Further tags

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.

- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουρμπινάτη γκόμενα που δίνει ρέστα σε όσους την κοιτάζουν. Η γκόμενα που προκαλεί ατύχημα με ένα βλέμμα ή με το περπάτημά της. Συνήθως είναι κωλοφτιαγμένη από αισθητικούς, πλαστικούς και δυνατούς μόδιστρους.

- Καλά ρε συ έπαθα πλάκα με την Λίτσα. Τρελό τούμπανο!!! Κόντεψα να τρακάρω καθώς την κοιτούσα να περπατάει στην Τσιμισκή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περίπλοκη πατέντα με την οποία φαλακροί, κυρίως τύπου τάργκα, επιχειρούν να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

  2. Ιλαροτραγικά καταφανής περούκα που φέρουν πανσέληνοι (και μη) φαλακροί, επιχειρώντας να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

Δέον να σημειωθεί ότι και οι δύο ποικιλίες φλοκάτης σπάνια ανθίστανται στον αέρα και την βροχή. Με σπάνιες εξαιρέσεις ανθρώπων με διάθεση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, οι περισσότεροι φορείς φλοκάτης είναι κομπλεξικοί. Πολλοί ακομπλεξάριστοι άλλωστε φαλακροί επιλέγουν την λύση του ξυρίσματος, η οποία κατά κοινή ομολογία προσδίδει και σεξαπίλ.

Ειρήσθω εν παρόδω, η λέξη φαλακρός υπήρξε σλανγκ κατά την αρχαιότητα (εκ του φαλλού άκρη, αγγλιστί dickhead)

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις βρε καράφλα με την φλοκάτη σου; Ουστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αλωπεκίας ανδρογενετικού τύπου (φαλάκρας) στην οποία η εναπομένουσα τριχοφυΐα περιορίζεται στη βρεγματική (πλαϊνή) και ινιακή (πίσω) χώρα του τριχωτού.

Η ποικιλία αυτή της φαλάκρας αποκαλείται τάργκα επειδή θυμίζει έντονα τα γνωστά ημι-κάμπριο αυτοκίνητα που φέρουν το ίδιο όνομα.

Ορισμένοι κάτοχοι τάργκα με χαμηλή αυτοπεποίθηση καταφεύγουν στην έσχατη λύση της φλοκάτης .

Σκηνή από εξέταση στο εργαστήριο Bermann Kord:

- Γιατρέ μου το τάργκα μου κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πλήρες κάμπριο. Για την ώρα εφαρμόζω πατέντα φλοκάτης, αλλά σε λίγο θα πρέπει να χτενίζω και τα φρύδια μου από πίσω. Στο δρόμο μου φωνάζουν «καλώς το coupé cabriolé
- Μη ανησυχείτε κύριε Βρασίδα. Η τελευταία μας μέθοδος συνίσταται σε μεταμόσχευση τριχών από την βουβωνική χώρα και είναι λίαν αποτελεσματική. Θα σας κάνουμε και δώρο ειδικό χτενάκι για το νέο σας άφρο.

Ferrari Dino Targa (από Vrastaman, 18/09/08)Κλασσικό τάργκα (από Vrastaman, 18/09/08)ΘΟΥ-ΒΟΥ τάργκα (από Vrastaman, 18/09/08)Georgakis Targa (από Vrastaman, 18/09/08)911 Targa! Ta spaei! (από Vrastaman, 18/09/08)Ύποπτο μαλλί. Λέτε εκτός από Τράγκας να είναι και Τάργκας? (από Vrastaman, 18/09/08)μωρ ψάχω εκείνη το φωτό που του χεζε ένα πουλί την καούκα κι εκείνος χαμπάρι... (από xaxac, 18/09/08)(από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο το οποίο:

α. είναι υπερβολικά άσχημο
β. είναι τόσο ταλαιπωρημένο (3ήμερο ξενύχτι, πιώμα, μπάφους) που δεν βλέπεται.

Η έκφραση οφείλεται πιθανότατα στην εμφάνιση οποιουδήποτε νορμάλ ανθρώπου γύρω στις 3 π.μ., όπου (ιατρικώς αποδεδειγμένα), ο μεταβολισμός έχει βαρέσει μπιέλα και το άτομο μοιάζει με ήρωα του George Romero που βγήκε παγανιά.

  1. - Ρε συ, αυτή που πάει προς το μπαρ την έκοψες από μπροστά;
    - Την έκοψα ρε φίλε. Σαν τρεις ώρες νύχτα είναι. Ούτε με χαρτοσακούλα δεν χτυπιέται σου λέω...

  2. - Πω πω αδερφέ, μόλις γύρισα από 5ήμερο στην Ίμπιζα...
    - Το κατάλαβα, σαν τρεις ώρες νύχτα είσαι μεγάλε...

O master τρεις ώρες νύχτα! (από Desperado, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.

- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τελευταίας κοπής αετονύχη απατεώνα, με ιδιαίτερα ψηλό και ευλύγιστο λαιμό, που εξειδικεύεται στην κλοπή Αυτόματων Ταμειακών Μηχανών.

Η μπάζα πραγματοποιείται ως εξής:

Το ανυποψίαστο θύμα πραγματοποιεί συναλλαγή σε ΑΤΜ τράπεζας. Την ώρα εκείνη, ο σβερκάκιας κάθεται αρκετά πίσω του αλλά παρακολουθεί και απομνημονεύει τον αριθμό PIN που πληκτρολογεί το θύμα. Την ώρα που ολοκληρώνεται η συναλλαγή, ο συνεργός του σβερκάκια πετάει στα πόδια του θύματος χαρτονόμισμα € 50 και το ρωτάει μήπως είναι δικό του. Καθώς το θύμα σκύβει να δει το χαρτονόμισμα, η ταμειακή κάρτα (ή οποία την ώρα εκείνη βγαίνει από την σχισμή) αντικαθίσταται ταχυδακτυλουργικά με πλαστή. Εναλλακτικά, ο συνεργός απλά την τσιμπάει και εξαφανίζεται, ενώ το θύμα πιστεύει ότι το μηχάνημα του «έφαγε» την κάρτα. Στη συνέχεια, ο «αετομάτης» σβερκάκιας και ο «μάγος» συνεργός του κάνουν ανάληψη σαν κύριοι από άλλη ταμειακή μηχανή, και περνούν μια ευχάριστη βραδιά δρέποντας τους καρπούς της καπατσοσύνης τους.

- Ή Ένωση Ελλήνων Τραπεζών εξέδωσε ανακοίνωση για την επιδημία κλοπών στα ΑΤΜ.
- Τι να σου κάνει, όταν η αστυνομία δεν μπορεί να πιάσει ούτε ένα σβερκάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άχαρο και πολύ, μα πάρα πολύ, ψηλό άτομο. Το αντίθετο δηλαδή της μισοριξιάς.

- Κάθε ταβανόσκουπα στην Ελλάδα το παίζει μοντέλα και μας πουλάει μούρη! Μαζεύω τα μπογαλάκια μου και την κάνω για σεξουαλικός μετανάστης στην Ουκρανία.
- Γάμησέ τα, τσιμπητέ, θα φας γλάρο! Όλες οι καλές Ουκρανές έχουν εκκενώσει την χώρα για Δυτική Ευρώπη και Μέση Ανατολή -εκεί έμειναν μόνο κάτι ραδιενεργά μπάζα!

Ταβανόσκουπα (από Vrastaman, 26/09/08)Ceci n\'est pas une tavanoskoupa! (από Vrastaman, 26/09/08)

Δες και ξαραχνιάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα. Βασικό διακριτικό στοιχείο αυτής της κατηγορίας το αντικειμενικά μη αναστρέψιμο της κατάστασης.

Μου κανόνισε ραντεβού με μια φίλη της η ξαδέρφη μου που αποδείχθηκε τρελό μουστάκι. Δεν διορθώνεται με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified