, ἀπὸ τὸ «δροσερὴ πεζοῦλα», καὶ ὁ ἀγαπῶν αὐτήν, δροσοπεζούλας. Τεχνικά, θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῇ καὶ σὲ πιό vulgaire ὗφος, μὲ ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔχω ποτὲ ἀκούσει.

Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν χρησιμοποιεῖται ποτὲ γιὰ τεμπέλες γυναῖκες, διότι παραδοσιακῶς αὐτὲς εἶναι περισσότερο περιορισμένες στὸ σπίτι καὶ στὸν ἄμεσο περίγυρο, καὶ δὲν συνηθίζεται νὰ δροσίζουν τὰ ὀπίσθιά των εἰς τὶς πεζοῦλες. Ἐπίσης, εἶναι ἀρκετὰ λιγότερο πιθανὸ νὰ βρεθῇ τεμπέλα γυναῖκα στὸ χωριό, σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς πανταχοῦ παρόντες κηφῆνες, ἐξ ὧν ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ κηφηνεῖον (καφενεῖον). Ἂν βρεθῇ καὶ καμμία τεμπέλα, αὐτὴ θὰ χαρακτηρισθῇ περισσότερο ὡς ἀνεπρόκοπη καὶ μούχλα, καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς φυγοπονίας, πχ ἀμαγέρευτη, ἄπλυτη, ἀσκούπιστη (οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι slang κατὰ τοῦτο, ὅτι δὲν ἰσχύουν κατὰ κυριολεξίαν· δηλ. ἄπλυτη σημαίνει αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει κάνει τὴ μπουγάδα της, καὶ ὄχι τὴν ἀτομική της καθαριότητα).

Ὀπτικῶς, ὁ δροσοπεζούλας παραπέμπει σταθερὰ σὲ φαρδόκωλο ἄνδρα, διότι ἀλλέως πέως, πῶς θὰ ἀπελάμβανε τὴν δρόσον τῆς πεζούλας, μὲ μικρὴ ἐπιφάνεια ἐπαφῆς (;) Εἶναι ἐπίσης σύνηθες, νὰ φέρῃ κλαδάκι βασιλικοῦ ἢ ματζουράνας ἢ ἀρμπαρόρριζας πάνω ἀπὸ τ' αὐτί, διότι ἔχουν κι αὐτὰ δροσιά, μυρίζουν καὶ ὡραῖα, καὶ ὁ δροσοπεζούλας εἶναι ρέκτης καὶ φιλήδονος τύπος.

Ἐπίσης, ρέπει ὁ δροσοπεζούλας εἰς τὴν θυμοσοφίαν, τὴν θεωρητικολογίαν τὴν τερατολογίαν καὶ τὸν ξερολισμόν, διότι σπανίως βρίσκεται μόνος του, καὶ οἱ ἐν συνόδῳ δροσοπεζοῦλες κάτι πρέπει νὰ λένε μεταξύ τους, ἄσε ποὺ ἐμφανίζεται ἐνίοτε καὶ ἀνταγωνισμός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι δύσκολο νὰ κατηγορηθῇ τὸ εἶδος αὐτὸ τεμπέλη: Ἡ χαρτοπαιξία, ἡ οὐζο-κονιακο-ρακοποσία καὶ ἡ ἀκατάσχετος πολιτικολογία εἶναι μερικὰ ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν περισσότερο στὸ περιβάλλον τοῦ κηφηνείου.

Ὁ χαρακτηριστικὸς δροσοπεζούλας ἔχει ἐργασθῆ ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου, ἀναπολεῖ δὲ τὰ «χρόνια» τοῦ μόχθου μὲ νοσταλγία, καὶ συχνὰ ἀναφέρεται σ' αὐτά, πῶς πχ πλένανε στοίβες πιάτων στὴν Ἀμερική, πῶς διεκπεραιώνανε τόνους ἐγγράφων στὸ Δημόσιο, μέχρι ποὺ βγῆκε στὴ σύνταξι μὲ κάποιο εὐεργετικὸ νόμο ἢ εὐεργετικὴ κομπίνα.

Σύγκρισις λιακαδόρου καὶ δροσοπεζούλα, ἀντιστοίχως (φυσικά, ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις):

  • Ψυχρόαιμος : Θερμόαιμος
  • Νωχελής : Ζωτικός, κινητικός
  • Δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον, βαρυέται : Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, δὲν βαρυέται καθόλου
  • Ἀπρόθυμος γιὰ ὁμιλία : Ὁμιλητικότατος
  • Ἐσωστρεφής : Ἐξωστρεφής
  • Ἀπαντᾶται στὶς λιακάδες, κατὰ τὶς ψυχρότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους : Ἀπαντᾶται στοὺς παχειοὺς ἴσκιους καὶ στὶς πεζοῦλες, κατὰ τὶς θερμότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους.

- Μῆτσο, ἔχουμε ρὲ καναγκαλὸν ἡλεκτρολόγο;
- Ναί, ἀμέ, τὸν Ἀρίστο.
- Ἄσε ρὲ τὴ ντρέλα σου, μ' αὐτὸν τὸ δροσοπεζούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από κάθε άποψη: και ως προς τα ψυχικά χαρίσματα, και ως προς τα εξωτερικά γνωρίσματα.

- Μια χαρά παιδί ο Σωτήρης, νο;
- Ου, βέβαια. Μέσα κι έξω.

Στο 0.22 (από Vrastaman, 09/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγονται υποτιμητικά απο τους Μοραΐτες (ιδίως απο τους σνομπαρίες Πατρινούς) οι Ρουμελιώτες, διότι είναι «απ’ έκει» (= απο την απέναντι μεριά του Πατραϊκού – Κορινθιακού, αφού εκεί μετατίθεται ο αντίστοιχος Ρουβίκωνας πάνω/κάτω απ’ τ’ αυλάκι στην Δυτική Ελλάδα).

Κάτι λέει σχετικά ο Georg Ludwig von Maurer στο πόνημά του Das Griechische Volk (Ο Ελληνικός Λαός, Χαϊδελβέργη 1835) για την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των Μοραϊτάδων (τεμπελχανείο, πανουργία, δουλοπρέπεια κ.α.) σε αντιπαραβολή προς τους Ρουμελιώτες (άξεστα ζώα μεν, αλλά σπαθάτοι, ντόμπροι και γενναίοι δε). Δεν είναι τυχαίο που οι τελευταίοι ουδέποτε χώνεψαν τους πρώτους, καίτοι γείτονες.

Σημειωτέον, οτι το Ευζωνικό Σώμα ήταν μέχρι και τον ΒΒ Ι, χωριστό τμήμα του ελληνικού στρατού, αποτελούμενο αποκλειστικά απο Ρουμελιώτες – σκυλιά του πολέμου, κάτι ανάλογο με τους Argyll & Sutherland Highlanders του βρεταννικού στρατού. Πολλούς απ’ αυτούς τους σκληροτράχηλους αλλά απείθαρχους και μπαϊλντισμένους να πολεμούν για χρόνια (Α & Β Βαλκανικοί, Σκρά-Λαχανά-Κιλκίς και δε συμμαζεύεται), τους ξαπόστειλαν με το ζόρι στην Ουκρανία το 1918, για να βάλουν μυαλό και πολλοί γύρισαν μόνο μεταφορικώς με τα πόδια πίσω, αφού τους είχαν ακρωτηριάσει λόγω κρυοπαγημάτων (οι υπόλοιποι γύρισαν με τα πόδια κυριολεκτικώς)!

Οι Μοραΐτες, απο καταβολής ιδρύσεως νεοελληνικού Κράτους, θεωρούσαν οτι πιάσανε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια κι έτσι εκτόπισαν τους Ρουμελιώτες απο τα μετεπαναστατικά πόστα εξουσίας καθώς και τους γκαγκαρέους απο την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, επιβάλλοντας την δική τους υποκουλτούρα, όπως την ξέρουμε σήμερα.

Στην συνέχεια συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους των «Νέων Χωρών» (Θεσσαλία, Νησιά, Κρήτη, Μακεδονία, Μικρά Ασία κλπ) περίπου ως αποικιοκράτες («παλιολλαδίτες» = ότι πάλιουρας και τέτοια) με το στανιό (βλ. τρίπτυχο χωροφύλακας-παπάς-δάσκαλος) αφού δεν υπερείχαν δα σε πολιτισμό, ώστε η σημερινή ψευτοκόντρα χαμουτζήδωνσεμελέδων καίτοι φαίνεται να έχει πάρει την μορφή ποδοσφαιρικής διενέξεως μεταξύ των εκπροσώπων του ancien régime (Αθήνα) και του ordre nouveau (Θεσσαλονίκη), εν τούτοις να ανάγεται σε παλαιότερες ιστορίες για αγρίους.

Τα μοραΐτικα τζάκια καπνίζουν ακόμα, με ελάχιστες σχετικά πρόσφατες εξαιρέσεις (Κρήτη & Μακεδονία), αφού οι ημιμαθείς κοτζαμπάσηδες επιμένουν να κυβερνούν ακόμα τον τόπο κι ας χαζοδιερωτούνταν σχετικά ο Καραμαλής το '63.

Αγαπούν δε το τόπο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε, μετά απο αιώνες κυριαρχίας των προυχόντων τους, τόσον ο μητροπολιτικός Μορηάς όσο και η αποικία τους (Αθήνα) να παραμένουν ένα μπουρδέλο και μισό, ενώ τα δημόσια έργα στην Πελοπόννησο καθυστερούν χαρακτηριστικά καμιά 20αριά χρόνια σε σχέση με αυτά που εκτελούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τί Μπραΐμης – τί Ζαΐμης...

Ειδικά οι Πατρινοί προεστοί, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας τους χάρισε μιαν κομψότατη ευρωπαϊκή πόλη το 1828, έσπευσαν τα ζωντόβολα να την μετονομάσουν χάριν του ευεργέτη τους σε «Ιωαννούπολι», παραγνωρίζοντας τον πανάρχαιο θρύλο του Πατρέα, συνηθισμένοι στους τεμενάδες. Ο ευγενικός κόμης, αρνήθηκε διακριτικά (αλλά μέσα του μάλλον σιχτίριζε ιταλιστί).

Παρ’ όλα αυτά, ο Υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας (!), ο άνθρωπος που επινόησε το καντονιακό σύστημα το οποίο λειτουργεί θαυμάσια στην Ελβετία, έφαγε το κεφάλι του στο Μορηά με φόντο το Μπούρτζι, όπου τον καθάρισαν κάποιοι ασήμαντοι Μπουρτζομιχαλαίοι. (Καλά να πάθει, αφού ανακατεύτηκε με τα πίτουρα).

Βέβαια, όλ’ αυτά καταντούν υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις, αν σκεφτεί κανείς οτι η Αμαλιάδα ανάστησε έναν Μπελογιάννη...

Αφιερούται τω Mancunian Mont Blanc – Ideophobic Psycho.

- Τί θα κάνεις το Πάσχα;
- Λέω να πάω απέναντι, έχω σόι εκεί...
- Πού ρε; Στους απέκηδες θα πάς; Ω ρε μάνα μου! Έχεις να φάς σπληνάντερο, που θα σε πάει καπνός!
- Δεν έρχεσαι κι εσύ;
- Τι λές ρε; Αφού δεν τρώω κρέας. Αυτοί ακούνε βετζετέριαν και σε πυροβολούν στα γόνατα!
- Σάμπως τα παραλές! Στο Μoρηά και στα Μεσόγεια όλη η αρβανιτιά στη μπριτζόλα και στο παϊδάκι είναι...
- Ναι, ενώ στη Ρούμελη είναι μες στη γαλλική κουζίνα, τί να σου πώ; Mattieu, sufflimat και τέτοια...

(Σ.Σ. «ματιές» και «σουφλιμάς» είναι είδη ρουμελιώτικου κοκορετσιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified